Μια σπάνια φωτογραφία τού Αγίου Ευμενίου μέ τόν μακαριστό π.Ανανία
Μετά, εἶχα ἔτσι μεγάλη μανία μὲ τὰ φιλολογικά. Λέω: «Θὰ πάω στὴ Φιλολογία». Καὶ διάβαζα Ἀρχαῖα καὶ Λατινικά. Ἀλλὰ τότε, ὅμως, ποὺ τελείωσα ἐγώ, πληρώνανε στὸ Πανεπιστήμιο καὶ λεφτὰ δὲν εἴχαμε. Δὲν ὑπῆρχαν λεφτά. Τώρα ὑπάρχουν λεφτά. Ἔστω καὶ ἂν δέν… ὑπάρχουν. Τότε ὅμως δὲν ὑπῆρχαν πραγματικά. Δὲν ὑπῆρχαν λεφτὰ τότε. Λοιπόν. Καὶ ποῦ νὰ πάω τότε; Δὲν ἤθελα νὰ φορτώσω καὶ τοὺς γονεῖς μου. Εἴχανε καὶ ἄλλα παιδιὰ τότε. Ἑφτὰ τὸ σύνολο. Κάνανε παιδιὰ οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς νὰ ἔχουνε τὶς προϋποθέσεις.
Ἡ ἱερωσύνη προέκυψε ἀπὸ Θεοῦ. Στὴν ἕκτη τάξη τοῦ Ἑξαταξίου τότε Γυμνασίου —ἦταν Ἑξατάξια τὰ Γυμνάσια τότε—, ἐνῶ εἶχα πάρει ἀποφάση νὰ πάω στὴ Φιλοσοφική, μοῦ ἦρθε ἔτσι ἐκεῖ ποὺ σκάλιζα, ἕναν Μάη τοῦ ’64, μιὰ «φλασιά!» (εἶναι Ἐξάρχεια ἐδῶ. Ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἰδιωματισμοί…). Λέει, «Ἂν γίνεις καθηγητής, θὰ βοηθήσεις ἕναν ἄνθρωπο… πέντε παιδιά… Δὲν γίνεσαι», λέει, «παπᾶς, νὰ βοηθᾶς πολλούς;» Ἔτσι, μοῦ ’ρθε ἕνα πρᾶμα, αὐτό!
Μοῦ ἄρεσε. Τὸ δούλευα γιὰ μέρες. Κι ἔκανα μετὰ τὴ βλακεία καὶ τὸ εἶπα καὶ στοὺς καθηγητὰς καὶ στοὺς αὐτοὺς κι ἔπεσαν πάνω μου: «Ἐσὺ νὰ πᾶς γιὰ παπᾶς; Δὲν ντρέπεσαι; Ἐσὺ ξέρεις γράμματα! Ξέρεις αὐτό!» Ὅλοι. Καὶ οἱ γονεῖς μου ἀκόμη, οἱ καημένοι. Ὅ,τι τοὺς ἔλεγαν οἱ ἄλλοι, ἔλεγαν κι αὐτοί. Ἀλλὰ ἐγὼ ἔμεινα σταθερός! Αὐτὸ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Λέω: «Τότε, δὲν εἶναι δικό μου αὐτό». Ἀφοῦ δοκιμάστηκα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δοκιμάστηκα καὶ ἀπὸ μένα, γιατὶ ὑπῆρξαν κάποιες μικρὲς στιγμὲς ἀμφιβολίας σὲ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση, ἀλλὰ καὶ πάλι ἐπεκράτησε. Μικρές! Ἀνθρώπινο. Γιατί, ἅμα δὲν ἦταν, θὰ ἤμουν ὁ… Σούπερμαν. Ὑπεράνθρωπος! Ἀνθρώπινο. Ἦρθαν, ἀλλὰ δὲν ἐπικράτησαν. Βέβαια. Εἶχα καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὸν δαίμονα. Ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ ἔγινε αὐτὸ ποὺ ἤθελε ὁ Θεός.

Καὶ πῆγα στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ στὴν Καλαμάτα, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους, 1964. Εἴχαμε ὑποδιευθυντὴ τὸν πατέρα τοῦ νῦν Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, τὸν κύριο Βασίλειο Παυλόπουλο. Ἄριστος! Φιλόλογος ἦταν. Πατέρας, ἀδελφός, φίλος, δάσκαλος. Δὲν ἔχω δεῖ ἄλλον δάσκαλο τέτοιο. Τὸ ἔχω πεῖ καὶ τοῦ Προκόπη, γιατὶ γνωριζόμαστε. Δάσκαλος! Αὐτός, ναί! Καὶ τί δὲν μᾶς μάθαινε! Καὶ Διοίκηση μᾶς μάθαινε καὶ τὸ ἕνα μᾶς μάθαινε καὶ τὸ ἄλλο. Ἀκόμη καὶ Πλάτωνος Πολιτεία μᾶς ἔκανε, ποὺ δὲν κάναμε οὔτε στὴ Φιλοσοφικὴ ποὺ πῆγα. Πλάτωνος Πολιτεία ὁ κ. Παυλόπουλος! Θεὸς σχωρέσ’ τον! Πρόπερσι πέθανε.
Πῆγα, λοιπόν, στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Καλαμάτας. Καὶ τὸ κακὸ ποιό ἤτανε; Εἴχανε δώσει ἐξετάσεις οἱ ἄλλοι καὶ εἴχανε βγεῖ καὶ τὰ ἀποτελέσματα! Πάω ἐκεῖ, πῆγα στὸν κύριο Παυλόπουλο, ποὺ σᾶς προεῖπα. «Ἔλα ἐδῶ, παιδί μου. Δὲν θὰ σὲ χάσουμε ἐσένα. Κάτσε, θὰ κάνεις τώρα ἐξετάσεις. Θὰ τὶς διενεργήσω ἐγώ!» Ἄνοιξε, λοιπόν, Πρωτόκολλο, ἔκανε αὐτό, ἔκανε ἐξετάσεις… «Ἐσὺ ξέρεις γράμματα, γιατί ἦρθες ἐδῶ πέρα;» «Ἔτσι», τοῦ λέω. «Μ’ ἔφερε ὁ Θεούλης, δάσκαλε. Μ’ ἔφερε ὁ Θεούλης! Ὁ Θεούλης», τοῦ λέω. Ὁπότε, ἔδωσα ἐξετάσεις, πέρασα καὶ πῆγα ἐκεῖ. Καὶ ἐπέμενα στὸν ζῆλο αὐτό.
Ἔ, τελειώσαμε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, κανὰ δύο χρόνια, καὶ μετὰ πῆγα στὴ Μονὴ Προδρόμου, τὸ ’66, 29 Αὐγούστου, ἔγινα μοναχὸς καί, ἀπὸ Ἀπόστολος ποὺ ἤμουν, ὀνομάστηκα Ἀνανίας —μοῦ ἄλλαξαν τὸν Ἀνανία!— καὶ μετὰ ἦρθα στὴ Μητρόπολη, στὴ Δημητσάνα, γραφεὺς ἀρχικά, διάκονος μετά. Δὲν παίρναμε οὔτε μισθὸ τότε. Ποιός νὰ μᾶς δώσει; Οἱ διάκονοι δὲν ἔπαιρναν τίποτα. Πῶς νὰ ζήσεις; Δὲν ξέρω. Στὴ Δημητσάνα μὲ πέντε ἀνθρώπους… Τί νὰ κάνεις; Πολὺ καλὸ μοῦ ἔκανε αὐτὴ ἡ δυσκολία καὶ ἡ δυσπραγία. Πολὺ καλό! Πολὺ καλό!
Χειροτονήθηκα μιὰ μέρα, ἦταν 1η Φεβρουαρίου τοῦ 1971, παπᾶς. Χειροτονήθηκα νὰ λειτουργῶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, λέει ἡ εὐχὴ τῆς χειροτονίας. —Διάκος εἶχα χειροτονηθεῖ τὸ 1967. Τοῦ χρόνου κλείνω πενῆντα χρόνια—. Λοιπόν, ὅταν χειροτονήθηκα, πέταγα… Δὲν ξέρω… Ἤμουνα κάπως. Καὶ δὲν κοιμήθηκα τὸ βράδυ, ποὺ ἤθελα νὰ λειτουργήσω, τὴν ἑπόμενη τῆς χειροτονίας μου, τὴν πρώτη Λειτουργία νὰ κάνω, πῆγα νύχτα στὴν ἐκκλησία καὶ ἑτοίμαζα ἐκεῖ. Πέταγα πάλι! Καὶ τὴν ἄλλη μέρα! Λειτούργησα «ἑφτὰ ἡμέρες», λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, γιὰ νὰ ἔρθω εἰς ἕξιν τοῦ πράγματος. Νὰ συνηθίσω. Νὰ καταλάβω ὅτι εἶμαι παπᾶς. Νὰ τὸ χωνέψω. Βέβαια! Καὶ τώρα ἀκόμη. Καὶ τώρα ἀκόμη! Τί ὡραῖα εἶναι νὰ εἶσαι παπᾶς!
Ἔγινα καὶ ἐφημέριος, ἀρχικὰ σὲ ἕνα χωριουδάκι, στὸ Ράδου, καὶ μετὰ μὲ μετέθεσαν στὴ Δημητσάνα. Εἶχε δύο ἐνορίες. Στὴ δεύτερη. Ἔ, ἤμουνα ἐκεῖ, μέχρι τὸ ’79. Δούλευα καὶ στὰ γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως.
Πάρα πολὺ ὡραῖα ἦταν! Καὶ ἀκόμη εἶναι ὡραῖα! Κι ἂν μὲ βάναν πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ πήγαινα, πάλι τὸ ἴδιο θὰ ἔκανα. Ἀφοῦ μὲ κάλεσε ὁ Κύριος. Τώρα, γιατί μὲ κάλεσε, τί μοῦ βρῆκε… Αὐτὸς ξέρει. Καὶ μερικὲς φορές, μαλώνουμε μὲ τὸν Χριστό. Λέω, «Ἔκανες ἐμένα παπᾶ. Ἀφοῦ ἤξερες ὅτι εἶμαι… ἠλίθιος! Ἐντάξει, ἂς ποῦμε. Τώρα… λούσου τα!»
Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,
Ἀπὸ τὴ ζωή μου,
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο ποὺ θὰ κυκλοφορήσει σύντομα ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Κυπρής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου