Μόνη ήταν. Μόνη σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Πολλές φορές ο νους μου ακουμπάει πάνω της και μου φαίνεται πως την έχω μπροστά μου...
Ψηλή κι αδύνατη φιγούρα με ελαφρώς κυρτούς ώμους και μ ένα περπάτημα να λικνίζεται πέρα δώθε.
Σε σπηλιά έμενε.
Σε μια σπηλιά που σχημάτιζε ένας μεγάλος βράχος.
Σ ένα πέρασμα του δρόμου μέσα στο χωριό.
Σ ένα μαχαλά γεμάτο ζωή!
Την αγαπούσε το χωριό. Ήταν άκακος άνθρωπος!
Τα παιδιά όμως την κοροϊδεύανε και κείνη έκανε πως τα πετροβολούσε. Ποτέ όμως δεν πέταξε την πέτρα πάνω τους.
Άλλες φορές κουνούσε κάποιο ξύλο που κρατούσε στο χέρι της να τα φοβερίσει τάχα να μην την κοροϊδέψουν ξανά.
Γεμάτη παραξενιές ήταν.
Την μια σε φοβέριζε και την άλλη σε φώναζε να σε φιλέψει κάνα λουκούμι η καραμέλα που όλο και κάποιος της έχει δώσει.
Η σπηλιά της ήταν ακριβώς κάτω από το πέρασμα του δρόμου και είχε ένα άνοιγμα από πάνω.
Αυτό το άνοιγμα το έκλεινε με μια μεγάλη πέτρα και γύρω γύρω πολλές μικρότερες.
Τον χειμώνα τρέχανε νερά στη σπηλιά της και κείνη έβαζε μια κατσαρόλα να πέφτουν μέσα οι σταγόνες της βροχής.
Πολλές φορές οι χωριανοί της είπαν να πάει να ζήσει στα σπίτια τους μ αυτή δεν ήθελε. Ήταν περήφανος άνθρωπος.
Περήφανη και πολύ νοικοκυρά η Κωστάντω!
Η σπηλιά της πάντα καθαρή!
Πάντα τακτοποιημένη!
Το βιος της ήταν τρεις αλλαξιές ρούχα.
Δύο να τις αλλάζει και μια τρίτη η καλή της φορεσιά για τις γιορτινές μέρες!!
Τρία χοντρά ξύλα καρφωμένα στα τοιχώματα της σπηλιάς ήταν οι κρεμάστρες της.
Ένα κατσαρολάκι μικρό, ένα ταψάκι κι ένα τηγάνι που πάντα αστράφτανε από το πολύ τρίψιμο.
Δυο πιρούνια, δυο κουτάλια, μια κουτάλα ξύλινη και δυο πιάτα
κι ένα μπρίκι να ψήνει τον καφέ της.
Λίγα σκεπάσματα δυο τρία. Όσα της χρειαζόταν πάντα παστρικά!
Αυτό ήταν το βιος της!
Έκανε ένα κύκλο από πέτρες άναβε φωτιά και κει πάνω ακουμπούσε τα αγγειά της να μαγειρέψει.
Δεν ενοχλούσε ποτέ κανέναν ούτε έκανε επισκέψεις σε σπίτια.
Δεν ήθελε πολλά πολλά με τους κατοίκους του χωριού που πάντα της δίνανε από το βρισκούμενό τους..
Εκείνη έλεγε, έχω! Άλλη φορά.
Όταν όμως μάθαινε πως κάποιος αρρώστησε, πάντα χτυπούσε την πόρτα κι έλεγε θέλετε κάτι;
Να κάνω κάτι εγώ για σας;
Κάθε Σάββατο το βράδυ αφού έπεφτε το σκοτάδι η Κωστάντω έπλενε το σώμα της.
Νύχτα. Να μην την δει κανείς.
Έκλεινε το άνοιγμα της σπηλιάς με μια παλιά κουβέρτα και πλενόταν.
Κάθε πρωί μοσχοβολούσε το πέρασμα της σπηλιάς από το μοσχοσάπουνο!!
Έπινε τον καφέ της και έπαιρνε τους δρόμους να μαζέψει ξυλαράκια μικρά και μεγάλα.
Έχτιζε την θημωνιά της για ώρα ανάγκης.
Έκανε την βόλτα της στο μαχαλά, μάθαινε τα νέα και γύριζε στο παλατάκι της!
Έτσι ονόμαζε την σπηλιά της!
Όλα τα έχω έλεγε! Όλα!
Ήταν όμορφη στα νιάτα της!
Όμορφη και προκομμένη!
Ερωτεύτηκε όμως. Πολύ! Ερωτεύτηκε κι αγάπησε έναν άντρα που έφυγε από την ζωή.
Τον χτύπησε λένε κεραυνός και από τότε η Κωστάντω κάτι έπαθε...
Κάποιες νύχτες γέμιζε η σπηλιά από λυγμούς και ήχους από τον αμανέ της.
Ήταν οι νύχτες εκείνες που η ψυχούλα της θρηνούσε τον έρωτά της που έχασε τόσο νωρίς.
Ήταν οι νύχτες που σώπαινε ο γκιώνης να την ακούσει.
Κι όταν ο αμανές τελείωνε στον απόηχό του άρχιζε το μοιρολόι ο γκιώνης.
Ήταν οι νύχτες που αλάφρωνε τον πόνο της.
Οι νύχτες που αγκαλιάζανε τον πόνο της και πλέκανε τον μύθο κάτω από το φως τους φεγγαριού.
Οι νύχτες που η Κωστάντω έχυνε τα δάκρυά της στο χώμα της σπηλιάς της.
Νύχτες που η σπηλιά γινόταν θεατής για μια φορά ακόμα στον θρήνο μια ερωτευμένης γυναίκας.
Και κείνη ήταν νέα κάποτε. Και κείνη πέρασε από τα περιβόλια της άνοιξης! Και κείνη τραγούδησε στα μπαλκόνια του έρωτα!
Τώρα όμως τα τραγούδια της είναι αμανέδες γεμάτοι πόνο μέσα σε μια σπηλιά.
Ποτέ δεν μίλαγε για τα προσωπικά της. Κανείς δεν ήξερε για κείνη κάτι. Στο χωριό πήγε γύρω στα τριάντα της. Για την ζωή της κανείς δεν ήξερε τίποτα. Μόνο ό,τι η νύχτα πήγαινε στα αυτιά τους από τους αμανέδες της. Κι αν έκανε καμιά μικρή παύση να πάρει ανάσα να συνεχίσει, ο γκιώνης της κρατούσε τον ίσο ώσπου να ξαναρχίσει. Ακόμα και το φεγγάρι συμμετείχε τις νύχτες εκείνες που θρηνούσε τον έρωτά της. Έμενε ακίνητο πάνω από την τρύπα. Οι πέτρες είχαν μετακινηθεί από τον αμανέ της και κείνο έριχνε το φως του μέσα στην σπηλιά να τρεμοσβήνει πάνω στα δακρυσμένα τσίνορά της.
Ήταν και κείνη κάποτε νέα αλλά η μοίρα της, θέλησε να την γεράσει νωρίς. Λες και δεν της άξιζε λίγη ευτυχία. Λες και γεννήθηκε με πλάτες κυρτές και το παράπονο στην ψυχή της. Εκείνο το παράπονο που το ξέρανε οι νύχτες, ο γκιώνης, το φεγγάρι, η σπηλιά και ψυχούλα της.
Κωστάντω την λέγανε και είχε έναν έρωτα κάποτε..
Έναν έρωτα που δεν τον ξέχασε ποτέ. Και κάποιες νύχτες ο αμανές της έφτανε μέχρι την πόρτα του παραδείσου κι ο έρωτάς της δάκρυζε σαν αναγνώριζε την φωνή της.
Κωστάντω την λέγανε! Είχε και κείνη έναν έρωτα κάποτε. Τώρα έχει το αγκάθι της μοναξιάς της.
Ένα αγκάθι να της ματώνει την ψυχή της. Μια καρδιά ραγισμένη από την μοίρα της και έναν αμανέ..
Έναν αμανέ να φτάνει μέχρι την πόρτα του παραδείσου. Μόνο που αυτή δεν έμαθε ποτέ πως κάποιο δάκρυ εκεί πάνω ψιθυρίζει το όνομά της. Κωστάντω την λέγανε...
Ελευθερία Λάππα
1 σχόλιο:
... ὑπήρξαμε στʹ ἀλήθεια νέοι κάποτε... ;
ἐντάξει, σίγουρα δὲν πέσαμε ἀπʹ τα σύννεφα
καὶ δὲν ἐμφανιστήκαμε
ἔτσι στὰ ξαφνικά καὶ... κάπως μαγικά
ἀλλά, εἶναι μιά κάποια ἐποχή, κάποια περίοδος τῆν νιότης,
ποὺ... γεννημένοι, μέσα σʹ αὐτὴν τὴν βαρβαρότητα ἀπό βελούδο, ποὺ μᾶς μάγεψε
καὶ ἔκλεψε τὸ σφρῖγος μας,
(ἀφοῦ ἔτσι κερδίζει τά μετάξια της τὰ πλούτη καὶ τὴν δύναμή της)
ἔχοντας κάπως μετανοιώσει με εἰλικρίνεια... μετά... (μετά... μὲ νοῦ... )
ὅλα αὐτά, σὰν νὰ σβηστήκαν μὲ τὴν γομολάστιχα
καὶ μόνο μιά... ψιλούτσικη, μιά λεπτεπίλεπτη ἀνάμνηση,
ἕνα ἀνεπαίσθητο ἴχνος τῆς μνήμης μόνο παραμένει
ποὺ δὲν ἀφήνει
τὸν συναισθηματισμό νʹἀγκιστρωθεῖ ἐπάνω του
νὰ γίνει φόρτος
καὶ μιά ἀλύπητη θηλιά
ποὺ ὅλο καὶ πιό συχνά τὴν βλέπουμε νὰ πνίγει τοὺς ἀνθρώπους σὰν μιά λαιμαριά
ἀδυσώπητη
με ἀσήκωτα βαρίδια...
Δημοσίευση σχολίου