Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Eις μνήμην Θεοδότης

Στη Μικρασία ανέτειλε η όσια μορφή σου.
Ήσουν παιδί, και φάνταζε όλ’ η ζωή δική σου.
Ελληνικά δεν ήξερες, δεν ήσουν σπουδαγμένη,
μα ο Θεός σου, ευδόκησε να είσαι ευλογημένη.

Ανοίχτηκε ο ουρανός να δεις τον άγιό Του,
και άγιοι σε σώσανε κατά το σχέδιό Του.
Πέρασες από προσφυγιά, ξεριζωμένο δέντρο,
μικρό κορίτσι, αγράμματο, μες τού διωγμού το κέντρο.

Έχασες σπίτι κι αδελφό, και ήλθες στην Ελλάδα,
ελπίζοντας πως η ζωή θά’ χε για σε, λιακάδα.
Τον άντρα σου δε χόρτασες, και έξι απ’ τα παιδιά σου,
που ο θάνατος, σου έκλεβε από την αγκαλιά σου.

Η κόρη σου δεν πρόλαβε πατέρα να γνωρίσει,
αυτόν που πρόβλεψε σωστά:
΄΄Κορίτσι έχεις στην κοιλιά,
κι όταν εγώ θά’ χω χαθεί, θα σε γηροκομίσει΄΄.

Μες τού πολέμου το κακό, στης κατοχής τη δίνη,
με το στομάχι αδειανό, χήρα γυναίκα με παιδιά,
έκανες πάντα το καλό, να δίνεις σ’ όποιον σου ζητά,
το λιγοστό σου φαγητό. (Μνημόσυνο αιώνιο, που τίποτα δε σβήνει).

Μα ζήλεψε ο πονηρός για τα παλαίσματά σου,
και θέλησε τους θησαυρούς να κλέψει απ’ την καρδιά σου.
Τους θησαυρούς που μάζευες με πόνους και μ’ αγώνες,
αυτούς που θα σε πλούτιζαν σ’ ατέλειωτους αιώνες.

Το γιό σου τον πρεσβύτερο ξεγέλασε μια μέρα,
τις πύλες τού Άδη άνοιξε, να τον περάσει πέρα.
Σε αίρεση τον έριξε, σατανική και δόλια,
κι όλοι μαζί πιαστήκαμε: Εσύ, παιδιά κι εγγόνια.

Την άγια εικόνα σου που έφερες μαζί σου
απ’ την πατρίδα τη γλυκειά παίζοντας τη ζωή σου,
θυσία την προσέφερες στης αίρεσης την πλάνη,
και την Αθήνα όργωνες στον Άδη νά’ ρθουν κι άλλοι.

Συλλήψεις δεν φοβήθηκες, φοβέρες αψηφούσες,
τού Πλάστη σου το θέλημα να κάνεις λαχταρούσες.
Ακόμα κι όταν έθαψες το γιό σου το μεγάλο,
το θέλημα τού Πλάστη σου ζητούσες, τίποτ’ άλλο.

Το σπίτι σου, το κράτησε κι έχασες τα λεφτά σου,
αγαπημένος συγγενής από την προσφυγιά σου.
Κακία δεν τού κράτησες, μ’ αγάπη τού μιλούσες,
και τη δική του συντροφιά συχνά αναζητούσες.

Ουρανοδρόμος άγιος σου έσωσε την κόρη,
μα ο θάνατος τής στέρησε το πρώτο της αγόρι.
Ο Κύριος επέτρεψε στης παντρειάς το χρόνο,
αναπηρία να ντυθεί, ισόβιο νά’ χει πόνο.

Τα δάκρυα τής κόρης σου έβλεπες κάθε μέρα,
όταν το μόνο της παιδί έχασε τον πατέρα.
Κι οι δυο μαζί δουλεύατε τη νύχτα και τη μέρα,
μάνα γριά, κι ανάπηρη η χήρα θυγατέρα.

Ήσουνα νέα και γέρασες, βάσανα μύρια πέρασες
κι Εκείνος σε κρατούσε, και πάντα σ’ αγαπούσε.
Ποτέ δε σ’ εγκατέλειψε κι αν η χαρά σου έλειψε,
ζωή, και δόξα, και τιμή, για σένανε φυλούσε.

Σαν το χρυσάφι στη φωτιά δάμασε το κορμί σου,
για να καλέσει λαμπερή την ταπεινή ψυχή σου.
Μες τα βαθειά γεράματα σε φύλαξε να ζήσεις,
ώσπου στην Εκκλησία Του και πάλι να γυρίσεις.

Πες μου γιαγιά: Τι χάρηκες σε τούτο τον αιώνα;
Σπίτι; Παιδιά; Άντρα; Λεφτά; Ψάξε στις αναμνήσεις!
Φτωχές χαρές, πίκρες πολλές κι αδιάκοπο αγώνα,
που η ζωή σου φύλαγε ώσπου να την αφήσεις.

Πες μου γιαγιά: Σαν πόναγες στου πόνου το κρεβάτι,
όταν τα χέρια σήκωνες τον Πλάστη να δοξάσεις,
χαρά ή λύπη έκρυβε το δακρυσμένο μάτι;
η Χάρη, πώς σε σόφιζε εκτίμηση να εκφράσεις;

Τώρα πια λευτερώθηκες από τα βάσανά σου.
Τώρα που η αληθινή ζωή είναι δικιά σου.
Τα έργα σου σ’ ακολουθούν σ’ ανάπαυση αιώνια,
εκεί που υπάρχει μόνο Φως, που δεν υπάρχουν χιόνια.

Εκεί, σαν όνειρο κακό φαντάζει η ζωή σου,
αυτή που έζησες στη γη, μακρυά απ’ τον Ποιητή σου.
Μη με ρωτήσεις πώς μπορώ να ξέρω τη χαρά σου,
κριτής δεν είμαι, και ποτέ δεν είδα την καρδιά σου.

Όμως, αν έζησες εδώ σε τόση δυστυχία,
αν η ζωή σου ήτανε μόνο αυτή η αστεία,
πού θα φανούμε οι ασεβείς; Ποιο χάος μας προσμένει;
Ποια ευσπλαχνία ή γιατρειά εμάς μας περιμένει;

Καλή ανάπαυση γιαγιά κοντά στον Ποιητή σου,
Εκείνον που αγάπησες σε όλη τη ζωή σου.
Κι αν παρρησία βρεις εκεί, ώσπου κι εμείς να’ ρθούμε,
στις προσευχές θυμήσου μας 
για να συναντηθούμε.
Καλή αντάμωση!
Ν. Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: