Διαρκῶς εὐχαριστῶ τὸν Θεό, πού μοῦ δίνει τὴ χαρὰ νὰ σᾶς συναντῶ.
Ὅσο καλὸς καὶ ἂν εἶναι ὁ δρόμος, ὁ ὁδηγὸς τοῦ αὐτοκινήτου πρέπει συνεχῶς νὰ ρυθμίζει τὴ λειτουργία τῆς μηχανῆς του: νὰ ἀλλάζει τὴν ταχύτητα, νὰ προσαρμόζει λίγο τὴν κατεύθυνση ἢ νὰ κάνει κάποια στροφὴ κλπ. Ἔτσι καὶ στὴ ζωή μας, ἂν καὶ εἶναι χαραγμένη μπροστά μας ἡ ὁδὸς ἀπὸ τοὺς Πατέρες, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, ὀφείλουμε ὡστόσο νὰ ὁδηγοῦμε συνεχῶς τὴ μηχανὴ πρὸς τὴ γραμμὴ ἐκείνη ποὺ πρέπει νὰ κρατήσουμε, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν τελικὸ προορισμό μας.
Γι’ αὐτὸ σήμερα θέλω νὰ πῶ στοὺς νέους ἀδελφοὺς καὶ στὶς ἀδελφές μας ὄτι η δύναμη τῆς σωτηρίας δὲν ἔγκειται στὸ πλῆθος τῶν γνώσεων ἄλλα στὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Αὐτὸ ποὺ σώζει δὲν εἶναι ἡ γνωστικὴ ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ πλευρὰ τῆς ζωῆς μας. Σώζει ἡ Ἀγάπη ἐκείνη ποὺ παρήγγειλε σέ μᾶς ὁ Κύριος, ὅταν κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἐναντίον τῶν ὁποιωνδήποτε γνώσεων. Ἀπεναντίας, ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ «ζητοῦμε» καὶ νὰ κατέχουμε τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως, ἐκεῖνο τὸ πλήρωμα ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ὡστόσο, καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἀπόλυτη ἡ γνώση μας, καὶ πάλι ἡ σωτηρία δὲν ἔγκειται σὲ αὐτό, ἀλλὰ βρίσκεται στὴν ποιότητα τῆς ζωῆς…
Σήμερα θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, ἂν καὶ μοιραζόμαστε τὸν φυσικὸ καὶ διανοητικὸ κόπο, ὡστόσο ἡ ἑνότητα καὶ ἡ σωτηρία ἔρχονται μόνο μὲ τὴν Ἀγάπη.
Καὶ εἶναι πολὺ πικρὸ νὰ διαπιστώνουμε, ὅτι ἀνάμεσά μας ζεῖ ἡ φοβερὴ τάση γιὰ κυριαρχία καὶ ὑπεροχή, ἔτσι ὥστε νὰ βλέπουμε τὸν ἄλλο ὡς κατώτερο, πράγμα ποὺ ἐξολοθρεύει τὸν ἄνθρωπο. Συχνὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν κατάσταση, κατὰ τὴν ὁποία ανθρωποι ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ πληροφορίες κάθε εἴδους στοὺς τομεῖς τῆς γνώσεως δὲν ἔμαθαν ἐσωτερικὰ νὰ ἀγαποῦν. Ἂς θυμηθοῦμε καὶ πάλι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρω πρὸς τὸ τέλος τῆς βιογραφίας τοῦ Γέροντα. Τοῦ εἶπα: «Λυπᾶμαι, ποὺ συνεχῶς εἶμαι ἄρρωστος καὶ δὲν ἔχω δυνάμεις οὔτε χρόνο νὰ ἀσχοληθῶ περισσότερο μὲ τὴ θεολογία». Ἐκεῖνος μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν ἡσυχία ποὺ τὸν χαρακτήριζαν ρώτησε: «Καὶ τὸ θεωρεῖτε αὐτὸ σπουδαῖο πράγμα;».
Ἀναστρεφόμουν μαζί του μὲ τὴ συνείδηση ὅτι αὐτὸς εἶναι τὸ μεγαλύτερο δῶρο τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ σὲ μένα. Καὶ βέβαια, δὲν μποροῦσα νὰ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημά του.
Μετὰ ἀπὸ κάποια σιωπὴ εἶπε: «Μεγάλο εἶναι μόνο ἕνα: νὰ ταπεινωθεῖ κανείς, νὰ ἀποκρούσει τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἐμποδίζει νὰ ἀγαπᾶμε».
Αὐτὸ τὸ ὀνόμασα «τελευταῖο λόγο», γιατί καὶ ὁ Κύριος μιλάει γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο. Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γι’ αὐτό: «Καὶ ἔτι καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι. Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πάσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πάσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἴμι. Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμα μου ἴνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. Ἡ Ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ Ἀγάπη οὐ ζηλοί, ἡ Ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ.
Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἔλπιζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ Ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. Εἴτε δὲ προφητείας καταργηθήσονται· εἴτε γλώσσας παύσονται· εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται· ἐκ μέρους γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. Ὄτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὄτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, Ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη». Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διατυπώσει κανεὶς ἰσχυρότερο λόγο.
Καὶ στὸ κεφάλαιο ποὺ χαρακτήρισα ὡς «τελευταῖο λόγο» τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ περικλείεται σὲ πολὺ συνοπτικὴ διατύπωση ἡ ἴδια δύναμη τῆς ἀγάπης, ποὺ σώζει καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο ὅλης τῆς ζωῆς καὶ τῆς Ἴδιας τῆς Θεότητος.
Στὶς γραφὲς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης γίνεται λόγος μόνο γι’ αὐτό. Καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι, ὅποιον καὶ ἂν πάρουμε, ὅλοι καταλήγουν σὲ αὐτό. Ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλουμε πρωτίστως νὰ φυλάξουμε τὴν Ἀγάπη καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γι’ αὐτήν.
Ἂν ὑπῆρχε Ἀγάπη, ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος θὰ ἦταν ἕνα πράγμα, κατ’ εἰκόνα τῆς ἑνότητος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἂν ὁ χριστιανικὸς κόσμος κατατεμαχίζεται, αὐτὸ γίνεται ἐπειδὴ οἱ χριστιανοὶ δὲν τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισαν οἱ παγκόσμιες κινήσεις τῶν χριστιανῶν, τόσοι διάλογοι, τόσες διανοητικὲς προσπάθειες ἀπὸ κάθε πλευρά, γιὰ νὰ πείσουν ὅτι ἡ καθεμιὰ κατέχει τὸ καλύτερο, δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα στὸν αἰῶνα μας.
Συνεπῶς, ἂν στὴ μοναχική μας ζωὴ δὲν μαθητεύσουμε στὴν Ἀγάπη, δὲν γνωρίζω ποιὰ δικαίωση θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποδώσουμε στὸν μοναχισμό. Δικαίωση δὲν ὑπάρχει! Ἀγάπη μέχρι τὸν πόθο νὰ πάσχει κάποιος γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ χύσει ἀκόμη καὶ τὸ αἷμα του εἶναι δυνατὴ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν μοναχισμό. Ἡ μοναχική μας, ὡστόσο, ζωὴ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη ὀργάνωση ὄλου τοῦ χρόνου, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴν ἐπιθυμία μας να σωθοῦμε, δηλαδὴ νὰ γίνουμε ἱκανοὶ νὰ προσλάβουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν αὐτὸ τὸ κατανοήσουμε πλήρως, τότε μᾶς ἔρχεται ἔμπνευση, ποὺ ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ ἂν ἐξωτερικὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἔσχατη κένωση, ἀκόμη καὶ στὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, καὶ μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερον τί ποιῆσαι».
Συνεπῶς, δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο ὁποιαδήποτε μορφὴ τῆς γήινης ζωῆς, ἀλλὰ μόνο ἡ ζωὴ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς αὐτὲς καὶ τὶς ἐφαρμόζει πραγματικά, μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι διατυπώθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς ἡ ἔσχατη ἀποκάλυψη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ πῶς ζεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τότε ὁλόκληρη ἡ ζωὴ γίνεται διαφορετική. Καὶ μολονότι δὲν φαίνεται τίποτε ἐξωτερικά, ὁλόκληρη ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ δύναμη, ὁλόκληρη ἡ παντοδυναμία τῆς αἰώνιας ζωῆς βρίσκεται μέσα στὸν ἄνθρωπο. Τό μεγάλο αὐτὸ μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης τὸ διδασκόμαστε βαθμηδόν. Καὶ ὁ μοναχισμός μας στηρίζεται στὶς ἀρχὲς ἐκεῖνες ποὺ ὁδηγοῦν στὸν σκοπὸ αὐτό.
Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἔνταση. Ὅλες οἱ ἡμέρες καὶ οἱ νύχτες περνοῦν μὲ τὴ φροντίδα, πῶς νὰ ἀποφύγουμε τὴν ἁμαρτία. Μία ψυχὴ ποὺ ἦρθε πρόσφατα, μᾶς εἶπε: «Ὅταν δὲν πίστευα καὶ ζοῦσα χωρὶς Θεό, δὲν εἶχα προβλήματα καὶ ἡ ζωή μου κυλοῦσε ἁπλά. Τώρα, ὅμως, οὔτε ἡμέρα οὔτε νύχτα δὲν ἔχω ἡσυχία». Καὶ ἡ ἀρχάρια ψυχὴ τὸ διατυπώνει αὐτὸ στὴν προσευχή, μὲ ἁπλότητα, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Κύριε, τί ἔκανες μὲ μένα; Τώρα δὲν βρίσκω οὔτε τόπο οὔτε στιγμή, ποὺ νὰ εἶμαι ἥσυχη». Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ἀκραία αὐτὴ ἔνταση τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων καὶ τῆς προσευχῆς. Ὡστόσο, ἀπὸ ἐξωτερικῆς ἀπόψεως, μποροῦμε νὰ παρομοιάσουμε τοὺς μοναχοὺς μὲ ἠλεκτροφόρα καλώδια ὑψηλῆς τάσεως, ἐπάνω στὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ κάθονται ἥσυχα μικρὰ πουλιά, ἐνῶ ἀπὸ τὰ καλώδια αὐτὰ διέρχεται ἐνέργεια ποὺ κινεῖ τραῖνα, φωτίζει σπίτια, θερμαίνει τὰ πάντα, καὶ ὅλη ἡ ζωὴ κινεῖται μόνο μὲ αὐτά.
Σήμερα, λοιπόν, ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι, παρ’ ὅλη τὴν προσπάθεια ποὺ καταβάλλετε νὰ σπουδάσετε θεολογία καὶ νὰ ἐμπλουτίσετε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὶς γνώσεις τῆς ἐμπειρίας τῶν Πατέρων, μελετώντας τὰ ἔργα καὶ τὰ συγγράμματά τους, δὲν σώζει ἡ ἀφθονία τῶν γνώσεων αὐτῶν ἀλλὰ ἡ ἀγάπη· ἡ ἀγάπη ἐκείνη, ποὺ παρήγγειλε ὁ Κύριος.
Θέλω νὰ κλείσω τὸν μικρό μου αὐτὸ λόγο καὶ νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας στὸ νὰ σταθεῖτε σταθερὰ στὴν ὁδὸ αὐτή. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη μέθοδο γιὰ νὰ ἀφομοιώσετε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου μας καὶ ὅτι οἱ ἐντολὲς Του ἔχουν ὑπερκόσμια διάσταση, τότε τὸ δέος μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τους μᾶς κάνει νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἀποσπασθοῦμε ἀπὸ τὴ θεραπευτικὴ σέ μας ἐνέργεια τῶν ἐντολῶν. Ὅπως ἔλεγα, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖ τὸ αὐτοκίνητο ρυθμίζοντας συνεχῶς τὴν πορεία τῆς μηχανῆς, ἀκόμη καὶ στὸν ὁμαλὸ δρόμο. Ἔτσι και οι ἐντολὲς, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὁ ὁδηγός μας…
Κάποια μοναχὴ ἀπὸ τὴ Σερβία γράφει: «Ὤ, πόσο εὐγνώμων εἶμαι στὸν Θεό!». Ἡ μοναχὴ αὐτὴ ἐγκατέλειψε τὸ Πανεπιστήμιο διακόπτοντας τὴν ἐργασία της καὶ πῆγε σὲ μοναστήρι. «Καὶ τώρα», λέει αὐτή, «μπῆκα στὴν ἀνώτερη σχολή, στὴν ὑψηλότερη σχολή, καὶ ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μοῦ δώσει ὁ Κύριος τη δύναμη νὰ παραμείνω ὡς τὸ τέλος στὴν κατάσταση αὐτή». Γράφει ἀκόμη: «Σκεφθεῖτε, τὸ τέλος τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ κοντὰ στὸν Θεό! Τί περισσότερο μπορεῖ νὰ περιμένει κανείς;». Εὔχομαι λοιπὸν σὲ ὅλους σας νὰ βιώσετε τὴν ἐμπειρία αὐτή, ποὺ βίωσα καὶ ἐγώ, ὅπως καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐσᾶς· καὶ ἐσεῖς ποὺ ἤρθατε πρόσφατα νὰ βιώσετε τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐμπειρία…
Δὲν ἔχω δυνάμεις νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλὰ φυλάξτε τὸν λόγο ἐκεῖνο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἔτσι θὰ ζήσετε μὲ εἰρήνη. Καὶ ὅταν ἡ καρδιά σας ὑπερνικήσει ὅλα τὰ μικρὰ ψυχολογικὰ ἐμπόδια καὶ ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη αὐτὴ στὶς χαμηλές μας βαθμίδες -ὅσο παράδοξο καὶ ἂν φαίνεται- τότε θὰ προετοιμαστεῖτε γιὰ τὴν πρόσληψη καταστάσεως χάριτος, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη του ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ κατάσταση, ὅμως, αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχτεῖ μὲ τεχνητὸ τρόπο. Πορευόμαστε πάντοτε κατὰ κάποιον τρόπο μόνο διὰ τῆς ὁδοῦ τῶν ἀρχαρίων. Ἀλλὰ συντελεῖται μέσα μας ἀλλαγή καὶ ἡ καρδιά μας πλέον δὲν ποθεῖ, παρὰ ἐκεῖνο ποὺ παρήγγειλε ὁ Κύριος.
Μολονότι τώρα εἶμαι σωματικὰ ἕνα ἐρείπιο, αὐτὰ πού σᾶς λέω ἰσχύουν διαχρονικά.
Εἶναι ἡ ἀλήθεια τὴν ὁποία βιώνουμε πλησίον τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ Ὁποῖος ἔλαβε τὴ σάρκα μας καὶ ἀποκάλυψε σέ μᾶς τὸν Ἑαυτὸ Του και μας ὑπέδειξε πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε. Ὅταν ἀτενίζουμε δηλαδὴ τὸν σαρκωθέντα Χριστό, θεωροῦμε τὴν προαιώνια Βουλὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Βλέπετε πῶς ὁ Κύριος μὲ τὴν ἔνσαρκο παρουσία Του, μὲ τὶς ἐντολές Του, προσελκύει τὸν νοῦ μας σὲ τέτοιες σφαῖρες, ὅπως εἶναι ἡ κατάσταση τῆς Ἴδιας τῆς Θεότητος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου· εἶναι φοβερὸ νὰ μιλοῦμε γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Ὡστόσο, αὐτὸ βιώνεται ἀρχικὰ μὲ πολὺ ἁπλὲς πράξεις.
Ὁ ἡγούμενος, γιὰ παράδειγμα, λέει: «Φέρτε, παρακαλῶ, κάρβουνα στὴν κουζίνα». Ἐσεῖς γεμίζετε τὸν κουβὰ καὶ τὰ φέρνετε. Καὶ ἡ πράξη αὐτή σᾶς ἑτοιμάζει γιὰ τὴ μεγάλη πρόσληψη τῆς ἀγάπης. Ἂν, ὅμως, δὲν τὸ κάνετε αὐτό, τότε δὲν θὰ ἐπιτύχετε τίποτε. Ὀφείλουμε, ὅμως, νὰ γνωρίζουμε τὸν τελικὸ σκοπὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τότε εἶναι ποὺ θὰ μποροῦμε νὰ καθορίσουμε τὴν ὀρθὴ πορεία καὶ ὄχι ὅταν προσποιούμαστε, ὅτι τάχα βρισκόμαστε ἤδη στὸ ὕψος τῶν ἐντολῶν, ὅτι πάσχουμε δηλαδὴ τὴ θέωση. Ὄχι! Ἀντίθετα, τώρα ποὺ εἴμαστε γεμάτοι πάθη καὶ ἁμαρτίες, προοδευτικά, μὲ τὴν ὑπακοή, τὴ διακονία πρὸς τοὺς ἄλλους, τὴν ἐπίδειξη ἀγάπης καὶ ὑπομονῆς, ἑτοιμάζουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὴν τελειότερη κατάσταση…
Ἄς σᾶς διαφυλάξει, λοιπὸν, ὁ Κύριος! Καὶ ἡ προσευχή μου εἶναι νὰ δεχθεῖτε πραγματικὰ τὴν ἄνωθεν ἔμπνευση!