Τέσσερις μέρες πρὶν πεθάνει ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν ἤθελε νὰ μᾶς μιλήσει περαιτέρω. Τὸ πρόσωπό του ἦταν φωτεινὸ κι ὄχι θλιμμένο, ἀλλὰ γεμᾶτο ἔνταση. Εἶχε τὴν ἴδια ἔκφραση, ὅπως ὅταν θὰ τελοῦσε τὴ λειτουργία. Δὲν ἄνοιγε τὰ μάτια του, οὔτε πρόφερε λέξεις ἀλλὰ σήκωνε τὸ χέρι του εὐλογῶντας μας. Μᾶς εὐλογοῦσε χωρὶς λόγια, κι ἐγὼ καταλάβαινα ὅτι θὰ ἔφευγε. Ἔτσι, δὲν ἤθελα νὰ τὸν ἀπασχολῶ. Προηγουμένως, συνήθιζα νὰ προσεύχομαι, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ ἐπεκτείνει τὸ γῆρας του, ὅπως λέμε στὴ λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «τὸ γῆρας περικράτησον». Ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείνων τῶν ἡμερῶν, εἶδα ὅτι ἔφευγε, κι ἔτσι ἄρχισα νὰ λέγω: «Κύριε δώρισε στὸν δοῦλο σου πλουσίαν εἴσοδον στὴ βασιλεία σου». Προσευχόμουν χρησιμοποιῶντας τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅπως διαβάζουμε στὴ Β΄ Ἐπιστολή του (Β΄ Πέτρου 1,11).
Ἔτσι ἔλεγα ἐπιμόνως :«Θεέ μου, δώρισε πλουσίαν εἴσοδον στὸ δοῦλο σου καὶ τοποθέτησε τὴν ψυχή του μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες του» καὶ ὀνόμαζα ὅλους τοὺς συντρόφους του ἀσκητὲς, ποὺ ἤξερα ὅτι εἶχε στὸ Ἁγιον Ὅρος, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ καὶ μετὰ ὅλους τοὺς ἄλλους.
Τὴν τελευταία μέρα πῆγα νά τον δῶ στὶς ἕξι τὸ πρωΐ. Ἠταν Κυριακὴ καὶ τελοῦσα τὴν πρωϊνὴ λειτουργία, ἐνῶ ὁ πατὴρ Κύριλλος μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἱερεῖς θὰ τελοῦσαν τὴ δεύτερη. Ἀντιλήφθηκα, ὅτι ἐπρόκειτο νὰ μᾶς ἀφήσει τὴ μέρα ἐκείνη. Πῆγα καὶ ἄρχισα τὴν Πρόθεση. Οἱ Ὧρες ἄρχισαν στὶς ἑφτὰ καὶ μετὰ ἀκολούθησε ἡ λειτουργία. Εἶπα μόνο τὶς εὐχὲς τῆς Ἀναφορᾶς, διότι στὸ μοναστήρι μας ἔχουμε τὴ συνήθεια νὰ τὶς διαβάζουμε ἐκφώνως. Γιὰ τὶς ὑπόλοιπες, ἡ προσευχή μου ἦταν συνεχῶς: «Κύριε, δώρισε πλουσίαν εἴσοδο στὴ βασιλεία σου στὸ δοῦλο σου». Ἡ λειτουργία ἐκείνη ἦταν διαφορετικὴ ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες. Τὴ στιγμὴ ποὺ εἶπα «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις» ὁ πατὴρ Κύριλλος εἰσῆλθε τὸ ἱερό. Κοιτάξαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἄρχισε νὰ κλαίει κι ἐννόησα, ὅτι ὁ πατὴρ Σωφρόνιος εἶχε φύγει. Ρωτῶντας ποιά ὥρα εἶχε ἀναχωρήσει, ἤξερα, ὅτι ἦταν ἡ ὥρα ποὺ διάβαζα τὸ εὐαγγέλιο.
Πῆγα παράμερα, διότι ὁ πατὴρ Κύριλλος ἤθελε νὰ μιλήσει μαζί μου καὶ μοῦ εἶπε: «Μετάδωσε τὴν Κοινωνία στοὺς πιστοὺς καὶ μετὰ ἀνακοίνωσε τὴν ἀναχώρηση τοῦ πατρὸς Σωφρονίου καὶ κάνε τὸ πρῶτο Τρισάγιο. Θὰ κάνω τὸ ἴδιο στὴ δεύτερη λειτουργία». Ἔτσι διαμοίρασα τὸν Ἀμνὸ καὶ μετάλαβα• μετέδωσα στοὺς πιστοὺς τὴ Θεία Κοινωνία καὶ τελείωσα τὴ Θεία Λειτουργία. Δὲν γνωρίζω πῶς τὰ κατάφερα. Μετὰ βγῆκα ἔξω καὶ εἶπα στὸν κόσμο:
«Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, διότι στὰ λόγια του βρίσκουμε τὴ σωτηρία καὶ τὴ λύση κάθε ἀνθρώπινου προβλήματος. Καὶ τώρα πρέπει νὰ κάνουμε, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ λειτουργία, δηλαδὴ νὰ εὐχαριστήσουμε, νὰ ἱκετεύσουμε, νὰ παρακαλέσουμε. Ἔτσι, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει τέτοιο πατέρα, κι ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του». «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν …», κι ἄρχισα τὸ Τρισάγιο. Τὸν βάλαμε στὴν ἐκκλησία γιὰ τέσσερις μέρες, διότι ἡ Κρύπτη δὲν ἦταν ἀκόμη τελειωμένη κι ὁ τάφος δὲν εἶχε ἀκόμη κτισθεῖ. Τὸν ἀφήσαμε ἀκάλυπτο στὴν ἐκκλησία γιὰ τέσσερι μέρες καὶ συνεχῶς διαβάζαμε τὰ ἅγια Εὐαγγέλια ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος, ξανὰ καὶ ξανά, ὅπως εἶναι τὸ ἔθος γιὰ ἱερεῖς. Διαβάζαμε τὰ ἅγια εὐαγγέλια καὶ διαβάζαμε Τρισάγια καὶ ἄλλες προσευχές. Εἴχαμε τὶς ἀκολουθίες, τὴ λειτουργία, αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ, στὴ μέση τῆς ἐκκλησίας γιὰ τέσσερεις μέρες.
Ἦταν σὰν Πάσχα, ἦταν τέτοια ὄμορφη κι εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα! Κανένας δὲν ἔδειξε ὁποιανδήποτε ὑστερία, καθένας προσευχόταν μὲ ἔμπνευση. Εἶχα ἕνα φίλο ἀρχιμανδρίτη, ποὺ συνήθιζε νὰ ἔρχεται στὸ Μοναστήρι κάθε χρόνο καὶ νὰ περνᾶ λίγες ἑβδομάδες κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ, τὸν πατέρα Ἰερόθεο Βλάχο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τὸ βιβλίο «Μιὰ βραδιὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους». Τώρα εἶναι μητροπολίτης Ναυπάκτου. Ἔφτασε, μόλις ἔμαθε ὅτι ὁ πατὴρ Σωφρόνιος πέθανε. Αἰσθάνθηκε τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ μοῦ εἶπε: «Ἂν ὁ πατὴρ Σωφρόνιος δὲν εἶναι ἅγιος, τότε δὲν ὑπάρχουν ἅγιοι». Ἔτυχε νὰ ἔχουμε μερικοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν γιὰ νὰ δοῦν τὸν πατὴρ Σωφρόνιο, μὰ δὲν τὸν βρῆκαν ζωντανό. Ὁ πατὴρ Τύχων ἀπὸ τὴ Σιμωνόπετρα ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτούς. Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονταν Ἕλληνες στὴν Ἀγγλία γιὰ ἰατρικοὺς λόγους, εἶχαν τὴν συνήθεια νὰ ἔρχονται στὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ τοὺς διαβαστεῖ μιὰ προσευχὴ ἀπὸ τὸν πατὴρ Σωφρόνιο, διότι πολλοὶ εἶχαν θεραπευθεῖ.
Τὴν τρίτη ἢ τὴν τέταρτη μέρα μετὰ τὸ θάνατο τοῦ π. Σωφρονίου, ἦρθε μιὰ οἰκογένεια μὲ ἕνα παιδὶ δεκατριῶν χρονῶν. Εἶχε ὄγκο στὸν ἐγκέφαλο κι ἡ ἐγχείρησή του ἦταν καθορισμένη γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα. Ὁ πατὴρ Τύχων ὁ Σιμωνοπετρίτης ἦλθε καὶ μοῦ εἶπε: «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολὺ λυπημένοι ἦρθαν καὶ δὲν βρῆκαν τὸν πατὴρ Σωφρόνιο. Γιατί δὲν διαβάζεις μερικὲς προσευχὲς γιὰ τὸ παιδί»; Τοῦ εἶπα: «ἂς πᾶμε μαζί. Ἔλα καὶ κάνε μου τὸν ἀναγνώστη. Θὰ διαβάσουμε μερικὲς προσευχὲς στὸ ἄλλο παρεκκλήσι». Πήγαμε καὶ διαβάσαμε τὶς προσευχὲς γιὰ τὸ παιδὶ καὶ στὸ τέλος ὁ πατὴρ Τύχων εἶπε: «Ξέρεις, γιατί δὲν περνᾶτε τὸ παιδὶ κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο τοῦ πατὴρ Σωφρονίου; Θὰ θεραπευθεῖ. Χάνουμε τὸ χρόνο μας διαβάζοντας προσευχές». Τοῦ ἀπάντησα, ὅτι δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κάνω αὐτό, διότι ὁ κόσμος μποροῦσε νὰ πεῖ, ὅτι μόλις ἔχει πεθάνει καὶ ἤδη προσπαθοῦμε νὰ προωθήσουμε τὴν ἁγιοποίηση του.
«Νὰ τὸ κάνεις ἐσύ», τοῦ εἶπα. «Εἶσαι Ἁγιορείτης μοναχός. Δὲν θὰ πεῖ κανένας τίποτε». Πῆρε τὸ ἀγόρι ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ πέρασε κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο. Τὴν ἑπομένη ἔκαναν ἐγχείρηση στὸ παιδὶ καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε. Ἔκλεισαν τὸ κρανίο καὶ εἶπαν: «Λανθασμένη διάγνωση. Θὰ ἦταν πιθανῶς φλόγωση». Ἔτυχε τὸ παιδὶ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα γιατρὸ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ποὺ εἶχε τὶς πλάκες ἀκτίνων Χ ποὺ ἔδειχναν τὸν ὄγκο, ποὺ τοὺς εἶπε: «Ξέρετε καλὰ, τί σημαίνει αὐτὴ ἡ «λανθασμένη διάγνωση»». Τὸ παιδὶ μεγάλωσε. Τώρα εἶναι 27 χρονῶν καὶ εἶναι πολὺ καλά.