Ο Φώτης Μαρτίνος, εγγονός του Φώτη Κόντογλου, μιλά στην «Κ» για τα
χρόνια που έζησε κοντά στον παππού του, το ανεξάντλητο έργο που άφησε
πίσω του και την προσπάθεια της οικογένειάς του να το διασώσει
«Είχα ένα σκαμνάκι, καθόμουν δίπλα του κι εκείνος ζωγράφιζε. Ηταν μισοσκόταδο μέσα στο ατελιέ, γιατί δεν του άρεσε το φως και, καθώς ζωγράφιζε, τον άκουγα να ψέλνει. Εκείνη την ώρα, είχε απόλυτη συναίσθηση ότι φτιάχνει την εικόνα του Θεού. Βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο και με έπαιρνε κι εμένα μαζί του».
Ο Φώτης Μαρτίνος, εγγονός του Φώτη Κόντογλου, γυρίζει τον χρόνο πίσω στα παιδικά του χρόνια, στο σπίτι της συνοικίας Κυπριάδη, στα Πατήσια. Στο ισόγειο στο οποίο ζούσε μέχρι την τελευταία ημέρα ο παππούς του, ο άνθρωπος που άφησε το στίγμα του τόσο ως λογοτέχνης όσο και ως ζωγράφος αφιερώνοντας μεγάλο μέρος της ζωής του στην τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας: ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, που υπήρξε δάσκαλος σπουδαίων Ελλήνων ζωγράφων όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Τον συναντούμε στο Δημαρχιακό Μέγαρο της Αθήνας, σε μια διπλή εκδήλωση με αφορμή την επέτειο των 150 χρόνων από την κατασκευή του νεοκλασικού κτιρίου στην πλατεία Κοτζιά και την παρουσίαση του προγράμματος του δημοτικού ραδιοφώνου «Αθήνα 9,84». Μαζί με τον δήμαρχο Αθηναίων, Χάρη Δούκα, ξεναγούνται από την προϊσταμένη του Τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Δήμου Αθηναίων, Ζέττα Αντωνοπούλου, στον χώρο τον οποίο φιλοτέχνησε ο παππούς του στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Στην αίθουσα που φέρει το όνομα του Φώτη Κόντογλου, ο Φώτης Μαρτίνος κοιτάζει τις αγιογραφίες του παππού του στους τοίχους και νιώθει να τον διαπερνά μια βαθιά συγκίνηση.
«Οταν ζεις με αυτούς τους ανθρώπους, μεγαλώνεις πιο γρήγορα»
«Κάθε φορά που βρίσκομαι σε αυτή την αίθουσα, αισθάνομαι ότι είμαι κοντά στον παππού μου», λέει στην «Κ». «Πέρασα μαζί του τα 14 πρώτα χρόνια της ζωής μου, στο ίδιο σπίτι, και όταν ζεις με αυτούς τους ανθρώπους, μεγαλώνεις πιο γρήγορα. Ο Κόντογλου ήταν μια προσωπικότητα γεμάτη ενέργεια που μας επηρέαζε. Γι’ αυτό η ζωή πριν και μετά τον Κόντογλου ήταν τελείως διαφορετική»Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε το 1895 στο Αϊβαλί κι έζησε εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ταξίδεψε στο Παρίσι κι έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε χρειάστηκε να κάνει –κατά καιρούς– διάφορα επαγγέλματα, παράλληλα με τη ζωγραφική και το συγγραφικό του έργο. Από το 1948 έως το τέλος της ζωής του αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Ελευθερία», και ο δυνατός του λόγος ήταν εκείνος που συγκέντρωνε κάθε απόγευμα στο σπίτι του ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Κάθε απόγευμα το σπίτι μας ήταν γεμάτο. Ανάμεσα σε εκείνους που τον επισκέπτονταν ήταν άνθρωποι υψηλού κοινωνικού επιπέδου, πλούσιοι, που θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε αλλού, στις πιο ακριβές διασκεδάσεις, και όμως προτιμούσαν να έρχονται εκεί στο σαλονάκι του Κόντογλου, γιατί μαζί του φωνάζανε, μαλώνανε, γελάγανε.
«Ηταν ένας άνθρωπος που απέπνεε πρώτα από όλα μία τεράστια σιγουριά. Η ενέργειά του ανάβλυζε σαν βόμβα που ήταν έτοιμη να εκραγεί. Γι’ αυτό και τραβούσε τόσο κόσμο. Κάθε απόγευμα το σπίτι μας ήταν γεμάτο. Ανάμεσα σε εκείνους που τον επισκέπτονταν ήταν άνθρωποι υψηλού κοινωνικού επιπέδου, πλούσιοι, που θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε αλλού, στις πιο ακριβές διασκεδάσεις, και όμως προτιμούσαν να έρχονται εκεί στο σαλονάκι του Κόντογλου, γιατί μαζί του φωνάζανε, μαλώνανε, γελάγανε», εξιστορεί ο εγγονός του.
Οι συζητήσεις, εκείνα τα απογεύματα, περιστρέφονταν γύρω από τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, την τέχνη, αλλά και θέματα της καθημερινότητας. Ο Κόντογλου διηγούνταν συχνά ιστορίες από το Αϊβαλί, θυμάται ο ίδιος. «Η παρέα του περιλάμβανε από καθηγητές πανεπιστημίου μέχρι ανθρώπους αγράμματους. Για αυτό, σε εκείνες τις συναθροίσεις, δεν μιλούσαν από καθέδρας, τα λόγια τους ήταν απλούστατα, για να μπορούν όλοι να καταλαβαίνουν και να συμμετέχουν. Είχαν χιούμορ και συχνά τους άκουγες να αυτοσαρκάζονται».
Ο παππούς Κόντογλου
Για τον Φώτη Μαρτίνο, ο Κόντογλου δεν υπήρξε ποτέ ένας τυπικός παππούς. Αγαπούσε τα δύο εγγόνια του, τον Πάνο και τον Φώτη, με τον δικό του τρόπο και συνήθιζε να τούς αποκαλεί «τα Παναγέλια» και «τα Φωτέλια», χρησιμοποιώντας τη διάλεκτο της Λέσβου.
«Ο παππούς μου δεν μας έδινε συμβουλές, ούτε θα μας πήγαινε ποτέ βόλτα. Δεν ήταν ότι κρατούσε αποστάσεις, μας αγαπούσε πολύ τόσο εκείνος όσο και η γιαγιά μου η Μαρία, αλλά ο ίδιος δεν προλάβαινε. Ο περισσότερος χρόνος του ήταν αφιερωμένος στο να γράφει και να ζωγραφίζει. Τον θυμόμαστε να κατεβαίνουμε στο σπίτι του στις επτά το πρωί για να του πούμε “καλημέρα” πριν πάμε στο σχολείο, κι εκείνος να είναι ήδη στο πόδι και να γράφει. Ηταν δοσμένος ολοκληρωτικά στο έργο του».

Το έργο αυτό συνθέτει ένα τεράστιο αρχείο το οποίο τα αδέρφια Μαρτίνου κλήθηκαν να ταξινομήσουν αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του παππού τους. Συνολικά 37 φάκελοι του ζωγράφου και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου με χειρόγραφα, εκδόσεις, φωτογραφίες, αλληλογραφία και έξι δεμένους τόμους με δημοσιεύματα από τον ημερήσιο Τύπο κατά την περίοδο 1945-1965 παραχωρήθηκαν ψηφιοποιημένοι το 2015 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας.
«Υπάρχουν πολλές βαλίτσες με αρχειακό υλικό, καθώς ο Κόντογλου μπορούσε να γράφει ή να σχεδιάζει οπουδήποτε: πίσω από δελτία, σακούλες, χαρτοπετσέτες».
«Επί πέντε χρόνια κάναμε αυτή την ταξινόμηση, και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί», σημειώνει ο Φώτης Μαρτίνος. «Υπάρχουν πολλές βαλίτσες με αρχειακό υλικό, καθώς ο Κόντογλου μπορούσε να γράφει ή να σχεδιάζει οπουδήποτε: πίσω από δελτία, σακούλες, χαρτοπετσέτες. Οταν βρήκα αυτό το αρχείο μετά τον θάνατό του, παρόλο που ήξερα πόσο δούλευε, απόρησα για το πότε προλάβαινε αυτός ο άνθρωπος να τα γράψει όλα αυτά. Αν το βάλεις κάτω με εργατοώρες, δεν βγαίνει!».
Ο Φώτης Μαρτίνος ανατρέχει στα δύσκολα χρόνια που έζησε ο παππούς του μέχρι τον θάνατό του, ως συνέπεια των συγκρούσεων που είχε δημιουργήσει, επικρίνοντας μέσα από τα άρθρα του το έργο κάποιων εκκλησιαστικών λειτουργών της εποχής του, και όχι μόνο.
Τα έβαλε με Αρχιεπισκόπους, είχε φτάσει μέχρι και τον Πατριάρχη, στέλνοντάς του αυστηρές επιστολές και λαμβάνοντας πίσω αυστηρές προειδοποιήσεις.
«Από το 1955 και μετά, τα χρόνια δυσκόλευαν όλο και περισσότερο, γιατί είχε δημιουργήσει πολλές κόντρες και με το καθηγητικό, αλλά και με το ιεραρχικό κατεστημένο. Τα έβαλε με Αρχιεπισκόπους, είχε φτάσει μέχρι και τον Πατριάρχη, στέλνοντάς του αυστηρές επιστολές και λαμβάνοντας πίσω αυστηρές προειδοποιήσεις. Μάλιστα, σταμάτησαν να του δίνουν πια εικονογραφήσεις εκκλησιών και τον απέκλεισαν ακόμη και από το έργο της Καπνικαρέας, το οποίο είχε ξεκινήσει, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Κι έφτασε στο σημείο, όταν σε εκείνον και τη γιαγιά μου συνέβη το σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα το 1963, να μην έχει πια τίποτα. Ζούσε μόνο από τις βοήθειες που του παρείχε ο εκδότης του και νονός μου, Αλέκος Παπαδημητρίου».
Τον Ιούλιο του 1965, δύο χρόνια μετά το ατύχημα, ο Κόντογλου πεθαίνει ύστερα από μετεγχειρητική μόλυνση και το σπίτι του στα Πατήσια γεμίζει από κόσμο.
«Θυμάμαι πάρα πολύ καλά την ημέρα που πέθανε ο παππούς μου: ήταν μια θλιβερή μέρα που έντυσε στα μαύρα όλη τη γειτονιά. Οι γειτόνισσές μας το απόγευμα εκείνης της μέρας έβγαιναν μαυροφορεμένες από τα σπίτια τους, περνούσαν την πόρτα του σπιτιού μας και καθόντουσαν στο σαλονάκι. Αυτές οι γυναίκες ήταν που μοιρολόγησαν τον Κόντογλου».
Η επιρροή στις νέες γενιές
Για τον Φώτη Μαρτίνο, η καλλιτεχνική και πνευματική παρακαταθήκη του παππού του είναι ακόμη ζωντανή τόσο για εκείνον και την οικογένειά του όσο και για ανθρώπους που δεν γνώρισαν τον ίδιο, αλλά αγάπησαν το έργο του.
«Το έργο του εξακολουθεί να μιλάει στους ανθρώπους του “σήμερα”. Παρατηρώ πως όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότεροι μιλάνε για εκείνον». Στην κουβέντα μας προσθέτει η σύζυγός του Λίλα Καλαϊτζή: «Αυτό που μας ικανοποιεί είναι ότι σήμερα τον θαυμάζουν πολλοί νέοι άνθρωποι. Καλλιτέχνες που ανήκουν σε σύγχρονες μορφές τέχνης, όπως το γκράφιτι. Ηταν συγκινητικό πόσοι νέοι άνθρωποι ήρθαν σε μια πρόσφατη έκθεση στο Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι, νέες γενιές που έχει επηρεάσει ο Κόντογλου και οι οποίες τον επικαλούνται συχνά στην τέχνη τους ως σημείο αναφοράς».
Δεν έβαζε νερό στο κρασί του, ήταν ξεροκέφαλος, δεν ήθελε ούτε παράσημα ούτε δόξες. Τίποτα που να του στερούσε την απόλυτη ελευθερία του να λέει και να πράττει ό,τι πίστευε.
Σήμερα, η προσπάθεια της οικογένειας Μαρτίνου είναι να συμβάλει όσο μπορεί στη διάδοση του έργου του Κόντογλου, ώστε αυτό να παραμείνει ζωντανό. Ο ίδιος ο Κόντογλου, ωστόσο, λέει ο εγγονός του, ήταν ένας άνθρωπος που «δεν ήθελε δόξες» στη ζωή του, δεν θα τις ήθελε και μετά.
«Δεν είχε ποτέ τη θέση που θα μπορούσε να έχει ανάμεσα σε διασημότητες, παρότι στη ζωή του βραβεύτηκε τόσο ως ζωγράφος όσο και ως συγγραφέας. Δεν έβαζε νερό στο κρασί του, ήταν ξεροκέφαλος, δεν ήθελε ούτε παράσημα ούτε δόξες. Τίποτα που να του στερούσε την απόλυτη ελευθερία του να λέει και να πράττει ό,τι πίστευε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου