…[Το 1918] και ενώ η Ρωσική Εκκλησία βάδιζε την οδό του μαρτυρίου, ο π. Πέτρος χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη Τύχωνα επίσκοπος Μπαλάχνα, κατά την εορτή της Υπαπαντής. Τοποθετήθηκε ως βοηθός επίσκοπος στην επαρχία Νίζεγκοροντ, την οποία διοικούσε ο αρχιεπίσκοπος Ευδόκιμος (Μεστσέρσκι).
Ο νέος επίσκοπος εγκαταστάθηκε στη Μονή των Σπηλαίων του Νίζνι Νόβγκοροντ, πού βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Βόλγα. ….
Ο κλήρος και ο πιστός λαός αγάπησαν πολύ τον επίσκοπο για την πίστη του, την απλότητά του, την εργατικότητα του, την ταπεινοφροσύνη του, την καταδεκτικότητά του, τη φιλανθρωπία του. Η δημοτικότητά του, πού συνεχώς αυξανόταν, προκάλεσε τη δυσφορία του προϊσταμένου του αρχιεπισκόπου Ευδόκιμου, ο όποιος άρχισε να τον φθονεί. Ο φθόνος του μέ τον καιρό εξελίχθηκε σε αληθινό μίσος, πού δεν μπορούσε να το κρύψει.Ο επίσκοπος Πέτρος, πολύ λυπημένος για την ψυχική κατάσταση του αρχιεπισκόπου, αναζητούσε κάποιαν ευκαιρία για να τού δείξει μέ τρόπο χριστομίμητο πόσο τον τιμούσε και τον σεβόταν.
Την Κυριακή της Τυρινής τού 1920 ο αρχιεπίσκοπος λειτούργησε στο Νίζνι Νόβγκοροντ και ο επίσκοπος στο Σόρμοβο. Ο δεύτερος, επιστρέφοντας στη Μονή τών Σπηλαίων, πέρασε από το Μετόχι της Μονής τού Ντιβέγεβο, όπου έμενε ο άρχιεπίσκοπος, για να τού βάλει μετάνοια και να τού ζητήσει συγχώρηση, όπως πάντοτε πριν από την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μπαίνοντας στο δωμάτιό του, αφού πρώτα στράφηκε στις εικόνες και σταυροκοπήθηκε, τού έβαλε στρωτή μετάνοια. Όταν σηκώθηκε, τού απεύθυνε τον λειτουργικό χαιρετισμό της αγάπης:
– «Ο Χριστός εν τω μέσω ημών!».
Ο αρχιεπίσκοπος, αντί ν’ αποκριθεί μέ το συνηθισμένο «Και έστι και έσται», τού είπε με στυφότητα:
– «Και ουκ έστι και ουκ έσται!».
Δίχως να μιλήσει ο επίσκοπος Πέτρος, γύρισε και βγήκε.
Αργότερα ο αρχιεπίσκοπος Ευδόκιμος αποκόπηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία και εντάθηκε στη σχισματική «Ζωντανή Εκκλησία».
***
Την άνοιξη του 1922 η συμφορά του λιμού , πού μάστιζε ολοκληρη τη Ρωσία, έπληξε ιδιαίτερα το Νίζνι Ποβόλζιε, έδρα της επαρχίας Τβέρ. Ο επίσκοπος Πέτρος, χωρίς να περιμένει ούτε την άδεια της σοβιετικής εξουσίας ούτε τις εντολές των εκκλησιαστικών αρχών, αποφάσισε να συμπαρασταθεί μέ κάθε δυνατό τρόπο στούς πεινασμένους κατοίκους, καθώς μάλιστα ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (Αλεξάντρωφ) απουσίαζε τότε από την πόλη. Κάλεσε σε σύσκεψη τούς αρχιερατικούς επιτρόπους και αποφάσισαν να διενεργήσουν έρανο για την αγορά τροφίμων. Ζήτησαν, επίσης, από τις ηγουμένισσες των γυναικείων μονών της επαρχίας να αναλάβουν τη φιλοξενία και διατροφή πεινασμένων παιδιών.
Στις 31 Μαρτίου του 1922 ο ιεράρχης έστειλε εγκύκλιο σ’ όλες τις ενορίες και τις μονές της επαρχίας, μέ την οποία γνωστοποιούσε ότι στη δύσκολη εκείνη περίσταση θα τελούσε καθημερινά όλες τις ακολουθίες ως απλός Ιερέας και θα έδινε, παραδειγματίζοντας όλους τούς πιστούς, το καθημερινό του ψωμί σε πεινασμένους ανθρώπους. Πράγματι, κάθε μέρα τελούσετις ακολουθίες και διάφορα μυστήρια από τις 9 το πρωί ως τις 4 το απόγευμα και καλούσε με κηρύγματα τούς χριστιανούς να βοηθούν τούς συνανθρώπους τους. Το ψωμί πού έπαιρνε με το δελτίο, μόλις 100 γραμμάρια, το έδινε πάντοτε σε άλλους πεινασμένους, μένοντας ο ίδιος νηστικός. Κάπου-κάπου κάποιος πιστός, βλέποντας την αυτοθυσία και τη στέρηση τού επισκόπου, έκοβε από το δικό του μερίδιο το μισό και τού το έδινε. Εκείνος τότε δεν το αρνιόταν. Το έπαιρνε ευχαριστώντας και χαμογελώντας μέ ευγνωμοσύνη.
***,
Όταν αποφάσισε να ανταλλάξει μερικά πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα με τρόφιμα για τους πεινασμένους, κάποιοι τον επέκριναν. Αλλά εκείνος τους είπε:
– Στην εκκλησία τα αντικείμενα αυτά απλώς υπάρχουν, μένοντας αναξιοποίητα. Και από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Είναι, λοιπόν, περιττά- δεν μας χρειάζονται.
Σ’ ένα από τα κηρύγματά του διηγήθηκε το ακόλουθο συγκινητικό και διδακτικό γεγονός:
– Από την πείνα πέθανε ο πατέρας ενός παιδιού. Λίγο αργότερα πέθανε και η μητέρα του. Καθώς οι γείτονες μετέφεραν τη νεκρή στο κοιμητήριο, το παιδί συντετριμμένο βάδιζε πίσω από το φέρετρο. Μετά την ταφή, όλοι έφυγαν. Μόνο το παιδί κάθισε πάνω στον τάφο και άρχισε να κλαίει γοερά. Ανάμεσα στ’ αναφιλητά του, Απευθύνθηκε μέ παράπονο στον Θεό, λέγοντας: “Κύριε, Κύριε! Η μητέρα μου, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε ότι θα έρθεις Εσύ να με βοηθήσεις. Αλλά δεν έρχεσαι. Γιατί; Σε περιμένω… Σε περιμένω… και δεν έρχεσαι!”. “Ύστερα, καθώς τα δάκρυά του πότιζαν το χώμα του μνήματος, στράφηκε στη μητέρα του σαν να ήταν ζωντανή. “Μαμά”, της είπε, “μ’ ακούς; Ο Κύριος δεν έρχεται!”. ’Έτσι κλαίγοντας και μονολογώντας, Αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μ’ ένα ελαφρό σκούντημα. Άνοιξε τά μάτια του και είδε ένα καλοσυνάτο πρόσωπο να τον κοιτάζει. “Γιατί κοιμάσαι εδώ;”, ρώτησε το παιδί ο άγνωστος. Εκείνο, κλαίγοντας πάλι, του διηγήθηκε τί είχε συμβεί. “Ώστε έτσι!”, είπε ο περαστικός. “Μάθε, λοιπόν, ότι ο Κύριος με έστειλε να σε συναντήσω”. Πήρε το παιδί στο σπίτι του και το ανέθρεψε σαν δικό του… Βλέπετε πώς πρέπει να επικαλούμαστε τον Κύριο και πώς η παιδική προσευχή φτάνει ως τον ουρανό;
Από το Σολοφκί, παρ’ όλες τις τρομερές συνθήκες, έβρισκε το κουράγιο να γράφει στο ποίμνιό του γενικά και σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Οι επιστολές του αυτές αποκαλύπτουν την πνευματική χάρη και ομορφιά της αγίας του ψυχής:
7 Αυγούστου 1927
… Εύχομαι ο Κύριος να σας φυλάει και να σας χαρίζει ειρήνη, υγεία και ευτυχία όλους σας θυμάμαι με Αγάπη, όλους σας ευλογώ, για όλους προσεύχομαι και σε όλους βάζω μετάνοια. Με το έλεος του Θεού είμαι προς το παρόν ζωντανός, υγιής και ευτυχής. Υπηρετώ ως φύλακας μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Κούρσκ. Δόξα τω Θεώ! Για όλα ευχαριστώ τον Κύριο. Όποιος θέλει μπορεί να μου γράψει. Μην παραλείπετε να προσεύχεσθε για τον αμαρτωλό αρχιεπίσκοπο Πέτρο….
19 Σεπτεμβρίου 1927 …
Ζω με τις αναμνήσεις, διατηρώντας στην καρδιά μου το ποίμνιό μου, για το οποίο προσεύχομαι και το οποίο ευλογώ. Δοξάζω τον Θεό για όλα όσα μου στέλνει. Με τις προσευχές σας έχω καλή υγεία και πνευματική διαύγεια. Ο Κύριος να σας ευλογεί και να σας ευεργετεί όλους.
Ο αμαρτωλός αρχιεπίσκοπος Πέτρος
... Πλησιάζουν, αγαπητή εν Κυρίω Α.Λ., οι εορτές των Χριστουγέννων, της Περιτομής και της Βαπτίσεως του Χριστού. Εύχομαι ο Κύριος να σας δώσει κάθε ευλογία και, το σημαντικότερο απ’ όλα, τη σωτηρία της ψυχής σας. Αν υπάρξει σωτηρία, θα υπάρξουν τα πάντα. Φτάνει μόνο ν΄ αγαπήσετε τον Χριστό. Γί΄ αυτόν ν΄ αναπνέετε, γί΄ Αυτόν να ζείτε Αυτόν να σκέφτεστε, σ΄ Αυτόν να στρέφεστε, γί΄ Αυτόν να μιλάτε. Να διαβάζετε και να εφαρμόζετε τα λόγια Του που περιέχονται στο Ευαγγέλιο. Αν αγαπήσετε τον Χριστό, όλοι θα νιώθουν κοντά σας ζεστασιά, χαρά και γαλήνη. Ευχηθείτε να συμβεί αυτό και σ εμένα. Ευχαριστώ εσάς και όλους όσοι, αφότου αποχωριστήκαμε, με θυμούνται στις προσευχές τους. Ό χρόνος και η απόσταση κάθε άλλο παρά ψύχραναν την αγάπη μου για σάς. Απεναντίας, μάλιστα, τώρα σας αγαπώ όλους ακόμα περισσότερο και εύχομαι να σας δίνει ο Κύριος υγεία, ευτυχία και κάθε καλό, με τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας Του και των αγίων ιεραρχών μας Μητροφάνους και Τύχωνος. Η ειρήνη και η ευλογία του Θεού σε όλους.
Ο αμαρτωλός αρχιεπίσκοπος Πέτρος
Τον Ιανουάριο τού 1929 ο αρχιεπίσκοπος Πέτρος προσβλήθηκε από τον τύφο και μεταφέρθηκε σε μια σκηνή τού νοσοκομείου. Λίγες μέρες πριν αποβιώσει, στις 2 Φεβρουάριου του 1929, έγραφε στο τελευταίο του γράμμα:
… Με την ευκαιρία της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου απευθύνω σ’ εσάς, πάτερ Μητροφάνη, και σε όλους ευχές για υγεία, σωτηρία και κάθε θεία ευλογία. Σήμερα συμπληρώνονται: δέκα χρόνια από την επισκοπική χειροτονία μου. Σας παρακαλώ να προσευχηθείτε ιδιαίτερα για μένα αυτή την ημέρα. Παρακαλέστε τον Κύριο να με ελεήσει, ώστε να διακονήσω την άγια Εκκλησία Του ως το τέλος με υπομονή και υποταγή στο θέλημά Του, σηκώνοντας όλες τις θλίψεις και όλους τους κατατρεγμούς χωρίς βαρυγκώμια, μέ ταπείνωση και Αγάπη προς τον πλησίον…
4 η ώρα το πρωί της 7ης Φεβρουάριου ο ιεράρχης άκουσε έναν θόρυβο σαν από φτερούγισμα πολλών πουλιών. Άνοιξε τα μάτια του και είδε την αγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα να μπαίνει στη σκηνή μαζί μέ άλλες παρθένες, ανάμεσα στις οποίες ξεχώρισε τις ένδοξες παρθενομάρτυρες Ανυσία και Ειρήνη. Η αγία Βαρβάρα τον πλησίασε και του πρόσφερε τα άχραντα Μυστήρια του Χριστού.
Η μοναχή Αρσενία, πού βρισκόταν τότε στη φυλακή του Άνζερ, φύλαγε τα πράγματα τού αρχιεπισκόπου. Η μοναχή αυτή πολλές φορές τού έστειλε το σάβανο, με το οποίο θα τον ενταφίαζαν μετά την κοίμησή του, αλλά εκείνος πάντοτε της το γύριζε. Στις 7 Φεβρουάριου, μολονότι την ειδοποίησαν ότι ο δεσπότης ήταν κάπως καλύτερα, του το ξαναέστειλε. “Όταν του το έδωσαν, είπε:
– Πάνω στην ώρα το έστειλε. Πριν μου το φορέσετε, πλύντε με με το σφουγγάρι.
Το ίδιο βράδυ, στις 7 η ώρα, ο αρχιεπίσκοπος Πέτρος άφησε την τελευταία του πνοή και εισήρθε στην ουράνια χορεία των αγίων ομολογητών. Λίγο πριν παραδώσει την ψυχή του στον Θεό, έγραψε μ’ ένα μολύβι στο πανί της σκηνής: «Δεν επιθυμώ να ζήσω άλλο. Ο Κύριος με καλεί κοντά Του».
Από το βιβλίο: π. Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), Άγιοι κατάδικοι. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ου αι., Ιερά Μονή Παρακλήτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου