Ήτο Πάσχα. Επέστρεφον μετά τον εσπερινόν εκ του Καθολικού της Μονής εις το παρά τον Μύλον κατάλυμα μου και καθ’ οδόν είδον ένα εργάτην. Ότε επλησίασα αυτόν, εζήτησε παρ’ εμού ωόν. Δεν είχον, και επέστρεψα εις το Μοναστήριον και έλαβον παρά του πνευματικού μου δύο ωά. Έδωκα το έν εξ αυτών εις τον εργάτην. Λέγει εις εμέ: «Είμεθα δύο». Τότε έδωκα και το δεύτερον και, ότε απεμακρύνθην, εκ της ευσπλαγχνίας δια τον πτωχόν λαόν του Θεού ήρχισα να κλαίω, και ούτως εις την ψυχήν μου ήλθε το πένθος δι’ όλην την οικουμένην και παν κτίσμα.
Άλλοτε, ωσαύτως κατά το Πάσχα, βαδίζων εκ της μεγάλης θύρας του Μοναστηρίου προς το νέον κτίριον της Μεταμορφώσεως, βλέπω να τρέχη προς
εμέ παιδίον τεσσάρων περίπου χρονών, έχον εύχαρι πρόσωπον· η χάρις του Θεού ευφραίνει τα μικρά παιδία. Είχον έν ωόν και έδωκα τούτο εις το παιδίον. Εχάρη και έτρεξε προς τον πατέρα αυτού, ίνα δείξη το δώρον. Και δια τούτο, το τοσούτον
ελάχιστον πράγμα, έλαβον παρά του Θεού μεγάλην χαράν και ηγάπησα παν πλάσμα του Θεού, και το Πνεύμα το Άγιον ήχει εν τη ψυχή μου. Ελθών εις το κελλίον μου, εκ της ευσπλαγχνίας προς τον κόσμον μετά δακρύων προσηυχόμην επί μακρόν εις τον Θεόν. Ώ, Πνεύμα Άγιον, σκήνου εν ημίν πάντοτε· είναι καλόν εις ημάς να είμεθα μετά Σου. Δεν είναι όμως πάντοτε δυνατόν να ευρίσκηται η ψυχή εν τοιαύτη μακαρία καταστάσει. Ένεκα της υπερηφανίας εγκαταλείπει την ψυχήν η χάρις, και τότε οδύρομαι ως ο Αδάμ μετά την έξωσιν εκ του παραδείσου και κράζω:
«Πού είσαι, Φως μου; Πού είσαι, χαρά μου; Ίνα τί εγκατέλιπες εμέ, και οδυνάται η καρδία μου; Ίνα τί εκρύβης απ’ εμού, και θλίβεται η ψυχή μου; »Ότε ήλθες εις την ψυχήν μου, κατέκαυσας τας αμαρτίας μου. Ελθέ και νυν εις αυτήν και φλέξον εκ νέου τας αμαρτίας μου, αίτινες Σε κρύπτουν απ’ εμού, ως τα νέφη κρύπτουν τον ήλιον.
»Ελθέ και χαροποίησον με δια της ελεύσεως Σου.
»Ίνα τί βραδύνεις Κύριε; Συ βλέπεις ότι ταλαιπωρείται η ψυχή μου και μετά δακρύων Σε αναζητώ. »Πού κρύπτεσαι; Πώς η ψυχή μου δεν βλέπει Σε, τον πανταχού παρόντα, και μετά πόνου Σε ζητώ»;
Ούτως οδυνόμενοι Σε εζήτουν, ότε ήσο νεαρόν παιδίον, η Πανάχραντος Παρθένος και ο Ιωσήφ.
Τί θα εσκέφθη Αύτη εν τη θλίψει Αυτής, ότε δεν εύρισκε τον Ηγαπημένον Υιόν Αυτής;
Παρομοίως απεγνωσμένοι και οι Άγιοι Απόστολοι μετά τον θάνατον του Κυρίου εθλίβοντο, διότι απωλέσθη η ελπίς αυτών. Αλλ’ ο Κύριος μετά την ανάστασιν ενεφανίσθη εις αυτούς, και ανεγνώρισαν Αυτόν και εχάρησαν. Ούτω και νυν ο Κύριος εμφανίζεται εις τας ψυχάς ημών, και η ψυχή αναγνωρίζει Αυτόν δια Πνεύματος Αγίου.