Όταν πρωτάνοιξε το μαγαζάκι του έφτιαχνε παπούτσια κατά παραγγελία. Αριστουργήματα!!!
Αργότερα όταν άνοιξαν τα μαγαζιά που πουλούσαν μοντέρνα παπούτσια, με πολλά σχέδια, η δουλειά έπεσε και ο μαστρο-Ηλίας επιδιόρθωνε μόνο τα πατούμενα των πελατών του.
Μέσα-μέσα του ‘πεφτε και καμμιά παραγγελία απ’ τους παλιούς ευχαριστημένους πελάτες του. Απ’ όλο το Αγρίνιο οι πελάτες του.
Η φήμη του για καλός και φτηνός τσαγκάρης είχε διαδοθεί και το μικρό του μαγαζάκι γεμάτο με παπούτσια όλων των ειδών. Γυναικεία, αντρικά, παιδικά, καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα…
Που έβρισκε άκρη μέσα εκεί…
Η βαριά μυρωδιά της βενζινόκολλας και της βακέτας σ’ έπαιρνε με το που έστριβες στην γωνία.
Κι αυτός καθισμένος στο χαμηλό καρεκλάκι του με την ποδιά του πετσωμένη από τις κόλλες και τις μπογιές, και τα κοντόχοντρα χέρια του να σολιάζουν, να αλλάζουν χρώμα στα παπούτσια των κυράδων, να καρφώνουν τακούνια, να ράβουν τα ξηλωμένα πατούμενα των παιδιών για να βγάλουν άλλη μια χρονιά.
Στη σειρά τα καλαπόδια, αγκαλιασμένα από παπούτσια που ήθελαν άνοιγμα, τα ξύλινα κουτάκια με τις μικροσκοπικές πρόγκες, τα κοπίδια για τις βακέτες, τις σακοράφες, τις λίμες και τα σφυράκια του.
Κι εκεί κάπου πάνω στον πάγκο κουλουριασμένος ο Λένιν, ο γάτος του. Μαζί άνοιγαν το μαγαζί το πρωί, μαζί το έκλειναν το βράδυ και έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι.
Κι εκεί δεν τον περίμενε κανένας τον μάστρο-Ηλία. Βλέπεις η κυρά του βαρέθηκε τον μίζερο τσαγκάρη κι ένα ανοιξιάτικο πρωί, είκοσι τόσα χρόνια πριν, πήρε των οματιών της και εξαφανίστηκε.
“Έφυγε μ΄έναν, με μια κούρσα”, του είπαν, “έναν λιμοκοντόρο με κουστούμι και το μαλλί να γυαλοκοπάει απ΄το μπριγιόλ”.
Έφυγε και του άφησε την Λενιώ του, εφτά χρονών μαξούμι. Στο σχολειό, στη Δευτέρα πήγαινε.
Κι ο μαστρο-Ηλίας, άδειασε μια γωνιά στον πάγκο του τσαγκάρικου, έβαλε άλλο ένα καρεκλάκι και εκεί έγραφε, διάβαζε, μεγάλωνε η Λενιώ.
Έγινε κοτζάμ γυναίκα πήγε Γυμνάσιο, μετά σε μια σχολή, έγινε νοσοκόμα και τώρα δούλευε στην πρωτεύουσα σ’ ένα νοσοκομείο. Δεν παντρεύτηκε, όχι ότι την είχαν πάρει τα χρόνια, αλλά να, ήθελε να δει εγγονάκια πριν κλείσει τα μάτια του.
Έτσι κι απόψε έκλεισε το μαγαζί του μόλις σουρούπωσε και πήρε το δρόμο για το σπίτι με τον Λένιν στο κατόπι του.
Άνοιξε το φως της κουζίνας και πήγε προς το ψυγείο. Του το είχε φέρει από την πρωτεύουσα η Λενιώ του. Χρήσιμο πράμα. Δεν πέταγε τίποτα.
Έβγαλε μια ντομάτα, λίγο τυρί και ένα μπωλάκι με ψάρια. Του τα έφερνε ο φίλος του ο Χριστόφορος, τα υπόλοιπα από τις ψαριές του, για τον Λένιν.
Έβαλε το μπωλάκι στο πάτωμα μουρμουρίζοντας… «Α, ρε μπαγάσα, τρως καλύτερα από μένα».
Κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει. Ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα, έκανε κι αυτόν και τον γάτο του να κοιταχτούν με απορία.
Ποιος να’ ναι τέτοια ώρα; Κάτι άσχημο τρέχει…
Στο κατώφλι του σπιτιού του στέκονταν όρθιο μετά βίας ένα ανθρώπινο ράκος.
– Ηλία, τι κάνεις; Μπορώ να μπω;
– Λάθος κάνετε κυρία. Ο Ηλίας πέθανε.
– Ηλία, εγώ…
– Σας είπα κυρία, κάνετε λάθος. Με συγχωρείτε τώρα. Είμαι κουρασμένος, με σηκώσατε από το κρεββάτι.
Η πόρτα έκλεισε και κλείδωσε.
Το πρωί το τσαγκάρικο του μαστρο-Ηλία δεν άνοιξε.
Οι γείτονες άνοιξαν το σπίτι του. Βρήκαν τον γάτο του τον Λένιν που προσπαθούσε να ξυπνήσει το αφεντικό του.
Είχε περάσει η ώρα. Τι ώρα θα άνοιγαν το μαγαζί;
Υ.Γ Η ιστορία είναι αληθινή, τα ονόματα έχουν αλλαχτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου