+Γραφει ο Κωνσταντίνος Γανωτής , Φιλόλογος – Συγγραφέας
Πάνω στήν Πίνδο , ένας βλαχοτσέλιγκας έχει τά βοσκοτόπια του καί κάθε άνοιξη μετά τό Πάσχα ανεβάζει εκεί τά χίλια πρόβατά του καί τά βόσκει μέχρι της αγίας Θέκλας. Ύστερα τα κατεβάζει στα Τρίκαλα , που έχει τα χειμαδιά και περνάει το χειμώνα με όλη τη φαμελιά του και τους πιστικούς του στο κονάκι του.
Τά μικρά βλαχόπουλα τα πηγαίνουν στο σχολειό για να μάθουν και γράμματα, κι αυτά τα βλογημένα είναι τόσο πολύ χαρούμενα που θα καθίσουν στα θρανία μαζί με τ΄ άλλα παιδιά των καραγκούνηδων. Σε λίγο καιρό ρωτώντας τ΄ άλλα παιδιά μαθαίνουν τα μαθήματα που έχασαν.
Εκείνη τη χρονιά , ο δάσκαλος τους είπε για τους μήνες , τι καλά έχουν , κι είπε για το Δεκέμβριο ότι αυτό το μήνα γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού , που τη λέμε και Χριστούγεννα. Τα βλαχόπουλα , που ήξεραν λιγότερα πράγματα , ρώτησαν το δάσκαλο τι είναι τα Χριστούγεννα , αλλά ο δάσκαλος τους είπε ότι άλλη φορά θα μιλήσουν για τα Χριστούγεννα , γιατί είναι νωρίς ακόμα. Τα παιδιά όμως είχαν όρεξη να μάθουν περισσότερα για τα Χριστούγεννα και γι΄ αυτό , όταν γύρισαν στο κονάκι , ρώτησαν πρώτα τη νόνα τους. Κι η νόνα τους είπε ότι στις εικοσιπέντε του Δεκέμβρη , γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού που είναι μεγάλη γιορτή σαν το Πάσχα και κάνουμε χαρές μεγάλες. Πηγαίνουμε στην εκκλησιά κι ας μην είναι Κυριακή και κοινωνάμε. Ύστερα τρώμε τα χριστοκούλουρα και μπομπότα με πετιμέζι . Και φοράμε τα καλά μας ρούχα και παπούτσια ως το βράδυ.
Η μικρή βλαχοπούλα , η Χάιδω , όμως ήταν πολύ περίεργη κι ήθελε πολλά να μάθει. Γι΄ αυτό ρώτησε ακόμα τη νόνα της , γιατί χαιρόμαστε τόσο πολύ με τη γέννηση του Χριστού . Η νόνα της απάντησε , γιατί γεννήθηκε για μας , επειδή μας αγαπάει όπως και η μάνα του η Παναγία.
– Και πώς μπορεί να μας κάνει καλό, νόνα , ένα μωρό , που μας αγαπάει ; Ξαναρώτησε η Χάιδω τη νόνα της.
– Ο Χριστός , Χάιδω μου , δεν ήταν ένα μωρό σαν το δράκο μας ; Ήταν και Θεός μαζί κι είχε τη δύναμη. Γι΄ αυτό πάλεψε με τα παγανά δώδεκα μέρες κι όταν ήρθε και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη, εκεί έπνιξε όλα τα παγανά και καθάρισε ο κόσμος .
Η Χάιδω δε χόρταινε ν΄ ακούει και να μαθαίνει και γι΄ αυτό ξαναρώτησε τη γιαγιά της.
-Πώς τα νίκησε τα παγανά ο Χριστός που ήταν τόσο μικρός σαν το δράκο μας , νόνα; Βαστούσε άραγες άρματα ;
– Εσύ μικρή μου , πολλά ρωτάς και δεν κάνει να ρωτάς πολλά σε τέτοια πράγματα.
Εκείνη την ώρα όμως μπήκε μέσα στο δωμάτιο της νόνας η μάνα της Χάιδως κι άκουσε την ερώτηση. Η Χάιδω γύρισε σ΄ αυτήν και την κοίταξε στα μάτια. Λαχταρούσε μιαν απάντηση . Και η μάνα της, της είπε :
– Όχι , άρματα δεν βαστούσε ο Χριστός , Χάιδω μου . Με την ομορφιά του νίκησε τα παγανά. Τόσο ασχημομούρικα που είναι , μόλις δουν το Χριστό κρύβονται μέσα στα νερά. Ύστερα πάει ο Χριστός να βαφτιστεί στο νερό και σκάνε απ΄ το κακό τους και φεύγουνε.
Σαν μπήκε ο Δεκέμβρης , ο δάσκαλος τους έκανε ένα μάθημα για τη γέννηση του Χριστού και τους έφερε και την εικόνα από την εκκλησία και τους τα εξήγησε όλα, την Παναγία που βρέθηκε μέσα στο χειμώνα στο χιονισμένο βουνό , στη Βηθλεέμ , το στάβλο που βρήκα για να κονέψουν με το γέροντα Ιωσήφ , το παχνί που είχε για κουνίτσα ο Χριστούλης , τα ζωντανά που τον εζέσταιναν με τα χνώτα τους , τους αγγέλους που έψελναν , τους βοσκούς που ήρθαν , για να θαυμάσουν , τους μάγους που έφτασαν για να προσκυνήσουν κι έφεραν και τα δώρα τους.
Όλα τ΄ άκουγαν με θαυμασμό τα παιδιά και προπαντός τα βλαχάκια , που δεν τα είχαν ξανακούσει. Πιο πολύ όμως η Χάιδω , που έβαζε μέσα στο νου της και την καρδιά της την κάθε λεπτομέρεια.
Όλο το Δεκέμβρη μήνα δεν είχε τίποτε άλλο στο νου της και τα παιχνίδια της ήταν σκηνές από τη γέννηση του Χριστού . Εκείνο που κρατούσε πιο πολύ απ΄ όλα στο νου της ήταν αυτό , που της είπε η μάνα της , ότι ο Χριστός νικούσε τα παγανά με την ομορφιά του. Γι΄ αυτό πήγαινε , πολλές φορές κρυφά στην εκκλησία και στεκόταν με τις ώρες , μπροστά στην εικόνα της γέννησης και προσπαθούσε να καταλάβει την ομορφιά του Χριστού.
Όταν ήταν οι μέρες που κόντευαν να κλείσουν τα σχολεία , για να γιορτάσει ο κόσμος τα Χριστούγεννα , η Χάιδω κάθισε μόνη της κρυφά σε μια γωνία και ζωγράφισε ένα ωραίο μωρό , που να δείχνει το βρέφος Χριστό. Ύστερα πήγε στο σταύλο , καθάρισε ένα παχνί κι έστρωσε μέσα μια πετσέτα απ΄ τα υφαντά του σπιτιού της . Εκεί επάνω στην πετσέτα ακούμπησε τη ζωγραφιά της. Ύστερα έφερε το γαϊδούρι και το δαμαλάκι τους να στέκονται εκεί κοντά στο παχνί, έβαλε τα μικρότερα αδελφάκια της να στέκονται εκεί κοντά στην πόρτα του στάβλου από μέσα. Τα τρία μεγαλύτερα αγόρια , τα έβαλε εκεί μπροστά γονατιστά να παρασταίνουν τους μάγους με κουτάκια στα χέρια για δώρα, κάθισε κι αυτή γονατιστή κοντά στη φάτνη και τότε ένιωσε μια αγαλλίαση στην καρδιά της που δεν περιγράφεται.
Οι μεγάλοι που δεν άκουγαν τα παιδιά να παίζουν , ανησύχησαν και άρχισαν να ψάχνουν για να τα βρουν. Εκείνη την ώρα , που είχε αρχίσει να νυχτώνει κιόλας , ανοίγει η πόρτα του στάβλου και μπαίνει ο πατέρα της μ΄ ένα μεγάλο φανάρι. Είδε τα παιδιά να στέκονται μ΄ ευλάβεια μπροστά το παχνί κι έμεινε κι αυτός αμίλητος.
– Έλα πατέρα να σταθείς κι εσύ κοντά στη φάτνη . Χρειαζόμαστε έναν Ιωσήφ . Κρέμασε το φανάρι στην πόρτα για να είναι το αστέρι , του μίλησε η Χάιδω.
Ο πατέρας της σαν μαγεμένος έκανε ό,τι του είπε η θυγατέρα του και πήγε κοντά της και σταυροκοπήθηκε.
Τότε φάνηκαν στην πόρτα η μάνα της και οι δύο θείες της με απορία και σταυροκοπήθηκαν κι αυτές . Ύστερα θυμήθηκαν τα μεγαλύτερα παιδιά το Απολυτίκιο , που τους έμαθε ο δάσκαλος κι άρχισαν να το ψάλλουν , τους ακολούθησαν και οι άλλοι . Ο πατέρας δάκρυσε κι έβγαλε τον σκούφο του.
Όλοι ήταν σαν μαγεμένοι και δεν ξεκολλούσαν απ΄ τη θέση τους. Ύστερα οι μεγάλοι πήραν τα παιδιά να τα κοιμίσουν. Η Χάιδω εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε με τη ζωγραφιά της αγκαλιά και είδε στον ύπνο της την αληθινή γέννηση του Χριστού. Ο μικρός Χριστός ήταν πολύ – πολύ όμορφος. Τόσο όμορφος , που φώλιασε η ομορφιά του μέσα στην ψυχή της για πάντα. Η Παναγία της έγνεφε σα να της έλεγε ,
«είδες την ομορφιά του Υιού μου , Χάιδω ;».
Μετά από λίγα χρόνια , που μεγάλωσε η Χάιδω , στη θέση του στάβλου χτίστηκε ένα μοναστηράκι μ΄ ένα μικρό καθολικό , αφιερωμένο στη Γέννηση του Κυρίου. Και η Χάιδω έμενε σ΄ ένα κελλάκι εκεί δίπλα και ονειρευόταν και μελετούσε νύχτα και μέρα την ομορφιά του Χριστού. Κι όλοι οι δικοί της , η βλαχοοικογένεια , και άλλες από κει γύρω , γιόρταζαν σ΄ αυτό το μοναστήρι τα Χριστούγεννα.
Ας πάμε κι εμείς εκεί παιδιά μου , για να γιορτάσουμε τη γέννηση του Χριστού.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου