Γι’ αυτήν πριν από όλους παρουσιάστηκε ο Άγγελος, άνοιξε τον τάφο του Χριστού και της απηύθυνε το άγγελμα της αναστάσεως του Υιού της. Αυτός είναι ο δεύτερος Ευαγγελισμός της από τον Άγγελο, ο οποίος ταυτίζεται από τον άγιο Γρηγόριο με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, που την επισκέφτηκε κατά τον πρώτο Ευαγγελισμό της.

Η Παναγία «ως κεκαθαρμένη άκρως και κεχαριτωμένη θείως» ένιωσε μεγάλη χαρά από τα γενόμενα, ενώ η Μαγδαληνή φοβήθηκε, και σαν να μην κατάλαβε τίποτε από αυτά, διαπίστωσε μόνο την κένωση του τάφου και έτρεξε να αναγγείλει το γεγονός αυτό προς τον Πέτρο και τον άλλο μαθητή .
Πρώτη λοιπόν η Παναγία είδε τον αναστάντα Κύριο και μίλησε μαζί του. Γιατί πρώτη γι’ αυτήν και μέσω αυτής ανοίχτηκαν σε εμάς όλα τα επουράνια και τα επίγεια . Αυτή μόνη έπιασε τα άχραντα πόδια του, έστω και αν δεν το γράφουν σαφώς οι Ευαγγελιστές, γιατί δεν ήθελαν να την παρουσιάσουν ως μάρτυρα της αναστάσεως του Υιού της . Ενώ στην Μαρία Μαγδαληνή, που συνάντησε τον Κύριο κατά την επόμενη επίσκεψή της στον τάφο και τον εξέλαβε ως κηπουρό, όταν τον κατάλαβε και πήγε να τον προσκυνήσει, είπε «μη μου άπτου» και την απέστειλε ως ευαγγελίστρια προς τους μαθητές του .
Χαρακτηριστικοί τέλος είναι οι χαιρετισμοί που απηύθυνε ο αναστάς Κύριος προς τις Μυροφόρες γυναίκες και τους Αποστόλους του. Στις Μυροφόρες είπε «χαίρετε», ενώ στους Αποστόλους «ειρήνη υμίν» . Το πρώτο που χρειαζόταν στις μυροφόρες, που έζησαν βαθιά τον πόνο της σταυρώσεως ήταν η χαρά. Και το πρώτο που χρειάζονταν οι ταραγμένοι από τον φόβο των Ιουδαίων Απόστολοι ήταν η ειρήνη.
Η ειρήνη συνδέεται άμεσα με την χαρά. Και η χαρά προϋποθέτει την ειρήνη. Άλλωστε η χαρά και η ειρήνη μαζί με όλες τις άλλες χριστιανικές αρετές αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο καρπό του Αγίου Πνεύματος . Εκείνο που βασανίζει και οδηγεί τον άνθρωπο σε ταραχή και ανησυχία είναι ο θάνατος. Γι’αυτό, όποιος δεν έχει νικήσει τον φόβο του θανάτου, δεν μπορεί να έχει ειρήνη. Η πραγματική ειρήνη είναι δυνατή μόνο με την απαλλαγή από τον φόβο του θανάτου. Και η πραγματική χαρά προϋποθέτει την απαλλαγή από τον φόβο αυτόν.
Ο Χριστός βεβαιώνει ότι η ειρήνη που προσφέρει στους ανθρώπους διαφέρει από την κοσμική ειρήνη. Η ειρήνη του κόσμου είναι συμβατική και εύθραυστη. Είναι ειρήνη που κινείται «εντεύθεν των ορίων» της φθοράς και του θανάτου. Γι’αυτό ο Χριστός ξεχωρίζει την δική του ειρήνη από την ειρήνη του κόσμου: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν• ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» . Αλλά και η χαρά του Χριστού δεν είναι όπως η κοσμική χαρά. Δεν είναι συμβατική και πρόσκαιρη, αλλά σταθερή και αναφαίρετη. Είναι χαρά «πεπληρωμένη», που κανείς δεν μπορεί να την αφαιρέσει από τον άνθρωπο.
Η πραγματική ειρήνη και η πραγματική χαρά αποτελούν σε τελική ανάλυση προνόμια της καινής κτίσεως. Γι’αυτό και η Παναγία, που είναι η μητέρα της καινής κτίσεως, χαρακτηρίζεται ως «χαράς αιτία». Η πηγή όμως της χαράς αυτής είναι ο ίδιος ο Χριστός, η «ειρήνη ημών» . Η έλευσή του στον κόσμο είναι ευαγγελισμός χαράς και ειρήνης. Και η εκ νεκρών ανάστασή του αποτελεί την επισφράγιση της αναφαίρετης χαράς και της ακατάλυτης ειρήνης που δωρίζει στον άνθρωπο. Η αναζήτηση των πραγμάτων αυτών μακριά από τον Χριστό και την Παναγία αποτελεί σκέτη ματαιοπονία.
Γεωργίου Μαντζαρίδη, ο δεύτερος Ευαγγελισμός.