Ακουμπισμένη στο παραθύρι κοίταζε τα σύννεφα που μαζεύτηκαν στον ουρανό.
-Τι μήνα έχουμε; με ρωτάει
-Δεκέμβρης είναι, της απαντώ.
-Πότε θα ‘ρθει το καλοκαίρι; Μ’ αρέσουν τα καλοκαίρια. Είναι φωτεινά. Τούτη η υγρασία με πειράζει. Κι αυτές οι μουντές μέρες… σαν να σκοτεινιάζει ο κόσμος μέσα μου.
Ρίχνω στην πλάτη της τη ζακέτα, να μην κρυώσει.
Όταν ήταν νέα, αγαπούσε όλες τις εποχές. Μέσα τους έβρισκε πάντα κάτι λυτρωτικό.
Η βροχή, ο αέρας, το χιόνι, όλα αναγκαία είναι, έλεγε. Όλα απ’ το Θεό σταλμένα. Να ξεδιψάσει η γης, να καθαρίσει, να ξαποστάσει απ’ τα λιοπύρια του θέρους.
Τα χρόνια περνούσαν κι άλλαζαν οι εποχές. Γέρασε μες στο μόχθο και κείνα που ονειρεύτηκε δεν ήρθαν.
Απόκαμε και λύγισε παραδομένη σε μοίρα που δεν μπόρεσε να νικήσει, που δεν μπόρεσε ν’ αντέξει. Και σιωπηλά συνθηκολόγησε σε άνισες με τις δυνάμεις της μάχες.
Με τον καιρό έπαψε να παραπονείται. Σαν έπιανε χειμώνας, άνοιγε το παράθυρο κι άφηνε την υγρασία να περάσει ως το μεδούλι του κορμιού της.
Συμβιβάστηκε με τη συννεφιά κι έμαθε να ζει με μέρες που μικραίνουν και σώνονται γρήγορα. Και καρτερούσε πώς και πώς να νυχτώσει. Να πέσει στο κρεβάτι και να κλείσει τα μάτια. Να λησμονήσει όλα εκείνα που στάθηκαν στη ζωή της απάνω.......Όλου του κόσμου τα φθινόπωρα στις πλάτες της ακουμπισμένα. Όλα τα κρύα του χειμώνα στην ψυχή της απλωμένα .
1 σχόλιο:
Το αγαπημένο της εύκολο φαγητό για βραδινο ήταν κριθαράκι μέτριο με λίγο τοματοπολτό, σαν σούπα. Του πατέρα μου η μάνα.
Δημοσίευση σχολίου