Γεώργιος Η. Μπόρας Μεταπτυχιακή Εργασία
ΠΩΣ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας κατευθυνόμενος «πρός τάς πηγάς τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας» μας προτρέπει να υιοθετήσουμε μία νέα ομολογιακή νοοτροπία. «Ανάγκη, λοιπόν, να καταστεί η ορθόδοξη θεολογία όχι μια θεολογία έκφραση της Μίας Ορθόδοξης Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, αλλά θεολογία της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας[1]», άποψη η οποία μας αναγκάζει να υποθέσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία του Κυρίου. Αυτό αποδεικνύει η σύγκριση της με την αρχαία και ΄΄αδιαίρετη΄΄ Εκκλησία[2].
Στη συνέχεια ανατρέχει στην πρωτοχριστιανική περίοδο για να μπορέσει να συλλέξει εκείνα τα στοιχειά που δομούν την μια κοινή και ΄΄αδιαίρετη΄΄ Εκκλησία.
Προφανώς η αναφορά στην αρχέγονη Εκκλησία αλλά και η συλλογή των στοιχείων και του τρόπου εκείνης της περιόδου δεν δίνει μεγαλύτερη εγκυρότητα στο εγχείρημα[3].
Η Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησία των Αποστόλων και των Πατέρων δεν έπαψε να είναι η Εκκλησία του Κυρίου. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι το προέχον στην εκκλησιολογία δεν είναι αυτή ή η άλλη διδασκαλία, ή ιδέα, ή αξία τις οποίες αποκάλυψε ο Κύριος αλλά αυτό το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού και η μετ’ Αυτού ένωση του ανθρώπου[4].
Έτσι, τονίζει, νοείται μια εκκλησιολογία χριστολογική.
Η ενότητα της Εκκλησίας εκφράζεται δια της αισθητής συσσωματώσεως των πιστών εν τω Χριστώ, γεγονός που λαμβάνει χώρα κατά τρόπο μοναδικό στην Ευχαριστία[5].
Αν η Ευχαριστία είναι η ορατή και ιστορική αποκάλυψη της ενώσεως των πιστών με τον Χριστό τότε σημαίνον είναι το πρόσωπο του Επισκόπου, του και προεστώτος[6].
Η ευχαριστιακή λατρεία δεν αποτελεί πραγματικότητα παράλληλη της επουρανίου αλλά είναι αυτή η ίδια η επουράνιος λατρεία. Σημαίνει δε αυτό ότι όπως ο Χριστός λατρεύεται στην επουράνια Θεία Ευχαριστία, ομοίως μυστικώς λατρεύεται και στην επί γης. Έχουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μετάθεση της εξουσίας του Χριστού στους λειτουργούς της «επί γής» Θειας Ευχαριστίας. Τα λειτουργήματα δεν στερούνται εξουσίας αλλά είναι δέκτες της εξουσίας του Χριστού. Έτσι ο Επίσκοπος είναι «εἰς τόπον» Θεού[7]. Κατά τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, τον οποίο ο Μητροπολίτης Περγάμου επικαλείται, η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, διότι το σώμα του Χριστού είναι ο αυτός ιστορικός Χριστός.
Ο δε ιστορικός Χριστός είναι η σαρξ της Θείας Ευχαριστίας[8].
σχολιο[ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟ ΧΡΙΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΘΟΤΙ ΔΕΝ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΓΙΑΖΕΙ ΟΛΟΥΣ]
Ο ίδιος ο Χριστός είναι Επίσκοπος και ό,τι γίνεται στον ορατό Επίσκοπο της Εκκλησίας μεταβιβάζεται στον Χριστό. Είναι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εικόνα του Χριστού ο Επίσκοπος πραγματικά και όχι συμβολικά[9]. Συνεπώς η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι απλά ευχαριστιακή αλλά ιεραρχική και προφανώς επισκοπική[10].
Συνεχίζοντας, ο Μητροπολίτης Περγάμου ερμηνεύει τον Άγιο Ιγνάτιο και
τονίζει ότι η ενότητα περί τον Επίσκοπο είναι θέλημα Θεού και όχι
ανθρώπου, οδηγώντας έτσι το πρόσωπο του επισκόπου στην απόλυτη έξαρση[11].[ΚΑΙ ΕΠΑΡΣΗ]
Β. Επισκοπικό Μανιφέστο
Στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Περιστερίου «Διάβαση»[12]δημοσιεύθηκε
άρθρο του Μητροπολίτη Περγάμου με θέμα «Ο επίσκοπος ως προεστώς της
Θείας Ευχαριστίας». Κατά την ταπεινή μας άποψη θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως ΄΄Επισκοπικό Μανιφέστο΄΄ και πεμπτουσία του
κληρικαλισμού. Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι,
΄΄επισκοποκεντρική΄΄. Επιγραμματικά, τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να
προχωρήσουμε στους ως άνω χαρακτηρισμούς αλιεύονται από τα παρακάτω:
1. Η
επισκοπική προεδρεία της Θείας Ευχαριστίας είναι το κύριο και κατ’
εξοχήν έργο του Επισκόπου. Από την ιδιότητα του αυτή «πηγάζει όλη η
εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η λεγόμενη
διοικητική». Έτσι ο Επίσκοπος «έχει ως κύριον έργον του πρωταρχικόν να
ηγείται της Θείας Ευχαριστίας, όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα».
2.
Ο Επίσκοπος, συνεπώς, «όταν διοικεί, δεν ασκεί διοίκησιν, αλλά
προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την
ευλογία της Θείας Ευχαριστίας, της οποίας προΐσταται». «Όλα στην
Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου», εφ’ όσον ο Επίσκοπος
«είναι προεστώς της Θείας Ευχαριστίας» .
3.
Ο Επίσκοπος εικονίζει, ως προεστώς της Εκκλησίας, «τον Βασιλέα Χριστόν
όπως θα έλθει στη Βασιλεία Του», με λαμπρότητα και ακτινοβολία.
4. Η
Θεία Λειτουργία είναι εντελώς αδιανόητος χωρίς την έννοια του
εικονισμού. Αλλά όταν λέμε ότι ο Επίσκοπος στη Θεία Ευχαριστία είναι
εικών του Χριστού, «δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό, διότι χάσαμε
πλέον τη γλώσσα της εικόνος της εκκλησιαστικής ζωής».
5. Πάντως,
εφ’ όσον «ο Επίσκοπος είναι εικών του Χριστού, δεν μπορούμε να
παρακάμψουμε την εικόνα του και να πάμε απευθείας στο πρωτότυπο … Με
άλλα λόγια, δεν μπορούμε να προσευχόμαστε στον Χριστό,αλλά πρέπει να
παρεμβάλλεται η εικόνα του Επισκόπου». «Υπάρχουν βέβαια ακόμη πολλοί που
βλέπουν στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον Χριστό, αλλά ο αριθμός
τους μειώνεται διαρκώς και χάνεται η εικονολογική αντίληψη των δρωμένων
της Θείας Ευχαριστίας».
6.
«Εάν η επικοινωνία μας με τον Θεό παρακάμπτει τον άνθρωπο (Επίσκοπο),
τότε η επικοινωνία αυτή πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας».
7. «Το
μνημόσυνο του Επισκόπου κατά τη Θεία Λειτουργία αποτελεί το πλέον
καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει τη Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό
γεγονός στην ζωή της Εκκλησίας».
8. «Το
γεγονός ότι ο ιερεύς, όταν πρόκειται να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία,
λαμβάνει καιρόν… και από τον θρόνο του Επισκόπου, έστω και αν είναι
κενός, δείχνει ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός
είναι το κέντρο της Θείας Ευχαριστίας».
Ο καθηγητής Κορναράκης[13] σχολιάζοντας τις παραπάνω απόψεις σημειώνει ότι:
α) η πρόσκληση του λαού γίνεται δια των λόγων του Κυρίου «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου·….πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν[14]»,
β) για την καθαγίαση των Τιμίων Δώρων ο ιερέας λειτουργός απευθύνεται προς τον Κύριον «Καί ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Τό δε ἐν τῷ ποτηριῷ τούτῷ τίμιον Αἷμα τυῦ Χριστοῦ σου», γ) προ της Θείας Μεταλήψεως ο ιερέας απευθύνεται πάλι στον Κύριο «…ἐλθέ εἰς τό ἁγιάσαι ἡμᾶς, ὁ ἄνω τῷ Πατρί συγκαθήμενος καί ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών». Της αναιμάκτου, λοιπόν, θυσίας του Χριστού προεστώς και ηγέτης και πρόεδρος και κέντρο είναι ο ίδιος ο Χριστός και κανένας άλλος. Ο Επίσκοπος είναι τελετουργικώς ανύπαρκτος!!! Ως προς το τελευταίο συνομολογεί και ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας[15] «Οὐ γὰρ πάντες οἷς δίδωσιν ὁ ἱερεὺς ἀληθῶς μεταλαμβάνουσιν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι μόνοι πάντως οἷς αὐτὸς δίδωσιν ὁ Χριστός. Ὁ μὲν γὰρ ἱερεὺς πᾶσιν ἁπλῶς τοῖς προσιοῦσιν· ὁ δὲ Χριστὸς τοῖς ἀξίοις τοῦ μετασχεῖν. Ὅθεν δῆλον ὡς ὁ τελῶν τὰς ψυχὰς τὸ μυστήριον καὶ ἁγιάζων καὶ ζῶντας καὶ τεθνηκότας μόνος τις αὐτός ἐστιν ὁ Σωτήρ».
Εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Θεία Ευχαριστία είναι από πάσης
απόψεως, ακραιφνώς Χριστοκεντρική, ουδόλως δε επισκοποκεντρική!
Έπειτα η μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου έχει χαρακτήρα ικετευτικό και όχι ευχαριστιακό. Δεν ευχαριστούμε τον Θεό για τον Επίσκοπο, τον ευχαριστούμε για τους Αγίους και εξαιρέτως για τη Θεοτόκο.
Για τον Επίσκοπο προσευχόμαστε ώστε να τον βοηθήσει ο Κύριος να σταθεί στο ύψος του αξίωματός του.
Ένα αξίωμα διακονίας. "Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν... ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Η ομολογία πίστεως στη Θεία Λειτουργία είναι το Σύμβολο της Πίστεως, το "Πιστεύω". Πάνω σε αυτήν την ομολογία μας καλεί να σταθούμε ο ιερεύς: "Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου".
Η μνημόνευση του Επισκόπου, ούτε ομολογία πίστεως είναι, ούτε αναγνώριση πως ο Επίσκοπος ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας.
Ο ιερέας απευθυνόμενος στον Κύριο τον προτρέπει να χαρίσει στον Επίσκοπο αυτά που είναι απαραίτητα για να επιτελέσει τη διακονία του. Η μνημόνευση του Επισκόπου είναι ουσιαστικά μια προσευχή για τον Επίσκοπο. Ας δούμε πάλι τι λέει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας[16] «Ἵνα μάθῃς ὅτι τὸ ἁγιάζειν ὁ Σωτὴρ οὐχ ὡς ἄνθρωπος ἔχει, ἀλλ᾿ ὡς Θεός· καὶ διὰ τὴν δύναμιν τὴν θείαν, ἣν κοινὴν κέκτηται μετὰ τοῦ Πατρός», καθώς και «…εἴ τις οἴεται τὸν ἱερέα αὐτὸν εἶναι τὸν κύριον τῆς τῶν δώρων τούτων προσαγωγῆς· οὐκ ἔστι δέ· ἀλλὰ τὸ μὲν τὴν προσαγωγὴν αὐτῶν κυρίως ἐργαζόμενον ἡ χάρις ἐστὶν ἡ ἁγιάζουσα…ὁ δ᾿ ἑκάστοτε ἱερουργῶν ὑπηρέτης ἐστὶν ἐκείνης[17]».
Για
τον Μητροπολίτη Περγάμου δεν είναι δυνατό να απευθυνθούμε στον Κύριο
παρά μόνο δια του Επισκόπου. Καθίσταται ο Επίσκοπος η απόλυτη πηγή
εξουσίας, αυθεντίας και ερμηνείας του Θείου Λόγου. Έτσι θα τολμούσαμε να
πούμε ότι από ολόκληρη την προσέγγιση του Μητροπολίτη Περγάμου μένει
στην θέση της Θείας Ευχαριστίας ένας Επίσκοπος-Πάπας, ο δε Κύριος είναι
απών. Ο λαός εθισμένος σε μια επισκοπικοκεντρική θεώρηση της Θείας
Ευχαριστίας, μνημείο ενός άκρατου κληρικαλισμού, έχει καταλήξει στο
συμπέρασμα ότι το Σώμα του Χριστού είναι η ιεραρχία και αυτός απλά
παρίσταται.
«Η
ευχαριστιακή εκκλησιολoγία στην ορθόδοξη παράδοση, βρίσκεται αντιμέτωπη
με δυο εχθρούς ταυτόχρονα. Με τον σχολαστικισμό της δύσης ο οποίος έχει
την τάση να ξεχωρίζει την Ευχαριστία από την Εκκλησία και με τον
ησυχασμό όπου φαίνεται να δίνεται έμφαση περισσότερο στην άσκηση και
στην νοερά προσευχή από την συμμετοχή στην κοινωνία της κοινότητος της
Εκκλησίας[18]»
μας δηλώνει ο Μητροπολίτης Περγάμου. Η ευχάριστη έκπληξη όμως για τον
Μητροπολίτη Περγάμου είναι ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Χαρακτηριζοντας
τον ΄΄προκλητικά ευχαριστιακό΄΄, θεωρεί ότι με τον Άγιο Νικόλαο η
Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία διατυπώνεται ευκρινώς και εκφράζει την
συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο τέλος της βυζαντινής περιόδου.
Ας δούμε όμως τι ακριβώς εννοεί ο Μητροπολίτης Περγάμου. Επιστρέφουμε στον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ο οποίος σημειώνει τα εξής: «Σημαίνεται
δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις... Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις
ἰδείν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἢ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα...
Διά ταῦτα οὐδέν ἀπεικός (τίποτε το παράλογο) ἐνταύθα διά τῶν μυστηρίων
τήν Ἐκκλησίαν σημαίνεσθαι»[19] πράγμα
που για τον Μητροπολίτη Περγάμου δηλώνει ότι εδώ βρίσκουμε τον καθεαυτό
Ευχαριστιακό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία συνιστά την ευχαριστία
και η ευχαριστία την Εκκλησία ταυτόχρονα.
Όμως για τον Άγιο Νικόλαο: «Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾿ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν ῥίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα. Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον ἢ ἀναλογίας ὁμοιότης, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης»[20], σημαίνεται δηλαδή, η Εκκλησία στα Μυστήρια, και όχι στο μυστήριο, όχι σαν σε σύμβολα, αλλά σαν τα μέλη απέναντι στη καρδιά και σαν τους κλάδους απέναντι στη ρίζα του φυτού, σαν τα κλήματα στην άμπελο. Τα Μυστήρια δεν συμβολίζουν τον Κύριο, δεν έχουμε κοινωνία μαζί Του με κάποια αναλογική ομοιότητα, αλλά έχουμε Αυτόν Τον Ίδιο Τον Κύριο[21]. Ο συμβολίσμος διώχνει τον Κύριο και αφήνει τον Επίσκοπο. Για την Εκκλησία τα αγιασμένα Τίμια Δώρα είναι τροφή αληθινή και ποτό αληθινό, και μετέχοντας σε αυτά δεν τα μεταβάλλει σε ανθρώπινο σώμα, σαν οποιαδήποτε άλλη τροφή, αλλά αυτή (η Εκκλησία) μεταβάλλεται σε Εκείνα καθώς τα ανώτερα νικούν τα κατώτερα[22].
Αυτή είναι η Εκκλησία. Οι πιστοί. Ανάμεσά τους και ο Επίσκοπος και ο ιερεύς, οι οποίοι θυσιάζουν και ικετεύουν για την άφεση των αμαρτιών τους και κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων. Ο ιερεύς είναι του λαού ο προβεβλημένος ως πρεσβευτής αυτών και μεσίτης. Δεν είναι ο εκπρόσωπος του Θεού ή ο μεταφορέας της Θείας Χάρης[23].
Στο
έργο του «Περί της εν Χριστώ ζωής», ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας
σημειώνει ότι μία είναι η δύναμη της Ιεράς Τραπέζης, ένας και ο
οικοδεσπότης που παραθέτει το Δείπνο. Το Δείπνο αυτό είναι ο Νυμφώνας
και η προετοιμασία για τον Νυμφώνα και ο ίδιος ο Νυμφίος[24].
Το έργο επιτελεί ο αρχιερέας με την αρωγή του Θεού. Στην ουσία τίποτε
δεν γίνεται χωρίς την βοήθεια του Θεού. Πολύ περισσότερο για τα μυστήρια
στα οποία ό,τι επιτελείται είναι έργο του Θεού[25].
Στο
ερώτημα γιατί η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία έρχεται να υποσκελίσει την
εκκλησιαστική ευχαριστία, ικεσία και θυσία, την απάντηση την παίρνουμε
από τον Μητροπολίτη Περγάμου: «Το
ερώτημα περί του πρωτείου του επισκόπου της Ρώμης σε παγκόσμιο επίπεδο
μπορεί να ρυθμιστεί κατάλληλα μόνο με τη βοήθεια της ευχαριστιακής
εκκλησιολογίας[26]».
Και συνεχίζει: «Κατά τους πρώτους αιώνες, η κανονική δομή της Εκκλησίας
αναγνώρισε στον επίσκοπο Ρώμης το status του πρώτου…Εάν οι αρχές της
ευχαριστιακής εκκλησιολογίας εφαρμοστούν στο πρωτείο του επισκόπου Ρώμης
σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ρόλος της συνοδικότητας καθίσταται
καθοριστικός… Όταν αυτό συμβεί, τα πιο σοβαρά εμπόδια για την αποδοχή
του ρωμαϊκου πρωτείου από τους Ορθοδόξους θα υπερβαθούν[27]».
Κλείνοντας το άρθρο του ο Μητροπολίτης Περγάμου μας υπενθυμίζει ότι
«Υπάρχει μία τάξη και ιεραρχία στην Εκκλησία, η οποία ωστόσο, δεν
συνεπάγεται μία εξουσία και μία potestas, που να ανήκει σε κάποιο άτομο,
αλλά νοείται μόνο στο πλαίσιο της κοινωνίας εντός της εκκλησιαστικής
κοινότητας. Κάθε είδος πυραμιδικής ιεραρχίας και ατομικής εξουσίας
εξαφανίζεται στο πλαίσιο της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας[28]».
Ο
επισκοποκεντρισμός που, δυστυχώς έχει αλλοιώσει το χαρακτήρα της
λατρείας μας, είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά του
κληρικαλισμού. Εξάρει το πρόσωπο του Επισκόπου και αυτονομεί την
παρουσία του, στην λειτουργική σύναξη αλλά και συνολικά στην ζωή της
Εκκλησίας την οποία κλήθηκε να διακονήσει. Σαφέστατα έχει εξουσιαστικά
χαρακτηριστικά. Από τον Επίσκοπο εξαρτώνται όλα όσα αφορούν τον χώρο της
επισκοπικής του δικαιοδοσίας. Βλέπουμε δε, τον τρόπο με τον οποίο μια
βασική κληρικαλιστική θέση υπηρετεί ταυτόχρονα και το όραμα του
Οικουμενισμού (ο Μητροπολίτης Περγάμου εκφράζει κατά βάση μία
οικουμενιστική εκκλησιολογία). Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις
θέσεις του Μητροπολίτη Περγάμου για το πρόσωπο του Επισκόπου, ως
΄΄κληρικαλισμό του πρωτείου΄΄. Ο δύσκαμπτος επίσκοπος του κληρικαλισμού,
εμβαπτισμένος στην κολυμβήθρα της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας
εμφανίζεται έτοιμος να κάνει το μεγάλο άλμα και να αποδεχθεί το παπικό
πρωτείο που είναι η κοιτίδα όλων των κληρικαλισμών. Ο ΄΄κληρικαλισμός
του πρωτείου΄΄ όπως είδαμε τροφοδοτεί τον Οικουμενισμό. Διαγράφεται έτσι
μια δράση που χαρακτηρίζεται, πρώτον από την καταπάτηση των Ιερών
Κανόνων από την ιεραρχία και δεύτερον την υιοθέτηση ευέλικτων θεωριών,
οι οποίες εμφορούνται από μια απύλωτη πνευματοκρατία[29] και
δίνουν χαρακτηριστικά χαρισματικά σε ένα ηθικολογικό και κανονικό
μοντέλο που επικράτησε στον εκκλησιαστικό χώρο. Όμως όσο κακέκτυπη είναι
η χρήση των Ιερών κανόνων από τους κληρικαλιστές, το ίδιο κακέκτυπη
είναι και η τάνυσή τους προς τα Αγιοπνευματικά χαρίσματα. Το κύριο
χαρακτηριστικό αυτής της πορείας είναι η κατάργηση του Κυρίου. Αυτό το
οποίο έκανε ο Πάπας[30], τώρα πλέον ο Οικουμενισμός το επιχειρεί σε παν-χριστιανική κλίμακα με απώτερο στόχο τον παγκόσμιο εξοστρακισμό του Κυρίου.
Ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας της πιστεώς μας μόνο με την εξαφάνιση του Κυρίου θα πάψει να ενεργεί στο σώμα των πιστών. Προς τούτο θα λέγαμε ότι ο επισκοποκεντρισμός έχει έντονο άρωμα ιδεολογίας παρά θεολογίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[2]Βλ. παρ. 1.1 του 1ου κεφαλαιου, σχετικά με την αδιαίρετη Εκκλησία.
[3]«Σήμερα είναι αποδεκτό, ακόμη και από την προτεσταντική θεολογία, πως οι αρχέγονες εκκλησιολογικές απόψεις, ακόμη και εκείνες που καταγράφονται στην Κ.Δ., δεν μπορούν και δεν θά πρεπε, να είναι καθοριστικές για τις Εκκλησιες σήμερα. Μπορούν να χρησιμεύουν ως «περιγραφή και τίποτε παραπάνω και αυτή η περιγραφή θα πρέπει να διαχωριστεί αυστηρά από την ερμηνεία και την εφαρμογή»», Βασιλειάδης, 2009, σ. 47.
[4]«Το προέχον εις την Εκκλησιολογίαν δεν είναι, συνεπώς, αυτή ή εκείνη η διδασκαλία, ιδέα ή αξία, τας οποίας απεκάλυψεν ο Κύριος, αλλ΄αυτό τούτο το πρόσωπον του Χριστού και η μετ΄ Αυτού ένωσις του ανθρώπου». Ζηζιούλας, 1965, σ. 14.
[5]Η ενότητα ως ευχαριστιακή εκδήλωση η ορατή πρόγευση της, σημειώνει, «η ενότης της Εκκλησίας εκφράζεται εν τόπω και χρόνω κατεξοχήν δια της αισθητής συσσωματώσεως των πιστών εν τω Χριστώ, ως αυτή πραγματοποιείται κατά τρόπον πράγματι μοναδίκον εν τη Ευχαριστίαν. ». Ζηζιούλας, 1965, σ. 17.
[6]Το πρόσωπο του Επισκόπου θεωρείται ο προσφέρων τα Τίμια Δώρα. Γίνεται αναφορά σε μια οριζόντια ένωση των μελών της Εκκλησίας αλλά το πρόσωπο του Επισκόπου εξάρεται ως το ορατό κέντρο της συνάξεως. Ο Επίσκοπος φαίνεται να είναι αυτός ο οποίος θα αναλάβει και την κατακόρυφη σχέση των πιστών με τον Κύριο. Ζηζιούλας, 1965, σ. 18-19.
[7]Ζηζιούλας, 1965, σ. 49.
[8]Ζηζιούλας, 1965, σ. 96.
[9]Ζηζιούλας, 1965, σ. 97.
[10]Ζηζιούλας, 1965, σ. 98.
[11]Ζηζιούλας, 1965, σ. 98.
[12]Ζηζιούλας, 2005, σ. 1-10, επίσης και http://amethystosbooks.blogspot.gr/2010/09/blog-post_17.html.
[13]Κορναράκης, 2006, σ. 38-45.
[14]Κατά Ματθαίον 26, 26-28.
[15]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, κεφ. 45,4, και PG 150 461 AB.
[16]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, κεφ. 32,2 και PG 150 437 BC.
[17]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, κεφ. 48,10 και PG 150 468 D.
[18]Ζηζιούλας, 2009, σ. 13. Αναλυτικότερα για την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία σ. 98.
[19]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, κεφ. 39,1-2 και PG 150 452 CD, 453 A.
[20]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, κεφ. 39,1 και PG 150 452 CD.
[21]«Τὸ τὴν θυσίαν ταύτην μὴ εἰκόνα καὶ τύπον εἶναι θυσίας, ἀλλὰ θυσίαν ἀληθινήν, τὸ μὴ ἄρτον εἶναι τὸ τεθυμένον, ἀλλ᾿ αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα· καὶ πρὸς τούτοις τὸ μίαν εἶναι τὴν τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ θυσίαν καὶ ἅπαξ γεγενημένην. Καὶ πρῶτον ἴδωμεν, εἰ μὴ τύπος ἀλλὰ πρᾶγμα θυσίας ἡ τελετή», Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, κεφ. 33, 10-11 και PG 150 440 BC.
[22]Βλ. του ιδίου Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Δ΄36, Β΄5, Δ΄9.
[23]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, κεφ. 13,5 και PG 150 393 Β.
[24]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Δ΄ 96.
[25]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Ε΄ 12.
[26]Ζηζιούλας, 2009, σ. 22.
[27]Ζηζιούλας, 2009, σ. 23-24.
[28]Ζηζιούλας, 2009, σ. 25.
[29]Αναφερθήκαμε στην θεωρία των κλαδων, της περιεκτικότητας (Βλ. υποσ. 44), στην προώθηση της εμπαθούς αγάπης καθώς και στην Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία. Ο Afanasiev υπό την επίδραση των φιλελεύθερων προτεσταντων του 19ου αιώνα ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία είναι μια κοινότητα αγάπης. Προκρίνει την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος προς όλες τις μορφές θεσμών και δικαίου, οι οποίες είναι ασύμβατες με την ουσία της Εκκλησίας ως αγάπης. Η Εκκλησία είναι η «Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος»και όχι το «Σώμα του Χριστού». Ζηζιούλας, 2009, σ. 6-7. Αναφερόμενος στο Βλαντιμίρ Λόσκυ, ο καθηγητης Πέτρος Βασιλειάδης, μας παρουσιάζει την κατ’ αυτόν, πρωτοτυπία του Λόσκυ. Αυτή βρίσκεται «στον εντοπισμό δύο όψεων της Εκκλησίας, μιας πνευματολογικής και μιας χριστολογικής, κάτι που απορέει από την ύπαρξη ξέχωρης «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», παράλληλα προς την «οικονομία του Υιού». Κατά τον Λόσκυ, η χριστολογική όψη της Εκκλησίας μας αποκαλύπτεται μέσω της πνευματολογικής. Η Εκκλησία είναι βέβαια σώμα Χριστού, αλλά δεν είναι ακόμη «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρωμένου». Το έργο του Χριστού τελείωσε με την επίγεια παρουσία Του, αυτό που αναμένεται να συντελεστεί είναι το έργο του Αγίου Πνεύματος. Έτσι οι δύο θεμελιώδεις πτυχές της Εκκλησίας, χριστολογικός και πνευματολογικός, είναι ισότιμοι και αδιάσπαστοι». Για τον Γιανναρά ο Παράκλητος είναι το μελλοντικό μας σώμα « Ἵνα ἦ ὁ Θεός τά πάντα ἐν πᾶσι», Ιμάτια Φωτός, 2002, σ. 210. Η απάντηση ήρθε από τον π. Γεώργιο Φλορόφσκυ. «Έχει μεγάλη σημασία που θα δοθεί η προτεραιότητα», υποστηρίζει τη χριστολογική σε σχέση με την πνευματολογική προσέγγιση της έννοιας της Εκκλησίας, δίνοντας κυρίαρχη θέση στην παύλεια εικόνα του σώματος του Χριστού. Ο υπερτονισμός της χριστολογικής βάσεως στη θεώρηση του μυστηρίου της Εκκλησίας έχει θεωρηθεί από πολλούς σύγχρονους εκκλησιολόγους μονομερής. Περισσότερα στο Βασιλειάδης, 2009, σ. 45-50.
[30]Έχουμε αναφερθεί στο αλάθητο του Πάπα, Βλ. υποσ. 21, 38 της παρούσης εργασίας.