Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Η Κιντομηνού

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Του Μηνά Αναστασάκη
 Η Κιντομηνού* ήταν η φτωχότερη γυναίκα του χωριού μας. Μια καμαρούλα είχε όλη κι όλη να πορευτεί. Εκεί ήταν η σάλα της, αυτή η κρεβατοκάμαρα, αυτή η κουζίνα της, εκεί και το μικρό πιθαράκι με τις δέκα οκάδες το λάδι της.
Μια πορτούλα κι ένα παραθυράκι μπροστά, και πίσω προς το ξένο χωράφι και το χαντάκι ήταν κι ένα παραθυράκι μικρό, να το ανοίγει το καλοκαίρι για λίγη δροσιά. Αυτό ήταν το σπίτι της.
Στον τοίχο έβλεπες μιαν εικόνα και παραδίπλα την ξεθωριασμένη φωτογραφία του άντρα της, μ’ ένα μεγάλο μουστάκι τσιγκελωτό, που χρόνια αμέτρητα είχε χαθεί ο άμοιρος σε άγνωστη ξενιτιά.
Όταν έχτιζαν την εκκλησία του Αγίου Νικόλα και πέρασε η ερανική επιτροπή έξω από το σπιτάκι της προσπερνώντας – τι να γυρέψουν από τη δύσμοιρη γυναίκα!-, εκείνη έτρεξε και τους πρόφθασε:
«-Έχω κι εγώ να δώσω κάτι για την Εκκλησιά, έχω!», τους λέει σχεδόν παρακαλεστικά που την προσπέρασαν.
Και έδωσε τη μια και μοναδική κοτούλα που είχε για να της κάνει κανένα αυγό. Την έβαλαν στο λότο –την «κότα της Κιντομηνούς»!– και τα λεφτά γιόμισαν ένα πανέρι ως πάνω…
Κατά τα Χριστούγεννα του έτους 1942 ο χειμώνας ήταν βαρύς. Αστροπελέκια και ανεμοβρόχι μεγάλο εμπόδισαν ακόμα και τον παπά να σημάνει στην ώρα τους τις καμπάνες της Γέννησης.
Και ξαφνικά, πριν ξημερώσει καλά, φωνές απελπισίας ακούστηκαν από την καμαρούλα της Κιντομηνούς: «Βοήθεια! βοήθεια!.. τρέχτε γειτόνοι να με γλιτώσετε! βοήθεια! θα πινηγώ (=θα πνιγώ) από τα νερά!»
Τι είχε συμβεί;
Το χαντάκι πίσω απ’ το σπιτάκι της είχε φράξει με κλαδιά, και το ποτάμι σπάζοντας το παραθυρόφυλλο όρμησε μέσα στην καμαρούλα της. Μέχρι η γυναίκα ν’ ανοίξει την πόρτα να φεύγουν τα νερά από εκεί, όλα πλημμύρισαν.
Ο φώκος, η κασέλα, το πιθαράκι του λαδιού και το στρώμα της. Μα και η ίδια η Κιντομηνού, ένα λεπτό ήταν πριν χαθεί σε μέσα στα θολά νερά. Πρώτος έτρεξε ο Καλογρίδης, με μια τσάπα, να τραβήξει από το χαντάκι τα κλαδιά για να φεύγουν από εκεί τα νερά.
Αμέσως μετά πήγα εγώ, μ’ ‘ένα φακό, που βράχηκε και δεν άναψε…Πρόφθασε γρήγορα να έλθει και η Ειρηνούλα Σκορδούλη, η καλή γιατρίνα μας.
Η Κιντομηνού , ως φύλλο υπό του ανέμου σειόμενο, βρεγμένη ως το μεδούλι και ριγώσα, κατέφυγε στο σπίτι μας. Την άλλαξε η μάνα μου και την έβαλε δίπλα στο φώκο, να ζεσταθεί.
–Πήγαινε εσύ στην εκκλησιά– μου λέει η γιαγιά μου-, εμείς δεν ερχόμαστε.
Και πρόσθεσε: Εκκλησία ετούτη την ώρα είναι το σπίτι μας, να παρηγορήσουμε και να ζεστάνουμε την έρημη ετούτη γυναίκα!
Όταν εγύρισα από την εκκλησία είδα την Κιντομηνού να είναι τέζα στο πάτωμα, πανω στις πολύχρωμες κουρελούδες μας, κι από δίπλα τη μάνα μου, να της βάζει στο χέρι να σφίξει γερά το μεγάλο σιδερένιο κλειδί της παλιά πόρτας μας.
Έτσι έπρεπε να κάνει η μάνα μου για να βοηθήσει την άμοιρη γειτόνισσά μας. Γιατί την Κιντομηνού ετούτη την είχε πιάσει σεληνιασμός (=επιληψία), όπως την έπιανε κάθε μήνα, με τη γιόμιση του φεγγαριού, και έπεφτε αναίσθητη κάτω για μισή ώρα… Το σφίξιμο του σιδερένιου κλειδιού τη βοηθούσε πολύ. Έτσι πίστευαν.
Το βράδυ ήταν όλα καλύτερα στο φτωχικό σπίτι μας. Ο κόκορας άχνιζε πάνω στο σοφρά, λίγο κρασάκι μπροστά μας, η προσευχή, κι αρχίσαμε να δειπνούμε με όρεξη, η γιαγιά μου, η μάνα μου, η Κιντομηνού και εγώ.
Μόλις που είχαμε μάθει ότι έγινε έρανος στο χωριό, στους νυκοκυραίους, και τα χρήματα που μαζεύτηκαν για να ξαναφτιαχτεί η καμαρούλα της Κιντομηνούς ήσαν αρκετά.
Τα χείλη της Κιντομηνούς άρχισαν ν’ ανοίγουν σε χαμόγελο χαράς. Ήταν η ζεστασιά του τζακιού και της καρδιάς μας που τη ζωντάνεψαν.
Σε λίγο, ενθαρρυνόμενη και απ΄τη μάνα μου άρχιζε να χαράζει (=να υποτονθορίζει) τα λόγια άσματος παλαιότατου και με φωνή ραγισμένη, σε λίγο να τραγουδά:
«Περδικούλα ημέρωνα ‘κείνη με αγριοκοίταζε, πείσμωσα την έδειρα, στ’ άγρια βουνά την έστειλα. Μιάν αυγή, μιά Κυριακή, την ακούω να λαλεί, την ακούω να κελαηδεί στου οχτρού μου την αυλή. -Πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου, έλα στα χερούλια μου, πετροπερδικούλα μου…»
Ο δυνατός βοριάς ανατάραζε κάτω τη θάλασσα και τράνταζε δυνατά τη σκεπή του σπιτιού μας, αλλά η Κιντομηνού τραγουδούσε, σχεδόν χαρούμενη τώρα.
Οι ανταύγειες από τη φωτιά του τζακιού εφώτιζαν το κουρασμένο μα ιλαρό πρόσωπό της, που έλαμπε μυστικά.
Που έλαμπε μελιχρά, ως να ήτο από το φως κρυστάλλινων πολυελαίων παλιάς εκκλησιάς, ως να ήταν από την πνοή του Θεού, που θάλπει τους βασανισμένους, σαν έλθει εκείνη η ώρα, σαν έλθει η στιγμή…
*Ματίνα Κοντομηνά (αρχικό επώνυμο Τσιντομηνάς-Κιντομηνάς-Κοντομηνάς, τώρα)
«Ως να ήταν στο φως «κρυστάλλινων πολυελαίων»…
Σε άλλους καιρούς, σε άλλους χρόνους. «Τα Χριστούγεννα της Κιντομηνούς»
Περιοδικό «Εν Μαλεώ»
Τριμηνιαία Έκδοση του Συνδέσμου Αγιονικολαϊτών Βοιών Λακωνίας «Ο Καβομαλιάς»
Έτος 4ο, Τεύχος 16ο – Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια: