Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ; ΕΚΔΙΚΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ;

 Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα 4 άτομα


ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ
Διηγήσατο ἡμῖν ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος, ὄτι: ὅταν ἤμην νεώτερος ἡσύχαζον πλησίον τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλῶ· ὅταν ἦλθεν ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων ἐπῆγον εἰς τὸν Γέροντα λίαν πρωῒ καὶ ἀσπασάμενος αὐτὸν καὶ εὐλογηθείς, ἐκάθισα πλησίον του, καὶ παρεκάλουν αὐτόν, ὅπως δεχθῇ με νὰ κατοικήσω μετ᾿ αὐτοῦ διότι καθ᾿ ὅλην τὴν ἁγίαν Τεσσαρακαστὴν μόνος μου κατοικῶν, πολὺ ἐπολεμήθην ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, ἀλλ᾿ ὁ Γέρων δὲν συγκατετίθετο. Παραμείνας μέχρι τῆς ἕκτης ὥρας (μεσημβρίας) ὡς ἀνεχώρησα κατερχόμενος τοῦ Ὄρους, εἰς τὸν δρόμον συνήντησα τὸν ὑπηρέτην αὐτοῦ τοῦ Γέροντος, πηγαίνοντα εἰς αὐτόν, κτυπῶντα τὸ πρόσωπόν του καὶ μαδῶντα τὰς τρίχας τοῦ γενείου του, καὶ ἰδόντος με παρεβιάσατο νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸν Γέροντα· ὡς δὲ ὑπήγομεν, προσπεσὼν ἐδιηγήθη πρὸς αὐτὸν λέγων· Περιπατοῦντες μετὰ τοῦ μικροτέρου ἀδελφοῦ μου, ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ Ὑπάτου, μὴ γνωρίζοντες ὅτι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ περάσῃ τὴν νύκτα ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμον. Ἐνῷ περιεπάτομεν, ἐξ αἴφνης φαντασία δαιμονικὴ ἐλθοῦσα ἐκ τοῦ μνήματος, ἥρπασέ μου τὸν ἀδελφόν. Ὡς ἤκουσε τοῦτο ὁ Γέρων, βοήσας πρὸς τὸν Θεὸν εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, παρακαλῶ σε βοήθησόν με. Καὶ προσευχηθεὶς ὁ Γέρων, λαβὼν καὶ ἐμὲ μαζί του ἐπηγαίνομεν.
Περιπατήσαντες οὖν ἀπὸ ἐνάτης ὥρας τῆς ἡμέρας καὶ δι᾿ ὅλης τῆς νυκτός, περὶ τὰ χαράγματα τῆς ἡμέρας, ἐφθάσαμεν εἰς τὸν τόπον, ἐν ᾧ ἡρπάγη ὁ ἄνθρωπος. Πρασευχηθέντες ἐπὶ ὥραν πολλήν, ἐξεκίνησεν ὁ Γέρων νὰ πηγαίνῃ πρὸς τὸν τάφον τοῦ Ὑπάτου, ἀκολουθοῦντες καὶ ἡμεῖς αὐτόν. Πλησιαζόντων ἡμῶν εἰς τὸν τάφον, φοβεραί τινες καὶ καταπληκτικαὶ φαντασίαι ἐγίνοντο, μορφαὶ διάφοροι καὶ ἐξηλλαγμέναι ἐφαίνοντο, ἀνθρώπων, κτηνῶν, δρακόντων καὶ θηρίων πυῤῥοειδῶν καὶ καπνῶν ἐρευγομένων, περικυκλωσάντων ἡμᾶς καὶ ἐγγίζοντα ἡμῖν καὶ βλεπόμενα καὶ ἀκουόμενα καὶ ἐφαπτόμενα ὡς καὶ τῇ πνοῇ ἡμᾶς συνέχεσθαι. Ὁ δὲ Γέρων καὶ ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς τῇ σφραγῖδι τοῦ Σταυροῦ σημειωσάμενος, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπικαλούμενος, καὶ ἡμᾶς προστάξαντος νὰ λέγωμεν τὴν ἀρχὴν τοῦ ἑξηκοστοῦ ἑβδόμου ψαλμοῦ «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν· ὡς ἐκλείπει καπνὸς ἐκλιπέτωσαν, ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός...» ἐπροχώρει ἐμπρὸς πλησιέστερον τοῦ τάφου γενόμενος. Ὅσον δὲ ἐπλησίαζε τοσοῦτον καὶ αἱ δαιμονικαὶ φαντασίαι φοβερώτεραι ἐγένοντο.
Σεισμὸς καὶ κλόνος συνεχὴς ἐγένετο τοῦ ἐδάφους, καὶ μέγα χάσμα ἠνοίχθη ἔμπροσθεν ἡμῶν, ὥστε καὶ τὴν ἄβυσσον νὰ βλέπωμεν καὶ δράκοντας ἐξ αὐτῆς ἀνερχομένους καὶ ἡμᾶς ἐκφοβίζοντας, ὡς τοὺς ὀδόντας αὐτῶν τρίζοντας καὶ φλόγας πυρὸς ἐξακοντίζοντας. Ὁ δὲ Γέρων τὰ γόνατα κλίνας καὶ τὸν νοῦν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς οὐρανὸν ὑψώσας, καὶ μὲ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα ἑαυτὸν καθοπλίσας, εἰς τὸ σπηλαιῶδες κτίσμα εἰσῆλθεν, ἐν ᾧ ἡ λάρναξ ἔκειτο· καὶ πάλιν μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ σημειωθείς, ἐρευνῶν εὗρε τὸν ἀδελφὸν τοῦ διακονητοῦ (τοῦ ὑπηρετοῦντος αὐτῷ) ἡμιθανῆ ὑπάρχοντα, μηδόλως τρίχας ἔχοντα, οὔτε εἰς τὴν κεφαλήν, οὔτε εἰς τὸ γένειον, οὔτε εἰς τὰ βλέφαρα, οὐδὲ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ ἀποστείλας τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἰς τὸ πλησίον χωρίον νὰ φέρῃ ἔλαιον, καὶ προσευχηθείς, ἔχρισε τὸν ἡμιθανῆ τοῦτον ὑπάρχοντα ἀπὸ κορυφῆς ἕως τῶν ὀνύχων, καὶ τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου Σταυροῦ σφραγισάμενος αὐτόν, ὑγιῆ τελείως ἀποκατέστησεν.
Εἶχε δὲ ἡ λάρναξ ταύτην τὴν ἐπιγραφήν, Σωματοθήκη Ὑπάτου τοῦ ἀνεψιοῦ Διοκλητιανοῦ τοῦ Βασιλέως, τοῦ κατὰ παντὸς τόπου τοὺς τοῦ ἐσταυρωμένου ὑπασπιστὰς βασανίσαντος. Ἀναγνοὺς ὁ Γέρων τὴν ἐπιγραφὴν ἤρξατο θνηνεῖν καὶ λέγειν· ποῦ νῦν τῆς ὑπατείας ἡ λαμπρὰ περιβολή; ποῦ οἱ κρότοι καὶ αἱ πανηγύρεις; πάντα ἐξηφανίσθη· πάντα παρέδραμε καὶ ὡς σκιὰ καὶ καπνὸς διελύθησαν. Εὐλογητὸς καὶ δεδοξασμένος εἷς μόνον, ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεός, οὗ ἡ βασιλεία, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ Δεσποτεία αὐτοῦ ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ.
Ἔγιναν δὲ ταῦτα, γνωστὰ εἰς ὅλα τὰ περίχωρα, καὶ ἐφεξῆς πάντες διήρχοντο ἀφόβως ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης καὶ τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα δοξάζοντες τὸν πανάγαθον Θεόν, καὶ τὸν αὐτοῦ δοῦλον Ἀββᾶν Ἀπολλώ, ὅστις ἀποφεύγων τὴν τῶν ἀνθρώπων τιμὴν καταλιπὼν τὸ κελλίον του μετῴκησεν εἰς Θηβαΐδα, οὗ ταῖς πρεσβείαις ῥύσαιτο καὶ ἡμᾶς ὁ Κύριος τῶν δαιμονικῶν φαντασιῶν. Ἀμήν.
ΔΙΗΓΗΜΑ ΦΟΒΕΡΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ
Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη, ἔτος κζ´ (1962), τεῦχος 2ον, σελ. 123-124
Μου γράφεις πως κάτι σε αναστατώνει στον ύπνο. Τρία παιδιά εμφανίζονται μόλις κλείσεις τα μάτια και γελούν μαζί σου, σε κοροϊδεύουν, σε απειλούν και σε τρομάζουν. Πήγες, είπες, σε έξυπνους ανθρώπους και έψαχνες φάρμακο. Εκείνοι σου είπαν: «Δεν είναι τίποτα»! Εσύ τους είπες: «Αφού δεν είναι τίποτα διώξτε αυτό το τέρας από μένα! Μα, μπορεί να μην είναι τίποτα εκείνο που δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω ήδη έξι μήνες»; Και εκείνοι σου απάντησαν: «Άλλαξε αέρα, πήγαινε σε χαρούμενες παρέες, να τρέφεσαι καλύτερα. Αυτό είναι απλή υποχονδρία».
Ξέρω, αδελφή, τέτοιους «έξυπνους». Αυτοί έπιασαν στο στόμα τους έτσι μερικές λέξεις όπως «υποχονδρία», «τηλεπάθεια», «αυθυποβολή», με τις οποίες προσπερνούν την αδιαμφισβήτητη πνευματική πραγματικότητα και σε καθημερινή βάση μιλούν στον αέρα, με ελαφρότητα και άγνοια σαν να μιλά το κρασί.
Εγώ πιστεύω ότι αυτά τα τρία παιδιά που εμφανίζονται είναι τα ίδια εκείνα τρία δικά σου παιδιά που εσύ κατά την προσωπική σου ομολογία νέκρωσες πριν ο λαμπερός ήλιος τα φιλήσει ζωντανά. Και αυτά τώρα σε εκδικούνται. Και η εκδίκηση των νεκρών είναι πολύ φρικαλέα!
Επειδή εσύ αυτοαποκαλείσαι διαβασμένη γυναίκα, θα σου μιλήσω από τα βιβλία. Από το βιβλία θα θυμηθείς τον Μάκβεθ ή πώς το πνεύμα ενός νεκρού ανθρώπου σκότωσε τον Άγγλο βασιλιά. Διάβασες οπωσδήποτε πως ο βασιλιάς Βλάδισλαβ, δολοφόνος του βασιλιά Βλαδίμηρου, δολοφονήθηκε από το πνεύμα του Βλαδίμηρου. Όμως ίσως διάβασες για την ακόλουθη περίπτωση. Ο Βυζαντινός βασιλιάς Κώνστας είχε αδελφό τον Θεοδόσιο, τον οποίο δεν αγαπούσε, επειδή φοβόταν να μην τον ρίξει από τον θρόνο. Γι’ αυτό ο Κώνστας ανάγκασε τον Θεοδόσιο να γίνει διάκονος. Αλλά ο φόβος δεν άφηνε τον βασιλιά ούτε τότε. Τελικά ο βασιλιάς αποφάσισε να εγκληματήσει. Κανόνισε ώστε να σκοτώσουν τον Θεοδόσιο. Όταν πέτυχε τον δόλιο σκοπό του ανέπνευσε η ψυχή του νομίζοντας ότι για πάντα ελευθερώθηκε από τον αντίπαλό του. Όμως ο αδαής δεν φαντάστηκε ότι οι νεκροί είναι πιο δυνατοί από τους ζωντανούς και ότι εκείνος που σκοτώνει αθώο άνθρωπο στην πραγματικότητα δεν νικά αλλά παραδίδει τα όπλα μπροστά στον νεκρό. Μετά από αυτό μια νύχτα ο δολοφονημένος διάκονος Θεοδόσιος εμφανίστηκε στον αδελφό του, τον βασιλιά, με ένα ποτήρι αίμα που άχνιζε και φώναξε με φοβερή φωνή: «Πιες αδελφέ»! Ο βασιλιάς αναπήδησε, ξεσήκωσε όλο το παλάτι όμως κανένας δεν ήξερε να του πει τίποτα. Μια άλλη νύχτα επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή: Ο διάκονος με ένα ποτήρι αίμα και τη φρικτή κραυγή: «Πιες αδελφέ»! Ο βασιλιάς ξεσήκωσε όλη την Κωνσταντινούπολη, όμως όλοι τον χάζευαν όπως εσένα εκείνοι οι έξυπνοι που σε στέλνουν στον καθαρό αέρα και την καλύτερη κουζίνα. Πάλι μια νύχτα επαναλήφθηκε το ίδιο. Τελικά ο βασιλιάς Κώνστας βρέθηκε ξαφνικά ένα πρωί νεκρός στο κρεβάτι του.
Διαβάζεις την Αγία Γραφή; Εκεί έχουν ειπωθεί όλα, όλα έχουν εξηγηθεί, πώς και γιατί οι νεκροί εκδικούνται τους ζωντανούς. Διάβασε άλλη μια φορά για τον Κάιν ο οποίος λόγω της δολοφονίας του αδελφού του πουθενά και ποτέ δεν έβρισκε ειρήνη. Διάβασε πώς το πνεύμα του προσβεβλημένου Σαμουήλ εκδικείτο τον Σαούλ. Και πώς ο καημένος ο Δαβίδ φρικτά βασανιζόταν, χρόνια και χρόνια, λόγω της δολοφονίας του Ούριε. Και ακόμα θα βρεις χιλιάδες και χιλιάδες παρόμοιες περιπτώσεις από τον Κάιν έως εσένα. Και θα καταλάβεις τι σε βασανίζει και γιατί. Θα καταλάβεις ότι ο κόσμος των δολοφονημένων είναι πιο δυνατός από τους δολοφόνους τους και εκδικείται φοβερά.
Πρώτα κατάλαβε αυτό και κατανόησέ το. Ύστερα κάνε ό,τι μπορείς για τα σκοτωμένα παιδιά σου. Και ο ελεήμων Θεός, στον Οποίο δεν υπάρχουν νεκροί, θα σε συγχωρήσει και θα σου χαρίσει ειρήνη. Και όσο για όλα εκείνα που πρέπει να πράξεις ρώτησε την Εκκλησία. Οι ιερείς τα ξέρουν. Ο Θεός να σε ελεήσει!
Από το βιβλίο “Δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται.”, Ιεραποστολικές επιστολές Α’, εκδόσεις “Εν πλω”

Δεν υπάρχουν σχόλια: