Νεῦσον πρὸς ὕμνους, οἰκετῶν Εὐεργέτα
Ἐχθροῦ ταπεινῶν, τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν·
φέρων τε παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας
Ὕπερθεν ἀκλόνητον, ἐστηριγμένους
Μάκαρ μελῳδούς, τῇ βάσει τῆς πίστεως.
Δέξου, στῆσε τὸ αὐτί σου στοὺς ὕμνους ποὺ ψέλνουμε ἐμεῖς οἱ δοῦλοι σου, Εὐεργέτη, καὶ ταπείνωσε τὸ ἀνασηκωμένο φρῦδι τοῦ ἐχθροῦ (τὴν ἀλαζονεία τοῦ διαβόλου) ὑψώνοντας, Ἐσύ ποὺ τὰ βλέπεις ὅλα, ἐμᾶς τοὺς ὑμνωδούς σου, ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα στὸ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς πίστεως.
Ἔδειξεν ἀστήρ, τὸν πρὸ ἡλίου Λόγον
Ἐλθόντα παῦσαι, τὴν ἁμαρτίαν Μάγοις
Σαφῶς πενιχρόν, εἰς σπέος τὸν συμπαθῆ
Σὲ σπαργάνοις ἑλικτόν· ὃν γεγηθότες
Ἶδον τὸν αὐτόν, καὶ βροτὸν καὶ Κύριον.
Ἔδειξε καθαρὰ στοὺς Μάγους ὁ ἀστέρας τὸν (ἄναρχο) Λόγο, ποὺ ὑπῆρξε πρὶν κι ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἥλιο, καὶ ἦρθε νὰ παύσει τὴν ἁμαρτία. Σὲ Σένα τὸν φιλάνθρωπο, τυλιγμένο σὲ σπάργανα μέσα στὸ πενιχρὸ σπήλαιο, ἀναγνώρισαν οἱ Μάγοι καὶ Κύριο καὶ ἄνθρωπο, στὸ ἴδιο πρόσωπο.
Ἔθνη τὰ πρόσθεν, τῇ φθορᾷ βεβυσμένα
Ὄλεθρον ἄρδην, δυσμενοῦς πεφευγότα
Ὑψοῦτε χεῖρας, σὺν κρότοις ἐφυμνίοις
Μόνον σέβοντα, Χριστὸν ὡς εὐεργέτην
Ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς, συμπαθῶς ἀφιγμένον.
Ἔθνη, σεῖς ποὺ εἴσαστε πρὶν βυθισμένα στὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ ποὺ ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψῶστε τὰ χέρια σας μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστόν, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μας συμπάσχοντας νὰ μᾶς σώσει.
Ὁ λαὸς εἶδεν, ὁ πρὶν ἠμαυρωμένος
Μεθ᾿ ἡμέραν φῶς, τῆς ἄνω φρυκτωρίας·
Ἔθνη Θεῷ δέ, κλῆρον Υἱὸς προσφέρει
Νέμων ἐκεῖσε, τὴν ἀπόῤῥητον χάριν
Οὗ πλεῖστον ἐξήνθησεν, ἡ ἁμαρτία.
Ὁ λαὸς ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πρὶν σκοτισμένος (ἀπὸ τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ἁμαρτία), αὐτὸς μετὰ τὴν Ἡμέρα ( της επιφάνειας του Χριστού) γνώρισε τὸ φῶς τῆς ἄνω θεογνωσίας. Αὐτὰ τὰ Ἔθνη ποὺ κληρονόμησε ὁ Υἱός, τὰ προσφέρει στὸν Πατέρα του, ἀφοῦ μοίρασε σ᾿ αὐτὰ χάρη ἄρρητη καὶ περισσή, ἐκεῖ ὅπου πρὶν πλεόναζε ἡ ἁμαρτία.
Και ο ΚΥΡ Φώτης Κόντογλου σχολιάζει όλος έκσταση: "«… Διάβαζα τ᾿ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας, ὅπως ἦταν πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ᾿ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος, ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ᾿ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριὰς ποὺ φυσοῦσε κ᾿ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ᾿ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα! Ὅλα τά ῾βλεπα μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα»…
[Διασκευή στα νέα ελληνικά από την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου από Ι.Μ.ΑΓΙΟΥ.ΙΩ.καρέα]