Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Ἡ Ξηρανθεῖσα Συκιὰ (Μεγάλη Δευτέρα)

Ἐπείγεται λοιπὸν πρὸς τὸ πάθος καὶ βιάζεται νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου, τὸ σωτήριο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Ἔρχεται πεινασμένος γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας καὶ δὲν βρίσκει σ᾽ αὐτὴν καρπό. Γιατί αὐτὴν ὑπαινίσσεται μεταφορικὰ ἡ συκιά. Ποιός δηλαδὴ τρώει τὸ πρωί;

Ὁ βασιλιᾶς, ὁ Κύριος, ὁ Δάσκαλος. Νιώθοντας πεῖνα πρωί-πρωί, δὲν ἐμποδίζει τὴν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ. Δὲν συγκρατεῖ τὴν φύση Του ἀλλά, σὰν κάποιος ἀκρατὴς κι ἀκόλαστος, ὁρμᾶ ἀνόητα στὸ φαγητό, σὲ ἀκατάλληλη ὥρα.

Πῶς τότε παιδαγωγεῖ τοὺς μαθητές Του νὰ μὴν τοὺς νικᾶ τὸ πάθος τῆς ἐπιθυμίας; Δὲν εἶναι ἔτσι τὸ πρᾶγμα. Ἄλλα ὅπως μιλοῦσε διδάσκοντας μὲ παραβολικοὺς λόγους, ἔτσι ἐκτελεῖ καὶ τὶς παραβολὲς μὲ ἔργο. Πλησίασε στὴ συκιὰ πεινῶντας (Μάτθ. 11, 19). Ἡ συκιὰ ὑποδήλωνε τὴν φύση τῆς ἀνθρωπότητας.

Ὁ καρπὸς τῆς συκιᾶς εἶναι γλυκός, τὰ φύλλα της τραχιὰ κι ἄχρηστα κι ἕτοιμα γιὰ τὴν φωτιά. Ἀλλὰ καὶ ἡ φύση τῆς ἀνθρωπότητας εἶχε γλυκύτατο τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς, ἔχοντας ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν καρποφορεῖ, ἐξ αἰτίας ὅμως τῆς ἀκαρπίας της στὴν ἀρετὴ ἔβγαλε τὰ τραχιὰ φύλλα.

Πράγματι, τί ὑπάρχει τραχύτερο ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες (Γέν. 2, 25); Ἦταν κάποτε γυμνοὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα καὶ δὲν ἔνιωθαν ντροπή. Γυμνοὶ στὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀπέριττη ζωή τους. Οὔτε τέχνη εἶχαν οὔτε βιοτικὲς μέριμνες. Δὲν ἐπινοοῦσαν τρόπους, πῶς νὰ σκεπάσουν τὴν γύμνια τοῦ σώματός τους.

Δὲν ντρέπονταν γιὰ τὴν ἀκτημοσύνη τους οὔτε γιὰ τὴν λιτότητα τῆς ζωῆς τους ἀλλά, ἂν καὶ ἦταν γυμνοὶ στὸ σῶμα, τοὺς σκέπαζε ἡ Θεία Χάρη. Δὲν εἶχαν σωματικὸ φόρεμα ἀλλὰ φοροῦσαν ἔνδυμα ἀφθαρσίας. Ὅταν ὅμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὴν Χάρη ποὺ τοὺς σκέπαζε.

Ἀπογυμνώθηκαν ἀπὸ τὴν ἔκστασή τους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν θεωρία Του. Εἶδαν τὴν γύμνωση τοῦ σώματός τους (Γέν. 3, 7). Πόθησαν τὰ εὐχάριστα τῆς ζωῆς. Βρέθηκαν μέσα στὴν φτωχικὴ καὶ στερημένη ζωή.

Ἔρραψαν φόρεμα ἀπὸ φύλλα συκιᾶς κι ἔκαναν περιζώματα, ἔκαναν πολλοὺς λογισμοὺς καὶ βρῆκαν τὴν τραχιὰ καὶ γεμάτη μέριμνες καὶ πόνους ζωή. «Μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ φᾶς τὸ ψωμί σου. Καταραμένη θὰ εἶναι γιὰ τὰ ἔργα σου ἡ γῆ, θὰ βγάλει γιὰ σένα ἀγκάθια καὶ τριβόλια καὶ θὰ καταλήξεις στὴν γῆ» (Γέν. 3, 17, 19).

Ἀπόχτησες γήινα φρονήματα, γι᾽ αὐτὸ ἡ στροφή σου θὰ γίνει πρὸς τὴν γῆ. Ἔγινες ἕνα μὲ τὰ ἄλογα ζῶα, ἀφοῦ δὲν κατάλαβες, ὅτι εἶχες τιμητικὴ θέση (Ψάλμ. 48, 13). Ἤσουν στοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν κατάλαβες τὴν καρποφόρο ἀρετή. Προτίμησες τὴν ἀπόλαυση τῶν γήινων κι ἀγάπησες τὴν ζωὴ τῶν ἀλόγων ζώων. Εἶσαι γῆ καὶ θὰ καταλήξεις στὴν γῆ. Θὰ κληρονομήσεις τὸν θάνατο, ὅπως τὰ ἄλογα ζῶα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ φοράει καὶ τοὺς δερμάτινους χιτῶνες (Γέν. 3, 21).

Ὄντας μὲ τὸ σῶμα του ἀνάμεσα στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο – ἐνῶ πρῶτα ζοῦσε στὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς καὶ κατοικοῦσε σὲ βασιλικὰ διαμερίσματα – ἀπόκτησε ἔπειτα θνητὸ καὶ παχὺ σῶμα, ἱκανὸ νὰ ἀντέχει στοὺς κόπους. Εἶναι ἀληθινὰ τραχιὰ τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς τῆς φύσης μας, τῆς ἀπειθάρχητης κακίας τῆς φύσεώς μας.

Σ᾽ αὐτὴ τὴν συκιά, τὴν φύση δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπότητας, πῆγε ὁ Σωτῆρας πεινῶντας καὶ ζητῶντας ἀπὸ αὐτὴν τὸν γλυκύτατο καρπό, δηλαδὴ τὴν γλυκύτατη γιὰ τὸν Θεὸ ἀρετή, μὲ τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ τὴν σωτηρία μας. Καὶ δὲν βρῆκε καρπό, παρὰ φύλλα μονάχα, τὴν τραχιὰ καὶ πικρὴ ἁμαρτία καὶ ὅ,τι κακὸ φυτρώνει ἀπὸ αὐτήν.

Γι᾽ αὐτὸ καὶ τῆς λέει ἐπιτιμητικά: «Ποτὲ πιὰ δὲν θὰ δώσεις καρποὺς» (Μάτθ. 11, 19). Γιατί ἡ σωτηρία δὲν προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρετὴ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπινη δύναμη. Ἐγὼ θὰ φέρω τὴν σωτηρία σας καὶ μὲ τὸ πάθος μου θὰ σᾶς χαρίσω τὴν ἀνάσταση. Θὰ σᾶς χαρίσω ἐπιπλέον καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν πολὺ σκληρὴ αὐτὴ ζωὴ ποὺ τώρα ζεῖτε.

Αὐτὰ εἶπε καὶ βέβαια, ὅπως τὰ εἶπε, τὰ πραγματοποίησε.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ὁμιλία  στήν ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΑ.