Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Και πάμε, τώρα, … 19, είναι ο Άγιος μάρτυς Βονιφάτιος. Και Αγλαΐς, η κυρία του.


Χειμερινό Συναξάρι τόμος Α΄, του μακαριστού π. Ανανία Κουστένη
Ήταν Ρωμαίος. Και υπηρέτης της Αγλαΐδος, που ήτο κόρη συγκλητικού. Ήτανε ελεήμων, ήταν ταπεινός, έκανε τον πόνο του άλλου δικό του, Αλλά είχε ένα ελάττωμα. Έπινε κι ήτο και εραστής της κυρίας του, η οποία κι εκείνη ήτο ελεήμων και φιλομάρτυς. Και μια μέρα του λέει: «Βρε Βονιφάτιε», —Βονιφάτιος είναι αυτός που κάνει το καλό. Αγλαΐς σημαίνει λάμψη. Δόξα. Λοιπόν.— «δεν πάς στην Ανατολή, που μαρτυράνε εκεί οι χριστιανοί, να μου φερεις άγια λείψανα να τα ‘χουμε για ευλογία, μήπως μας συγχωρέσουν;» Κι εκείνος τι της λέει, θα ‘ταν και πιωμένος; «Αν σου φέρω το δικό μου, τι θα κάνεις;» «Άντε, ρε μπεκρή», λέει, «να φέρεις το δικό σου! Εσύ κι εγώ για μάρτυρες κάνομε!» είχε συναίσθηση! Και πήρε εκείνος δούλους, πήρε χρυσάφι, και πήγε στην Κιλικία, στην πατρίδα εκεί του αποστόλου Παύλου. Στην Ταρσό. Πήρε υπηρέτες. Ε, τους λέει: «Καθίστε, εδώ, παιδιά», εκεί που κατέλυσαν, «θα πάω εγώ μια δουλειά και θα ‘ρθω.» Αυτοί νόμισαν, θα πάει να βρει καμιά ταβέρνα, για να πιει. Γιατί έπινε πάρα πολύ. Μην κατακρίνουμε κανένα, ποτέ. Δεν ξέρεις τι έχει ο άλλος μέσα του. Κρύβει τον παράδεισο κι εμείς βλέπουμε την κόλαση. Πάει κι αυτός, δεν πήγε στην ταβέρνα. Πήγε κατευθείαν εκεί που μαρτυρούσαν οι χριστιανοί. τους είδε, λοιπόν, και κατεπλάγη και τι κάνει; Του ‘ρθε κι αυτού μια φλασιά. Είχαμε πει και για κάποιον άλλο, προηγουμένως και μπαίνει κι αυτός στο στάδιο, εκεί που μαρτυρούσαν. Και λέει: «Κι εγώ χριστιανός είμαι και Βονιφάτιος ονομάζομαι. Τον Χριστό μου προσκυνώ,» τι ήταν αυτός! Τον υπ;eβαλαν σε δεινά βασανιστήρια. Μεγαλομάρτυς είν’ ο Βονιφάτιος. Στο τέλος του απέκοψαν την κεφαλή. Τώρα οι σύντροφοι του λένε: «Τι να ‘γινε αυτός ο άνθρωπος; δεν πάμε να ψάξουμε, μήπως έχει μεθύσει κι έχει ξαπλώσει;» Γιατί τα βλέπουν όλα ισιώματα οι μεθυσμένοι. «Πάμε.» Έψάξαν, πάνε στο στάδιο, λέει: «Αυτός; Εμαρτύρησε, να τος. Να το λείψανο του.» Κι άρχισαν, λοιπόν, και κλαίγανε, τον φιλούσανε, του ζητάγανε συγγνώμη γι’ αυτές τις σκέψεις πό ‘καναν πριν, και τον πήραν και τον πήγανε στη Ρώμη. Η κυρία του βγήκε εννέα χιλιόμετρα απ’ τη Ρώμη, να τον προϋπαντήσει, την φώτισε ο Θεός, τον έθαψε εκεί, σ’ ένα εξοχικό που είχαν, σ’ ένα αγρόκτημα, Αλλά σε λίγο, τι έκανε αυτός; Έβγαζε ιάματα, έκανε θαύματα, ο μπεκρής, ε; Κι όχι μόνο. Πήρε το λείψανό του η αγία, η Αγλαΐς, το ‘φερε στη Ρώμη, έκανε το σπίτι εκκλησία, έβαλε το λείψανο εκεί, το οποίο κι εθαυματουργούσε κάθε μέρα. Ο μπεκρής κι ο ερωδιός. Ο εραστής. Μάλιστα. Κι εκείνη έμενε κοντά, ζώσα εν μετάνοια, και οι ευχές του Βονιφατίου κι ο αγώνας που έκανε την έβαλαν στον παράδεισο. … Είναι συγκινητικά αυτά. Πολύ συγκινητικά και συγκλονιστικά. Γι’ αυτό μην κρίνομε κανέναν, γιατί δεν ξέρομε ο Θεός στο τέλος τι θα του δώσει. Και τι έχει μέσα του ο καθένας. Εμείς κρίνομε το απ’ έξω, ο Θεός κρίνει το από μέσα. Έτσι. Τι γίνεται; Μυστήριο είν’ ο άνθρωπος. Άβυσσος είν’ ο άνθρωπος, λέει ο ιερός Αυγουστίνος.

Βονιφάτιος και Αγλαΐα: Το αμαρτωλό ζευγάρι που αγίασε !