Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Ιστορικά του 1821.

 

Μπορεί να είναι εικόνα 5 άτομα
Όταν ο Μάρκος Μπότσαρης πήγαινε στη μάχη του Καρπενησίου, όπου και φονεύθηκε, πέρασε από το μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας.
Μπήκε στο Καθολικό της Μονής, προσκύνησε την θαυματουργή εικόνα της και βγαίνοντας τράβηξε το πουγγί του, το έδωσε σε έναν καλόγερο και του είπε:
«Πάρ΄ το να μοιράσεις τα γρόσια που έχει μέσα για την ψυχή του Μάρκου Μπότσαρη».
Ο καλόγερος, που ποτέ δεν είχε δει τον ήρωα και δεν τον γνώρισε, τον ρώτησε παραξενεμένος:
«Τι; Πέθανε ο Μάρκος;»
και ο Μπότσαρης προχώρησε προς το άλογό του λέγοντάς του:
« Όχι, αλλά πηγαίνει για να πεθάνει».
* * *
Ξαφνικά έρχεται η είδηση στη Δέσπω την Τζαβέλα ότι σκοτώθηκαν οι γιοι της. Οι Σουλιώτισσες αρχίζουν το κλάμα, το ξεφωνητό και τα μαλλιοτραβήγματα. Ξαφνικά η Δέσπω τινάχτηκε ορθή, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: “Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί”.
Από σεβασμό σηκωθήκανε οι άλλες κι αρχίσανε τη δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει πως είναι ψέματα, δεν σκοτώθηκα μόνο ο ένας τραυματίστηκε λίγο. Τότε η Δέσπω είπε: Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μου τους φύλαξες, μα εγώ ξεγραμμένους τους έχω...
* * *
Ο εθνικός ποιητής Σολωμός ζούσε στ' Ακρωτήρι της Ζάκυθος με τον πιστό του υπηρέτη Λάμπρο, στο σπίτι του Στράνη. Ο υπηρέτης αργότερα διηγώταν:
- «Ενα μεσημέρι (1825) ακούμε κανονιές, και το αφεντικό εβγήκε έξω από την κάμαρά του και στάθηκε στο λόφο. Επειτα ανασηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό εφώναξε δυνατά, μα πολύ δυνατά:
- "Βάστα καϊμένο Μισολόγγι βάστα!".
Και έκλαιγε σαν το παιδί».
«Ενα άλλο βράδυ μ' αστροφεγγιά, ήτανε καθισμένος στη ρίζα μιας ελιάς και έπειτα από πολλή σιωπή είπε στον υπηρέτη του:
- Λάμπρο, τι να γίνουνται εκεί κάτου τώρα τ' αδέρφια μας; Κι' άρχισε να κλαίη πάλι».
Το δεύτερο:
«Αλλη φορά παράγγειλε να δοθή το φαΐ του στους χωριάτες λέγοντας:
- "Ετούτην την ώρα, Λάμπρο, πόσοι από τους αδελφούς μας εις το Μισολόγγι πεινάνε... Δεν θέλω περιστέρια!".
Κι' ο ποιητής έφαγε ψωμί κι' ελιές μονάχα».
* * *
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης λέγεται ότι χτυπήθηκε απο φιλικό χέρι χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί οτι είδε ποιός τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστομου Καραϊσκάκη ήταν: "αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτσο "
Κάποτε στα χρόνια του εμφυλίου τον πέρασαν απο δίκη:
...και όταν εκείνος αρματωμένος παρουσιάστηκε μπροστά τους για να δικαστεί τους είπε: «Γιατί μωρέ με φέρατε εδώ; Ποιο παράνομο έκανα;» Εκείνοι κίτρινοι από ντροπή σαν είδαν την περήφανε ια του, δειλά του είπαν: «Για τη γλώσσα σου θα σε δικάσουμε Καραϊσκάκη». Τότε εκείνος απήντησε: «Φτου σας μωρέ, γιατί αν με δικάσετε για τη γλώσσα μου, εφτά ζωές να είχα, δεν θα τη γλύτωνα. Το έχω χούϊ μωρέ. Δεν είμαι όμως κακός Έλληνας εγώ».
Τότε ένας δικαστής του είπε: «Καραϊσκάκη σου είπαμε να το κόψεις αυτό το χούϊ».
Και ο Καραϊσκάκης απάντησε: «Κυρ - Πάνο είσαι περίπου 70 χρονών. Σου έχω πεί πολλές φορές να κόψεις το χούϊ που έχεις να γκαστρώνεις τις τσούπρες. Εσύ όμως δεν τόκοψες». Και συνέχισε: «Εσείς μωρέ δεν βλέπετε τις προστυχιές που κάνετε με τους αγάδες και τους μπέηδες;» Έκανε μεταβολή και έφυγε.
Η δίκη γελοιοποιήθηκε αλλά απόφαση έβγαλε. Να πως αναφέρεται στα Ελληνικά Χρονικά. (Είχαν βάλει την χερούκλα τους ο Μαυροκορδάτος και ο Γιαννης ο Ράγκος) .
«ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος από τον Ομέρ πασάν εζήτησε μπουγιουρντί δια να γίνει καπετάνιος των Αγράφων. υπόσχετο εις τον εχθρόν να πιάσει την Τατάραιναν (το μοναστήρι της Τατάρνας) με χιλίους στρατιώτας και ευμβούλευε να έβγη ο αποστάτης Βαρνακιώτης μαζί με χιλίους εις το Ξηρόμερον; «υπέσχετο εις τον εχθρόν να τραβήξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδος.»
για να απαντήσει με επιστολή ο Καραϊσκάκης κάνοντας τους και πλάκα απο πάνω.
«έμένα η κακή τύχη μου και αρρώστησα οπίσω. Δεν ηξεύρω κιόλα από τα κρύα τα πολλά ήταν ή από τους αφορισμούς όπου μου εκάμετε, και σας παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλεί και μια ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως..»
Λόγια του
-Ήταν στα 1823. Ύστερα απ τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ήρωα Μάρκο Μπότσαρη στο Μοναστήρι. Ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος στο Μοναστήρι, σηκώθηκε απ το κρεβάτι του και ασπάστηκε το νεκρό με τούτα τα λόγια.:
«Άμποτε, Μάρκο ήρωά μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο».
Και ύστερα συμπλήρωσε μπρος στο νεκρό ήρωα:
«Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκηα σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δέ φτάνουμε εμείς»
-Στη διάρκεια μιας εκστρατείας που έκανε ο Καραϊσκάκης στη Ρούμελη το 1826 πιάνει χιονοθύελλα και οι στρατιώτες του έρχονται σε δύσκολη θέση από τρόφιμα. Τα παλικάρια αρχίζουν να διαμαρτύρονται στον αρχηγό τους και εκείνος, που συχνά έκανε αστεία, για να τους ξεγελάσει τους φωνάζει:
"Σφίξτε ορέ εσείς το ζωνάρι σας και βαρείτε την κοιλιά σας".
Γέλασαν οι Έλληνες πολεμιστές στο αστείο του Καραϊσκάκη και ξεχνώντας τη πείνα τους άρχισαν όλοι να φωνάζουν:
«Βαρούμε τη κοιλιά Καραϊσκάκη, βαρούμε τη κοιλιά Καραϊσκάκη»
-Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ' τη φυματίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά.
"Τι να δώσω ορέ!... Δεν έχω τίποτε άλλο απ' το μουλάρι μου και το τάζω," είπε χαμογελώντας πικραμένα. Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ' την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι όπως' πάντα είπε τ' αστείο του:
«Που νά' ξερα εγώ Παναγιά μ' πως ήθελες του μπλάρι μ' για να με γιάν'ς τόσο καιρό».
-"Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο".
Αυτός ο άνθρωπος ήταν μοναδικός ο Μακρυγιάννης τον περιγράφει τέλεια νομίζω.
"'Οταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς.
* * *
Ο Κολοκοτρώνης καταλάβαινε πως πλησίαζε το τέλος της ζωής του και συχνά το μαρτυρούσε αυτό. Την τελευταία Αγία Τεσσαρακοστή λίγους μήνες πριν πεθάνει, θα καβαλήσει το άλογο του και θα επισκεφτεί τον αγαπημένο του Μωριά για να τον αποχαιρετήσει. Ήθελε να συγχωρέσει και να συγχωρεθεί από τους ανθρώπους που τον έβλαψαν και άλλου έβλαψε ο ίδιος. Παντού από όπου περνούσε δεχόταν θαυμασμό και αγάπη, τον χαιρετούσαν τα βουνά όπου κρυβόταν και τον καλωσόριζαν οι κάμποι.Συγχώρεσε ακόμα και τον υπουργό Δικαιοσύνης τον Σχοινά, ο οποίος ειχε μεθοδεύσει την καταδίκη του.Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, η μόνη εκκρεμότητα που του απόμενε ήταν να παντρέψει το γυιό του Κολίνο.
Τον είχε σπουδάσει και τον προόριζε για την πολιτική και τον πάντρεψε με την πλούσια εγγονή του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας πρίγκιπα Καρατζά. Στο γάμο που ήταν ένα από τα «κοσμικότερα» γεγονότα της εποχής, παραβρέθηκε ολόκληρη η Αθηναϊκή κοινωνία, ενώ ο Όθων πρόσταξε τη στρατιωτική μουσική να πάει στο σπίτι του Κολοκοτρώνη και να παίζει όλη την ημέρα.
Στις 3 Φεβρουαρίου δύο ημέρες μετά τον γάμο του γυιού του, στο παλάτι δόθηκε ένας μεγάλος χορός, όπου από τους πρώτους καλεσμένους ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Θυμήθηκε τα νιάτα του. Χόρεψε συρτό, τσάμικο και ήπιε παραπάνω.
Το υπουργικό συμβούλιο έκανε το πρόγραμμα της κηδείας και κήρυξε τριήμερο πένθος. Του φόρεσαν τη στολή του στρατηγού, του έζωσαν το σπαθί που είχε όταν πρωτοξεκίνησε ο αγώνας, του φόρεσαν τσαρούχια και τον τοποθέτησαν στο φέρετρο.
Κάτω στα πόδια του έβαλαν μια τούρκικη σημαία με το μισοφέγγαρο για να «πατάει για πάντα την Τουρκιά». Δεξιά και αριστερά του την περικεφαλαία, τον θώρακα του και τον σκέπασαν με τη Γαλανόλευκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: