Τὰ λυπηρὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν γίνονται ἢ γιὰ παιδαγώγησή μας, ἢ γιὰ τὴν ἐξάλειψη παλιῶν ἁμαρτιῶν, ἢ γιὰ διόρθωση τῆς τωρινῆς ἀμέλειάς μας, ἢ γιὰ ἀποτροπὴ μελλοντικῶν ἁμαρτιῶν.
Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ συλλογίζεται ὅτι ὁ πειρασμὸς τοῦ συνέβη γιὰ κάποιον ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους, δὲν ἀγανακτεῖ, ὅταν τὸν χτυποῦν ἢ τὸν ἀδικοῦν ἢ τοῦ κάνουν κάποιο ἄλλο κακό. Καθὼς μάλιστα συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του, οὔτε κατηγορεῖ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ προξενεῖ τὸν πειρασμό, ἀφοῦ, εἴτε μέσω αὐτοῦ εἴτε μέσω ἄλλου, ὄφειλε νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τῆς θείας δικαιοσύνης.
Ἀντίθετα, στὸν Θεὸ ἀποβλέπει καὶ τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ ὅ,τι ἐπέτρεψε, καὶ τὸν ἑαυτὸ του κατηγορεῖ καὶ δέχεται πρόθυμα τὴν παιδαγωγικὴ δοκιμασία, ὅπως ἔκανε ὁ Δαβὶδ μὲ τὸν Σεμεΐ (Β’ Βασ. 16:5-13).
Ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ζητᾶ συχνὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐλεηθεῖ καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεινά, ὅταν ὅμως ἔρχεται τὸ ἔλεος, δὲν τὸ δέχεται, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι ὅπως ἐκεῖνος ἤθελε, ἀλλὰ ὅπως τὸ ἔκρινε συμφέρον ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀδημονεῖ καὶ ἀναστατώνεται, καὶ ἄλλοτε τὰ βάζει ὀργισμένος μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ ἄλλοτε βλασφημεῖ τὸν Θεό. Ἔτσι ὅμως καὶ ἀγνωμοσύνη δείχνει, καὶ ἐνίσχυση στὸν πειρασμό του δὲν παίρνει.
Οἱ δαίμονες μᾶς προξενοῦν πειρασμοὺς εἴτε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἴτε ξεσηκώνοντας ἐναντίον μας ἐκείνους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν Θεό. Μᾶς πειράζουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ὅταν χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἔκαναν στὸν Κύριο στὴν ἔρημο (Ματθ. 4:1-10)• καὶ μέσω ἀνθρώπων, ὅταν ζοῦμε ἀνάμεσα σὲ αὐτούς, ὅπως τὸν Κύριο μέσω τῶν Φαρισαίων (Ματθ. 16:1• 19:3). Ἐμεῖς ὅμως, ἔχοντας τὸ βλέμμα στραμμένο στὸ πρότυπό μας, τὸν Κύριο, ἂς τοὺς ἀποκρούσουμε καὶ στὶς δύο περιπτώσεις.
Κάθε σχεδὸν ἁμαρτία γίνεται μέσω ἡδονῆς, καὶ κάθε ἐξάλειψη ἁμαρτίας γίνεται μέσω κακοπάθειας καὶ λύπης, εἴτε θεληματικῆς, μὲ τὴ μετάνοια, εἴτε σταλμένης ἀπὸ τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, μὲ πειρασμὸ ποὺ ἐπιτρέπει ἡ πρόνοιά του. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, ἂν ἀνακρίναμε ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ ἐπισύραμε τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ· ὅταν ὅμως ὁ Κύριος μᾶς τιμωρεῖ, μᾶς διαπαιδαγωγεῖ, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν καταδικαστοῦμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο (Α’ Κορ. 11:31-32).
Ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ἄλλοι φέρνουν στοὺς ἀνθρώπους ἡδονές, ἄλλοι λύπες καὶ ἄλλοι σωματικοὺς πόνους. Γιατί ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία τῶν παθῶν ποὺ βρίσκεται στὴν ψυχὴ βάζει σὲ αὐτὴν καὶ τὸ φάρμακο ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν μὲ τὶς δίκαιες κρίσεις του.
Ὅταν σοῦ ἔρθει πειρασμὸς χωρὶς νὰ τὸ περιμένεις, μὴν κατηγορεῖς ἐκεῖνον πού σοῦ τὸν προξένησε, ἀλλὰ ἀναζήτησε τὸ γιατί, καὶ ὅταν τὸ βρεῖς, διορθώσου.
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος, καθὼς ἀναλογίζεται τὸ θεραπευτικὸ ἀποτέλεσμα τῶν κρίσεων τοῦ Θεοῦ, ὑπομένει μὲ εὐχαριστία τοὺς πειρασμοὺς ποὺ αὐτὲς ἐπιτρέπουν νὰ τοῦ συμβοῦν, θεωρώντας αἰτία τους τὶς ἁμαρτίες του καὶ κανέναν ἄλλον. Ὁ ἀσύνετος, ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν πάνσοφη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνει καὶ παιδαγωγεῖται μὲ πειρασμούς, θεωρεῖ αἴτιους αὐτῶν ἢ τὸν Θεὸ ἢ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐκεῖνος πραγματικὰ θέλει νὰ σωθεῖ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀντιστέκεται στὰ θεραπευτικὰ φάρμακα. Καὶ αὐτὰ εἶναι οἱ ὀδύνες καὶ οἱ λύπες ποὺ ἔρχονται μὲ τοὺς ποικίλους πειρασμούς. Ὅποιος ὅμως ἀντιστέκεται, δὲν γνωρίζει οὔτε τί ἐμπορεύεται στὸν ἐδῶ κόσμο, οὔτε τί πρέπει νὰ ἀγοράσει μὲ αὐτὲς προτοῦ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο