Του Μητροπολίτη Ναϊρόμπης π. Μακαρίου
Όταν, προ πολλών ετών, ο αείμνηστος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος ο Ζ΄, μετά τη συγγραφή και έκδοση του τόμου για το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, που, οπωσδήποτε, μου έδωσε την ευκαιρία να εντρυφήσω και να ζήσω, έστω μέσα από τη ζωή και τα έργα των μεγάλων Πατριαρχών Αλεξανδρείας την αίγλη, την προβολή, το κύρος και τη συμβολή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στα θεολογικά γράμματα, με τη σοφία και τη γνώση αλλά, περισσότερο, με την αγιότητά τους, λάμπρυναν ακόμα περισσότερο το δευτερόθρονο Πατριαρχείο.
Σε μια από τις συναντήσεις μας, ο αείμνηστος, συζητώντας μαζί μου, με πρότεινε και με παρότρυνε να παρουσιάσω μια εισήγηση στη σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας για τους Αγίους Πατριάρχες. Ήταν, οπωσδήποτε, για μένα ένα δύσκολο εγχείρημα. Πώς θα μπορούσα εγώ ο χοϊκός να μπω μέσα στην αγιοσύνη των αγίων αυτών ανδρών, που, με τη ζωή και το έργο τους, με την πίστη και τη θυσία τους, εκλέησαν το θρόνο του Αγίου Μάρκου.
Είχα μέσα μου ένα φόβο και έναν ενδοιασμό ταυτόχρονα. Πώς θα μπορούσα να σκιαγραφήσω και να προτείνω στην αγία και ιερά σύνοδο, αξιολογώντας μέσα από τα έργα τους και τη βιωτή τους το πρόσωπο της αγιοσύνης τους;
Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ξεπέρασα, τελικά τους ενδοιασμούς μου, αφού είχα συμπληρώσει αρκετά στοιχεία , τα οποία δικαιολογούσαν του λόγου το αληθές. Δεν είναι της ώρας να ασχοληθώ με τους αγίους Πατριάρχες Αλεξανδρείας, γιατί θα αποτελέσουν ξεχωριστό κεφάλαιο στη συνέχεια της παρούσης έρευνας. Αναφέρω, όμως, τα ονόματά τους: Ιωακείμ ο Πάνυ, Μελέτιος Πηγάς, Κύριλλος Λούκαρης και Γεράσιμος Παλλαδάς.
«Για τους αγίους αγάπη σημαίνει κένωση (ταπείνωση), αυτοπαραίτηση απ’ τις δυνάμεις του «εγώ», υπέρβαση του εαυτού μας. Σημαίνει την τέχνη του να δίνεις και όχι να παίρνεις, να κερδίζεις τη ζωή, δίνοντάς τη για τους άλλους, να πέφτεις άπειρες φορές, καθημερινά, στη φωτιά, για την αγάπη των ανθρώπων. Κι όμως να μη χορταίνεις απ’ αυτή σου την προσφορά».
Λόγια συγκλονιστικά, λόγια αγιαστικά, λόγια σοφίας, που προέρχονται από τη γραφίδα του αγίου Ισαάκ του Σύρου. Αυτά τα αισθήματα αισθάνθηκα κι εγώ από μικρό παιδί, όταν, για πρώτη φορά, αντίκρισα, στη ζωή μου, τους πρώτους γέροντες που υπήρξαν και έγιναν, στη συνέχεια, άγιες μορφές της Εκκλησίας μας.
Η εμπειρία αυτή στάθηκε ορόσημο μέσα στη ζωή μου, γιατί, πραγματικά, μου ενέπνευσαν τι σημαίνει αγώνας ενάντια στα πάθη και τι σημαίνει να μπορείς να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου και ακόμα να θυσιάζεσαι για τον διπλανό σου.
Με έμαθαν να τιμώ και να σέβομαι όλους τους ανθρώπους, αφού ο ουράνιος Πατήρ είναι εκείνος που έπλασε όλους τους ανθρώπους και όλοι στο πρόσωπό μας εκπροσωπούμε τον ίδιο τον Θεό. Όλοι οι άγιοι, μέσα στην παρούσα πνευματική κρίση που διέρχεται η κοινωνία μας, είναι οι εκλεκτοί και είναι εκείνοι που θα στηρίξουν την ανθρωπότητα «διά πίστεως ηνωμένοι και διά των δεσμών προς αλλήλους σφιγγώμενοι» και είναι «οιονεί πύργοι τινές συνεχείς ασφάλειαν εκ της των εναντίων επιδρομής παρεχόμενοι».
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτή την κρίση οι άνθρωποι θα μπορέσουν να αποκτήσουν την απαραίτητη εκείνη πείρα, την εμπειρία, δηλαδή, των αγίων και να μπορέσουν, έτσι, μέσα στην πορεία τους να επιστρέψουν στους κόλπους της Εκκλησίας, όπου θα μπορέσουν να ζήσουν κοντά στους μάρτυρες, στους αγίους, στους οσίους, στους ομολογητές. Αυτός είναι εξάλλου και ο σκοπός και το τέλος της ζωής των ανθρώπων, να προσφέρουμε, δηλαδή, τους εαυτούς μας με αίμα και δάκρυ, για να μπορέσουμε να γίνουμε θυσία ζωντανή και ευπρόσδεκτη στον Κύριό μας.
Στη συνέχεια παραθέτουμε αποσπάσματα από μελέτη μας που σχετίζεται με τους σύγχρονους γέροντες και αγίους της Εκκλησίας μας. Αρχίζουμε με την γνωριμία μας με τον γέροντα Σωφρόνιο. Μετά τον γέροντα Σωφρόνιο, θα ακολουθήσει η γνωριμία και η συναναστροφή μας στα εφηβικά μου χρόνια με τον Άγιο Ιερόμαρτυρα Φιλούμενο, τον οποίο γνώρισα και είχα ως πνευματικό, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στα Ιεροσόλυμα.
Θα ακολουθήσει η συνάντησή μου και η γνωριμία μου, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στην Εσπερία με τον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη. Μια άλλη αγία μορφή από τα φοιτητικά μου χρόνια και τις επισκέψεις μου στην, τότε, Σοβιετική Ένωση, ήταν μια πολύ σημαντική και αγία μορφή της Ρωσίας, ο γέροντας Ναθαναήλ, τον οποίο επισκεπτόμουν, σχεδόν, κάθε χρόνο στο μοναστήρι του, όπου πάντοτε με δεχόταν με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση και είχαμε μαζί ατέλειωτες συζητήσεις.
Για τους μεγάλους αγίους Πατριάρχες Αλεξανδρείας δεν θα παραθέσω μόνο τα στοιχεία που επέλεξα από τις έρευνές μου, αλλά θα παραθέσω και την προσωπική μου μαρτυρία, όταν έψαχνα να βρω στοιχεία, που θα δικαιολογούσαν την αγιοκατάταξή τους. Όλα αυτά γράφονται όχι για την οποιαδήποτε προσωπική προβολή μου αλλά για να τονίσω ιδιαίτερα την παρουσία των αγίων μέσα στη ζωή μας και πώς οι ίδιοι ζουν και αντιλαμβάνονται, ενεργούν και πράττουν για την προσωπική μας θέωση και τελειότητα.
Διάλογοι με τον γέροντα Σωφρόνιο
Στη μακροχρόνια συναναστροφή μου με τον γέροντα Σωφρόνιο, σε ανύποπτο χρόνο, είχαμε αρκετές συζητήσεις και ο ίδιος, πάντοτε, έδινε τις σχετικές απαντήσεις, λύνοντας, έτσι, πολλά από τα προβλήματα και θέματα που με απασχολούσαν.
Όταν, λοιπόν, πέρασε αρκετός χρόνος από τότε που άρχισε να εξομολογούμαι κοντά του, που χρονολογείται από το έτος 1966, έτος της άφιξής μου στην Αγγλία, και ενώ είχα ακολουθήσει, ήδη, άλλους δρόμους, δηλαδή ήθελα να γίνω μουσικός και να διευθύνω ορχήστρα, κάνοντας μεγαλεπήβολα σχέδια, που τώρα μου φαίνονται σαν εξωπραγματικές καταστάσεις, συνέβη η εξής στιχομυθία μαζί του.
Αφού, λοιπόν, τελείωσε το μέρος του μυστηρίου της ιεράς εξομολόγησης, γυρίζει ο γέροντας και μου λέει:
- Ξέρεις, Ανδρέα παιδί μου, εγώ ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου ως καλλιτέχνης – ζωγράφος στο Παρίσι. Δεν έχω καμιά διάθεση να σε στεναχωρήσω ή να σε πιέσω. Όμως, βλέπω ότι ο Θεός σε προορίζει για κάτι διαφορετικό από αυτό που εσύ διάλεξες να ακολουθήσεις.
Εκπλαγείς εγώ από τον τόνο αυτό του γέροντα και το περιεχόμενο των σκέψεών του, με μεγάλη απορία του είπα:
- Τι λέτε, γέροντα; Από μουσικός, τώρα, τι άλλο μπορεί να γίνω; Αφού, όπως ξέρετε η μουσική μου αρέσει και έχω μεγάλη αδυναμία στο πιάνο.
Ο γέροντας, με σοβαρότητα μου απάντησε:
- Ναι, το ξέρω αυτό. Αλλά, να που ο Θεός σε προορίζει για κάτι πιο σημαντικό για την προσωπική σου ζωή και σωτηρία.
Και ερωτώ τον γέροντα:
- Τι είναι αυτό που, κατά τη γνώμη σας και τη σκέψη σας, με προορίζει ο Θεός να κάνω;
Και πάλι ο γέροντας δευτερολογεί και μου λέει:
- Σε προορίζει ο Θεός να γίνεις ένας καλός θεολόγος για να βοηθήσεις την εκκλησία μας, που έχει τόση ανάγκη ανθρώπων σαν κι εσένα.
Η απάντησή μου και η βαθιά έκπληξή μου με οδήγησε να του πω τη φράση:
- Μα, εγώ, γέροντα, από μουσικός θα γίνω θεολόγος; Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα.
Και μου απάντησε:
- Ανδρέα παιδί μου, ακόμα είσαι πολύ νέος και μπορείς να σπουδάσεις, άνετα, την ορθόδοξη θεολογία».
Αφού ο γέροντας μου εξήγησε πού σκεφτόταν να με στείλει για να σπουδάσω την ορθόδοξη θεολογία, μαζί με τους δικούς του μοναχούς, τους πατέρας Κύριλλο και Ραφαήλ και τον λαϊκό Ζαχαρία, αντέδρασα και του είπα:
- Μα, αυτοί ήδη έχουν κάποια γνώση των γλωσσών, όπως της ρωσικής, σλαβονικής, γαλλικής κ.τ.λ. Έχουν κάποια ιδέα και είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρουν και δεν θα δυσκολευτούν.
Ο γέροντας επιμένει και συμπληρώνει:
- Ναι, αυτό είναι γεγονός αλλά πιστεύω ότι θα καταβάλεις κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε όχι μόνο να μάθεις όλα αυτά που εκείνοι γνωρίζουν αλλά στο τέλος θα τους ξεπεράσεις.
Έκανα ένα μορφασμό στο πρόσωπό μου που εξέφραζα την απορία μου και κάποια αντίθεση, όταν είδα ότι, ήδη, ο γέροντας το είχε σίγουρο, μέσα στην ψυχή του και ίσως θα έλεγα ότι έβλεπε το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής στην πορεία της ζωής μου. Του απάντησα και του είπα:
- Καλά, γέροντα, αφήστε με να το σκεφτώ και θα σας απαντήσω σύντομα. Για την ώρα, θα συνεχίσω τις μουσικές μου σπουδές.
Συνέχισα να πηγαίνω κάθε Σαββατοκύριακο, όπου συνεχίζαμε, πάντοτε, τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις και συνομιλίες μας όπως και το μυστήριο της ιεράς εξομολόγησης, που γινόταν κάθε φορά που θα κοινωνούσα.
Την εποχή εκείνη η μονή ήταν άγνωστη στο ευρύ κοινό. Ελάχιστοι άνθρωποι γνώριζαν τον χώρο της ιεράς μονής και λίγοι ήταν εκείνοι που το επισκέπτονταν. Βασικά, υπήρχε το μοναδικό κεντρικό κτίριο εκεί που κοιμόντουσαν όλοι και εμείς οι επισκέπτες, κυρίως οι άνδρες, κοιμόμαστε χάμω, στην τραπεζαρία της μονής.
Το βράδυ η τραπεζαρία γινόταν υπνοδωμάτιο και την υπόλοιπη μέρα ήταν χώρος για όλα τα γεύματα της ημέρας. Ο καιρός περνούσε και ο γέροντας αγωνιούσε να μάθει την απόφασή μου.
Οπότε, σε μια από τις επόμενες συναντήσεις μας, του ανακοίνωσα την απόφασή μου να συνοδεύσω αυτούς, τους δικούς του δηλαδή, που θα πήγαιναν να σπουδάσουν στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο των Παρισίων.
Την εποχή εκείνη, μάλιστα, με υπόδειξη, και πάλι, του γέροντα Σωφρονίου, εργαζόμουν, για να βγάζω τα έξοδά μου, πρώτα σε ένα εργοστάσιο και μετά σε ένα νοσοκομείο, όπου εκτός από τα λίγα χρήματα που έπαιρνα και εξοικονομούσα για τις καθημερινές μου ανάγκες, μπόρεσα και αγόρασα το πρώτο μου ρολόι και ρούχα, όπως κουστούμι και καπαρντίνα.
Ο πατήρ Σωφρόνιος χαιρόταν που με έβλεπε κάθε φορά. Ήταν ακόμα στη μέση ηλικία, θα έλεγα, όμως, ότι φαινόταν πολύ νέος.
Όταν, λοιπόν, ο γέροντας Σωφρόνιος πήρε τη θετική απάντηση από το στόμα μου, έγραψε στον τότε πρύτανη του Θεολογικού Ινστιτούτου, που με συνέστησε να γίνω δεκτός.
Παραθέτω αυτούσια την επιστολή του γέροντα Σωφρονίου (μετάφραση από τα ρωσικά).
Παρ’ αρχιμανδρίτου Σωφρονίου
The Old Rectory
Tolleshunt Knights
By Maldon
Essex
Τη 12η Ιουνίου 1967
Τω πολυσεβάστω Διευθυντή
του Θεολογικού Ινστιτούτου του Αγίου Σεργίου
του Ράντονεζ
εις Παρισίους
Βαθυσέβαστε πάτερ Αλέξιε,
Διά της παρούσης μου επιστολής θα ήθελα, όπως γνωρίσω Υμίν, ότι ο μέλλων να εγγραφή εις το εμπεπιστευμένον Υμίν Ινστιτούτον φοιτητής – Ανδρέας Τηλλυρίδης διέμεινεν επανειλημμένως εν τη ημετέρα Μονή, διό κέκτημαι πλήρη δυνατότητα, όπως μαρτυρήσω Υμίν το υψηλόν ήθος της διαγωγής αυτού.
Εκτός τούτου, μοι είναι γνωστός ο διακαής αυτού πόθος, όπως αφιερωθή την μελέτην της θεολογίας επί σκοπώ της αφιερώσεως της ζωής αυτού εις την Εκκλησίαν. Όθεν πέπεισμαι, ότι το Ινστιτούτον ουδέποτε θα έχη αφορμήν τινα δυσαρεσκείας μετ’ αυτού.
Δέξασθε πιστοποίησιν του ειλικρινούς μου πρός Υμάς σεβασμού.
Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος
***
Αμέσως μετά ο γέροντας Σωφρόνιος, για να με ενημερώσει και να με καθησυχάσει, στις 14 Ιουνίου 1967, μου απέστειλε την παρακάτω επιστολή:
Αγαπητέ εν Χριστώ Ανδρέα,
Ειρήνη υμίν και χάρις από του Κυρίου.
Καθώς εζητήσατε έγραψα την απαιτούμενη σύστασιν και την έχω στείλει, ήδη, στον Πρύτανιν του Ινστιτούτου Πρωθιερέα Αλέξιον.
Χάρηκα κι εγώ ού μετρίως για σας.
Μετά πολλών μου ευχών και αγάπης εν Χριστώ,
Αρχιμ. Σωφρόνιος
Χαιρετίσματα από όλους μας.
Φθάσαμε, έτσι, στο Παρίσι. Άρχισαν οι σπουδές. Οι δυσκολίες με τις γλώσσες ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Επειδή, όμως, σκεφτόμουνα τους λόγους του γέροντα Σωφρονίου, ότι θα ξεπεράσω τις δυσκολίες και θα τα καταφέρω, ήδη, από το πρώτο τρίμηνο είχα προχωρήσει αρκετά. Βέβαια, κάθε μέρα, έκανα εντατικά γαλλικά, σλοβενικά και ρωσικά.
Ταυτόχρονα θεολογία. Τι να προφθάσω; Έδωσα τις πρώτες εξετάσεις. Τα κατάφερα, τελικά. Όταν επέστρεψα πίσω στη μονή για τις διακοπές, ο γέροντας Σωφρόνιος, χαριτολογώντας, άρχισε να με εξετάζει, πόσα γαλλικά ή ρωσικά ήξερα. Ευχαριστήθηκε,
ιδιαίτερα, όταν είδε ότι όντως είχα κάνει προόδους. Τα πέντε χρόνια στις θεολογικές σπουδές ήταν χρόνια, ίσως, τα καλύτερα της ζωής μου, γιατί, ταυτόχρονα, με τα ακαδημαϊκά υπήρχε έντονη λειτουργική ζωή, όπου συμμετείχαμε όλοι μας. Οι καθημερινές ακολουθίες, πρωί και βράδυ, ήταν το κορύφωμα της εσωτερικής αλλαγής του καθενός μας, γιατί, πραγματικά, ζούσαμε ένα ανεξήγητο μυστήριο, το οποίο, τελικά, μας κράτησε δεμένους με το ήθος και την πράξη της ορθοδοξίας.
Όλα τα χρόνια κύλησαν ήρεμα και αποτελεσματικά. Μαζί με τους άλλους, τους συμμαθητές μου δηλαδή από τη μονή, περνούσαμε τις διακοπές μας, εκεί στο Έσσεξ, μαζί με τον γέροντα, όπου είχαμε πολλές πνευματικές εμπειρίες. Εκείνο τον καιρό, μάθαμε τι σημαίνει νοερά προσευχή, η προσευχή του Ιησού με το κομποσκοίνι.
Ο γέροντας καθόταν στη γωνιά και είχε από πάνω την εικόνα του γέροντα Σιλουανού. Όλοι προσευχόντουσαν και επικοινωνούσαν με τα μυστήρια της αποκάλυψης. Πολλές ευκαιρίες δόθηκαν κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων. Ευκαιρίες, με δυσκολίες φυσικά, αλλά λόγω της έντονης παρουσίας του γέροντα Σωφρονίου μέσα στη ζωή μας, υπήρχε μια ανακούφιση και μια κρυφή ελπίδα ότι, στο τέλος, όλα θα πήγαιναν καλά.
Έγινε, ακριβώς, όπως το προέβλεψε ο γέροντας. Όλοι μας δώσαμε τις επί πτυχίω εξετάσεις και τη σχετική επιστημονική εργασία. Μετά από πέντε χρόνια επιστρέψαμε, μόνιμα, στη μονή και ο γέροντας, χαμογελώντας και ευφραινόμενος, μου είπε χαρακτηριστικά:
- Συγχαρητήρια, Ανδρέα παιδί μου. Δε στο έλεγα; Εσύ θα τους ξεπεράσεις αυτούς και θα πάρεις καλύτερους βαθμούς και θα έχεις άριστα αποτελέσματα. Βλέπεις, λοιπόν, τώρα πως ο Θεός σε ευλόγησε και πόσο ωφελήθηκες από την εκεί παραμονή σου. Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού.
Ευχαρίστησε τον Θεό γι’ αυτό που σου χάρισε όλα αυτά τα χρόνια, γιατί ήταν μαζί σου, δίπλα σου και είναι αυτός που σε κράτησε δυνατό και ακμαίο. Δεν απογοητεύτηκες παρ’ όλες τις δυσκολίες που συναντούσες στην πορεία αυτής της δοκιμασίας. Τώρα είσαι ένας τέλειος θεολόγος.
Αφού μου είπε αρκετά, πώς πρέπει ένας θεολόγος να ζει και να συμπεριφέρεται – κάποτε θα τα γράψω, όχι τώρα όμως – πήρα τον λόγο και τον ευχαρίστησα.
Νόμιζα ότι ήταν αρκετά αυτά τα οποία έμαθα και ότι ήμουν έτοιμος να επιστρέψω στην Κύπρο, για να αναζητήσω εργασία. Ο πατήρ Σωφρόνιος, όμως, με σοβαρότητα, μου λέει:
- Ακόμα δεν αρχίσαμε. Έχεις πολλά να κάνεις, έχεις πολλά να μάθεις. Πού να πας; Σε περιμένουν άλλες σπουδές; Υπάρχει ένα άλλο πρόγραμμα για τη συνέχεια της πορείας σου.
Ξαφνιασμένος εγώ τον ρώτησα:
- Δηλαδή τι εννοείτε; Θα συνεχίσω να σπουδάζω;
Και μου απάντησε:
- Και βεβαίως θα συνεχίσεις. Θα πας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου εκεί θα αρχίσεις να ασχολείσαι με ανώτερες σπουδές, για να καταλήξεις στο διδακτορικό.
Του απάντησα:
- Γέροντα, έχω τέτοιες γνώσεις για να μπορέσω να σπουδάσω σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο και να κάνω διδακτορικό;
Και μου απάντησε:
- Βεβαιότατα. Θα πας εκεί, όπου θα συναντήσεις τον πατέρα Κάλλιστο Γουέαρ, όπου θα σε καθοδηγήσει πώς πρέπει να κάνεις αίτηση για να γίνεις δεκτός από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Έμεινα, για λίγο, άφωνος.
Μόνος μου σκέφτηκα τις αδυναμίες μου για τέτοιες ανώτερες σπουδές. Τα αγγλικά που ήξερα ήταν εκείνα του γυμνασίου της Κύπρου και οι γνώσεις μου ήταν περιορισμένες, όσο κι αν προσπάθησα όλα αυτά τα πέντε χρόνια στο Παρίσι να εμπεδώσω σε πολλές μελέτες και έρευνες. Τότε ο γέροντας Σωφρόνιος με ρωτά:
- Αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου;
Και του είπα:
- Ναι, γέροντα, γιατί ξέρω ότι το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης θεωρείται ένα από τα καλύτερα στον κόσμο.
Και δευτερολόγησε:
- Εσύ θα πας, θα κάνεις τις σχετικές ενέργειες, όπως σου υπέδειξα και μετά θα ξαναμιλήσουμε.
Έτσι κι έγινε. Μετά από λίγες μέρες έφθασα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, είχα συνάντηση με τον πατέρα Κάλλιστο Γουέαρ, όπου ο ίδιος με ενεθάρρυνε, μεν, αλλά μου είπε και τις δυσκολίες που υπάρχουν.
Δεν απέρριψε την ιδέα, μου είπε να υποβάλω τα χαρτιά μου και εκείνος θα βοηθήσει, όσο μπορεί. Πράγματι, ακολούθησα τις οδηγίες του και επέστρεψα χαρούμενος πίσω στη μονή, όπου έμεινα και πάλι μαζί με τον γέροντα Σωφρόνιο.
Οι προβλέψεις του, ήδη, άρχισαν να εκπληρώνονται. Κάθε μέρα που μιλούσαμε αυτό ήταν το κύριο θέμα, μαζί με άλλα συναφή για την προσωπική μου ζωή.
Η αγάπη μου προς τη μουσική δεν εγκαταλείφθηκε όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνο το πιάνο που ήταν ξεκούρδιστο και ήταν πεταμένο μέσα σε ένα στάβλο, στο χώρο της μονής, ήταν η ξεκούρασή μου, στον ελεύθερό μου χρόνο.
Ντάγκα ντούγκου, κάθε μέρα τους ξετρέλαινα όλους.
Ο πατήρ Σωφρόνιος, που έβγαινε έξω να κάνει περίπατο, σταματούσε στην πόρτα του στάβλου, για να με ακούσει και να παρακολουθήσει, ακριβώς, τι έκανα και πώς έπαιζα το πιάνο. Χαμογελούσε και κουνούσε το κεφάλι του.
Έδειχνε, πάντως, πλήρη συγκατάβαση και κατανόηση. Ναι, μεν, έγινα θεολόγος, αλλά κράτησε, μέσα μου, η φλόγα αυτή της μουσικής, όπως έκανε κι εκείνος έτσι, όταν ήταν νέος, και από κοσμική ζωγραφική συνέχισε να χρησιμοποιεί το ταλέντο του στην αγιογραφία.
Όλα, λοιπόν, προχωρούσαν κανονικά. Μου ήρθε η απάντηση από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που ήταν θετική, λόγω των δύο συστατικών επιστολών που έλαβα από δύο πολύ σπουδαίους καθηγητές μου. Ο ένας από το πανεπιστήμιο της Σορβόννης και ο άλλος από τη θεολογική ακαδημία. Τώρα εκείνο που ήταν δύσκολο ήταν το οικονομικό, που έπρεπε να το έχω λύσει εκ των προτέρων.
Ο γέροντας Σωφρόνιος μου υπέδειξε να κατέβω στην Κύπρο και να ζητήσω από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο οικονομική ενίσχυση, αφού ήξερε ότι όλα αυτά τα χρόνια που ήμουνα στο Παρίσι με βοηθούσε. Έτσι κι έγινε.
Δεν έχασα χρόνο, γιατί έπρεπε να έχω απάντηση και, σίγουρα πράγματα, πριν τον Σεπτέμβριο. Κατέβηκα, λοιπόν, στην Κύπρο, συνάντησα τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος, προτού καν του ζητήσω βοήθεια, μόνος του, μου ζήτησε, επειδή έβλεπε ότι ήμουν επιμελής στις σπουδές μου στο Παρίσι, ότι ήταν πρόθυμος αν ενδιαφερόμουνα για μεταπτυχιακές σπουδές, δηλαδή ένα διδακτορικό, ήταν έτοιμος να αναλάβει εξ ολοκλήρου όλα τα έξοδα.
Η τελευταία μου επίσκεψη και συνάντηση με τον γέροντα Σωφρόνιο χρονολογείται τον Δεκέμβριο του 1991, όταν, ήδη, είχα συμπληρώσει αρκετά χρόνια στον χώρο της εξωτερικής ιεραποστολής.
Μέσα μου αισθανόμουν ότι η αποστολή μου έπρεπε, κάποτε, να τελειώσει, έτσι όπως ήμουν λαϊκός. Προετοιμάστηκα, μέσα μου, αρκετά, πώς να μιλήσω στον γέροντα και πώς να του ζητήσω την ευλογία του για να αποχωρήσω, τελικά, από τον χώρο της Αφρικής.
Σκεφτόμουν με τα δικά μου τα μυαλά και με τις δικές μου διαθέσεις και προϋποθέσεις. Τα έβαλα όλα στη σειρά και ήμουν προετοιμασμένος να του εκθέσω ποια θα μπορούσαν να ήταν τα μελλοντικά μου σχέδια. Μπήκαμε, λοιπόν, στον συνηθισμένο χώρο του γραφείου του για εξομολόγηση.
Είναι γεγονός ότι η Αφρική μου έδωσε πολλές ευκαιρίες, πολλές δοκιμασίες, χαρές και λύπες, πειρασμούς και αδυναμίες, αλλά και πολλές ελπίδες. Προτού, ακόμα, ανοίξω το στόμα μου, ο γέροντας μπαίνει, ήδη, απευθείας στο θέμα και αρχίζει να μου λέει πως η ώρα για να αποχωρήσω από την Αφρική δεν έφθασε.
Μου είπε ότι είχα πολύ χρόνο να υπηρετήσω στον χώρο της μαύρης ηπείρου και πολλά να προσφέρω στους Αφρικανούς αδελφούς μας.
Έτσι, όπως καθόμαστε, στη γωνιά εκείνη του γραφείου του, στον καναπέ, κουνούσε το χέρι του και μου έκανε αυστηρές παρατηρήσεις ότι ένας χώρος όπως είναι η Αφρική χρειάζεται νέους με ζήλο, σαν κι εμένα, σαν να μου έλεγε να ξεχάσω τις οποιεσδήποτε άλλες ιδέες, προετοιμασίες και προγράμματα για το μέλλον μου.
- Άκουσε, Ανδρέα παιδί μου, ο Θεός σε έχει προορίσει για να υπηρετήσεις τους αδελφούς μας ορθοδόξους της Αφρικής.
Όπως καταλαβαίνει, κανείς, δεν είχα πλέον κανένα λόγο να του πω αυτά που είχα στον νου μου και τα είχα τόσο καλά ταξινομήσει πώς να του τα εκθέσω.
Επειδή εκείνο τον καιρό ο γέροντας είχε αρχίσει να αισθάνεται κάποιους πόνους στο σώμα του είχε ανάγκη από άσκηση, οπότε μετά από την εξομολόγηση μου είπε να πάμε να περπατήσουμε έξω στον κήπο.
Και, πράγματι, με πήρε «αγκαζέ», μου κρατούσε πολύ σφικτά το χέρι μου και με το άλλο το μπαστούνι του και κάναμε τον γύρο του μοναστηριού.
Περπατούσαμε, περπατούσαμε, γυρίζαμε, ξαναγυρίζαμε, οπότε, ξαφνικά, σε μια στιγμή, γυρίζει και μου λέει:
- Σύντομα θα σου προτείνουν να γίνεις επίσκοπος. Μην αρνηθείς.
Η άμεση αντίδρασή μου ήταν:
- Μα, γέροντα, δεν με βλέπετε πώς είμαι; Ακόμα είμαι λαϊκός, ούτε καν διάκονος. Πώς θα γίνω επίσκοπος;
Συνεχίσαμε να περπατούμε οπότε μου λέει:
- Αυτά που θα σου πω σήμερα είναι πολύ σημαντικά και άκουσέ τα με πολλή προσοχή για να μπορέσεις στο τέλος να γίνεις ο τέλειος αρχιερεύς που θα μπορέσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ταλαιπωρημένο λαό της Αφρικής.
Και πάλι η αντίδρασή μου ήταν η συνηθισμένη, η ήδη γνωστή. Στον αντίλογό μου είπα στον γέροντα:
- Ποια σύνοδος, ποιος πατριάρχης, ποιος επίσκοπος θα προτείνει εμένα, έναν λαϊκό να γίνει επίσκοπος;
Ο γέροντας ήταν βέβαιος, αποφασισμένος και κατηγορηματικός. Τότε κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να αντιδράσω αρνητικά αλλά να του δείξω ότι κάνω υπακοή και ότι θα ακολουθήσω τις συμβουλές του και θα περιμένω.
Η υπακοή ήταν εκείνη που θα έσωζε όλη την κατάσταση. Αυτό ήταν και το τέλος εκείνης της τελευταίας συνομιλίας μας.
Τον αποχαιρέτισα και έφυγα με ένα τελείως διαφορετικό σκοπό, πια, στη ζωή μου.
Μετά από λίγες μέρες επέστρεψα πίσω στην Κένυα και με τον πατριαρχικό, τότε, έξαρχο Μητροπολίτη Άκκρας Πέτρο, τον μετέπειτα Πατριάρχη, περιοδεύαμε την ανατολική Αφρική.
Περιοδεύσαμε αρκετές, σχεδόν όλες, τις κοινότητες της Κένυας, της Ουγκάντας και βρισκόμαστε τώρα στην Τανζανία στα πιο απομακρυσμένα. Μόλις σκοτείνιαζε, αφού δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, υποχρεωτικά με τον έξαρχο κάναμε βόλτες και συζητούσαμε, μιλούσαμε για τα τρέχοντα ζητήματα και προβλήματα στην ανατολική Αφρική.
Το βράδυ κοιμόμαστε στις χορτοκαλύβες. Για μια, Λοιπόν, στιγμή γυρίζει και μου λέει ο έξαρχος:
- Ξέρεις τι σκέφτηκα, Ανδρέα; Η καλύτερη λύση είναι να εισηγηθώ στην επόμενη σύνοδο να γίνεις επίσκοπος. Εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω να υπηρετώ 22 κράτη στη δυτική Αφρική και 3 στην Ανατολική Αφρική.
Η αντίδρασή μου, βέβαια, προς τον έξαρχο ήταν, σχεδόν, όμοια με εκείνη όταν συνομιλούσα με τον γέροντα Σωφρόνιο, αλλά και πάλι ενθυμούμενος τα λόγια του λόγια του γέροντα Σωφρονίου, στο τέλος, είπα στον έξαρχο:
- Αν έτσι νομίζετε και ότι μπορείτε να το κατορθώσετε, τότε προχωρήστε. Δεν έχω καμιά αντίρρηση.
Πέρασαν μερικοί μήνες και ένα πρωινό χτύπησε το τηλέφωνο. Στη γραμμή ήταν ο τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Παρθένιος ο Γ΄, ο οποίος με δυνατή φωνή, με βεβαιότητα και αυθορμητισμό, μου λέει:
- Ανδρέα, παιδί μου, σήμερα θα εισηγηθώ στη σύνοδο την προαγωγή σου σε επίσκοπο. Τι λες;
Χωρίς δεύτερη σκέψη θυμήθηκα τον γέροντα Σωφρόνιο και του απάντησα:
- Να ’ναι ευλογημένο, Μακαριότατε, ό,τι αποφασίσει η αγία και ιερά σύνοδος, θα το αποδεχθώ. Προσεύχεσθε για μένα και την αναξιότητά μου.
Πράγματι, σε διάστημα δύο μηνών, μετά την απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, χειροτονήθηκα διάκονος, πρεσβύτερος και επίσκοπος, μέσα σε πέντε μέρες.
Με προεξάρχοντα τον τότε Μητροπολίτη Άκκρας και Πατριαρχικό Έξαρχο, τον μετέπειτα Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο Ζ΄ και τους Μητροπολίτη Αξώμης Πέτρο και Επίσκοπο Ναυκράτιδος Θεόδωρο.
Έτσι, με τον τρόπο αυτό, εκπληρώθηκε η προφητεία του γέροντα Σωφρονίου. Δεν χρειάζονται περισσότερα σχόλια.
Ο γέροντας Σωφρόνιος, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, μου απέστειλε ιδιόχειρη σημείωση στα ρωσσικά, που σε μετάφραση έλεγε τα εξής:
Με μεγάλη χαρά έμαθα για το νέο σας όνομα και για τον πολλαπλασιασμό της διακονίας σας.
Η αρρώστια μου με εμποδίζει να σας γράψω αλλά ανεφώνησα (ύμνησα): «Επίβλεψον, Κύριε επί τη ταπεινώσει του δούλου σου».
Δέσποτα, προσευχήθου για μας, ευλόγησέ μας και προστάτεψέ μας, με το νέο σας αξίωμα. Συγχωρέστε με για την κακογραφία.
Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος
Αυτή ήταν και η τελευταία επιστολή από τον γέροντα Σωφρόνιο.
Οι συνομιλίες μου και οι επαφές μου με τον γέροντα Σωφρόνιο, που διήρκησαν μια ολόκληρη τριακονταετία χαράχτηκαν μέσα στην ψυχή μου και επισφράγισαν, στη συνέχεια, όλη τη ζωή μου, σ’ όλους τους τόπους όπου έζησα, μα, ιδιαίτερα, στον χώρο της Αφρικής, γιατί, πολλές φορές, στις δύσκολες περιπτώσεις της διακονίας μου, επικαλέστηκα το όνομά του και ζήτησα την επέμβασή του.