Ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος του Θεού
γεννήθηκε στη Χαλκίδα της Εύβοιας το 1878. Λαϊκός ονομαζόταν Ευάγγελος
Γεωργίου Ζαρκάδης. Νέος είδε σε όραμα την αγία μεγαλομάρτυρα Παρασκευή, η
οποία τον παρηγόρησε για κάποιο λυπηρό οικογενειακό περιστατικό και του
είπε ότι θα γίνει μοναχός.
Προσήλθε στην ιερά μονή Διονυσίου το
1903. Εκάρη μοναχός σε αυτή το 1906. Διακρίθηκε ως μοναχός με πολλή
ταπείνωση, θερμή πίστη και μακαρία απλότητα. Ως οικονόμος στο μετόχι της
μονής στα Μαριανά Χαλκιδικής δέχθηκε την επίσκεψη του Τιμίου Προδρόμου,
που του υπέδειξε τον τόπο πεσμένου ναού του, τον οποίο ο Βησσαρίων
ανήγειρε. Άλλοτε πάλι τη νύχτα της Αναστάσεως του Κυρίου, που ήταν
αναγκασμένος να μείνει στο μετόχι, άκουσε ουράνια μελωδία και αισθάνθηκε
άρρητη και ανείπωτη ευωδία. Έτσι ο Τίμιος Πρόδρομος πάλι τον
παρηγόρησε. Και άλλη φορά είδε τον Τίμιο Πρόδρομο και τον επετίμησε που
άφησε σβηστό το καντήλι του.
Ευρισκόμενος στα μετόχια της μονής
προαισθάνθηκε να πλησιάζει το τέλος του. Αποχαιρέτησε φίλους και
γνωστούς κι επέστρεψε στη μονή για να πεθάνει. Με χαρά έφθασε στη μονή.
Ευχαριστούσε θερμά τον Τίμιο Πρόδρομο που τον συνέδραμε και σε αυτή του
την επιθυμία, να τελειώσει δηλαδή τον βίο του στη μονή της μετάνοιας
του. Μετά την επιστροφή του έμεινε επί διήμερο, αφού αποχαιρέτησε όλους
τους πατέρες και συγχωρέθηκε μαζί τους. Ήταν γενναίος, αληθινός, τίμιος,
φιλότιμος και ατόφιος. Στα μετόχια κάποτε προκαλούσε άφοβα τους
Τούρκους να τον σκοτώσουν, για να συμπεριληφθεί στους μάρτυρες της
πίστεως. Απέβη όμως ένας καθημερινός μάρτυρας της συνειδήσεως.
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 24.8.1952.
Διήγηση του Γέροντα Βησσαριώνα
Μία ημέρα λοιπόν δύο χωριάτες ήλθαν στα παζάρια και ο ένας αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, επήγε εις την εκκλησία και επροσκύνησε. Άφησε δε εμπρός εις την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε να ανάψω ένα κερί.
Εγώ άναψα το κερί, είδα τα χρήματα, ήσαν αρκετά, δεν τα πήρα χρήματα, τ’ άφησα εμπρός στην εικόνα. Κατά το βράδυ, επήγα νανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα. Μα δεν ξέρεις πόση στενοχώρια μου ήλθε.
Ο πειρασμός με εσκλήρυνε και εμένα και, όπως κουβεντιάζουμεν μαζί, επήγα εμπρός στην εικόνα του Αγίου και του λέγω: Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
– Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ; Γιατί αφήνεις και σου παίρνουν τα χρήματα εμπρός από την Εικόνα σου; Ααα, δεν σου ανάβω το καντήλι.
Έτσι, γέρο-Λάζαρε, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι και έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου όμως η καρδιά μου κτυπούσε λιγάκι. Επήγα στον μύλο, ανέβηκα επάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος. Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Αγίου το είχα σβηστό, αλλά ο κοτσονούρης [ο διάβολος] δεν με άφηνε, πολύ με εσκλήρυνε. Έλεγα μέσα μου:
– Άϊ να δούμε τι θα γίνη. Δεν το ανάβω το καντήλι απόψε.
Εκοιμήθηκα λοιπόν, αδελφέ μου, με την σύγχυσιν όπου είχα, όμως επέμενα στην γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, το φεγγάρι σαν ήλιος και από το παράθυρο του κελλιού μου έμπαινε μέσα το φως.
Καθώς λοιπόν εκοιμόμουν μόνος μου -διότι άλλον συνοδεία τότε δεν είχα [βρισκόταν στο μετόχι της Μονής Διονυσίου στα Μαριανά Χαλκιδικής]- κατά τα μεσάνυκτα αισθάνομαι μία σκουντιά. Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις εμπόρεσα να του ειπώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου