. . . . . . . . . . . . Ὑπάρχει ἕνας ἥλιος –αὐτὸς πού, σὰν ζυγώνει τὸ ἀπόβραδο, στὶς μύτες τῶν ποδιῶν γιὰ νὰ τὸν δεῖς σηκώνεσαι. Ἔχεις τελειώσει μὲ τὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ, χτενίζεις τὰ μαλλιά σου. Πρόποση ἀπαιτοῦν οἱ καλεσμένοι. Μὲ ναυαγοὺς καὶ μὲ διασῶστες πάντα τά ’βρισκες. Στὴ μοιρασιά, εἶχες τὴν τύχη μὲ τὸ μέρος σου. «Πρέπει νὰ ρίξω προσανάμματα», λὲς κι ἀποσύρεσαι. Ἕναν ἀθῶο πάντα ἐξορίζεις –θὰ ξεδιψάσει, σκέφτεσαι, μὲ τὴ βροχή. Μόλις τὸν δεῖς ἀπ’ τὰ νερὰ νὰ ἀνατέλλει, στὸν τελευταῖο στίχο, ἀγάπη ἐπικαλεῖσαι.
Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου