Περπατούσα σ’ ένα ξεχασμένο μέρος, εκεί όπου τα παιδιά ζωγραφίζουν το μέλλον τους πάνω σε τοίχους μισογκρεμισμένους. Ο ήλιος έδυε πίσω απ’ τα δέντρα κι εγώ, μόνος, με το ράσο μου να σέρνεται ελαφρώς στη γη, ένιωσα πως δεν ήμουν μόνος.
Τα γράμματα στους τοίχους αδέξια, ακατάληπτα ίσως φώναζαν σιωπηλά. «ALEFA», «FIDIO», «ANDRY», «WELCOME»… Ήταν σαν να μου έλεγαν: «Είμαστε εδώ. Υπάρχουμε. Θέλουμε να μας ακούσεις.»
Κι εγώ στάθηκα. Δεν είπα λέξη. Μόνο έσκυψα λίγο το κεφάλι, όπως όταν προσεύχομαι. Όχι από κόπο, αλλά από εκείνη την ταπείνωση που σου φέρνει η συνάντηση με την αλήθεια του άλλου.
Τι αξία έχουν τα κηρύγματα όταν δεν ακούμε πρώτα την κραυγή του τοίχου; Τι νόημα έχουν τα βιβλία όταν δεν διαβάζουμε τα βλέμματα;
Εκεί, ανάμεσα στις λέξεις και στα βάτα, κατάλαβα ξανά πως ο Χριστός γεννιέται κάθε μέρα στα πιο απίθανα μέρη. Όχι σε καθεδρικούς ναούς και σε κρυστάλλινες πύλες, αλλά σε χαμηλούς τοίχους, σ’ εγκαταλελειμμένα γήπεδα, σε πρόσωπα ξεχασμένα.
Ιεραποστολή στην Επισκοπή Τολιάρας και Νοτίου Μαδαγασκάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου