Είχε ή κυρα Σοφία ένα γιό τόν Μανωλιο. Χήρα πολύ ευλαβής. Τόνε πάντρεψε μέ μία καλή κοπέλα καί εκαναν ένα μωρό. Ήρθε ή ώρα έφυγε στά καράβια ό Μανωλιος. Ναυτικός. Στό νησί μείνανε οί δυο ή γυναίκες μονες μέ τό μωρό. Στό χωριό είχε καλό όνομα ή κυρα Σοφία. Πλύστρα. Δύσκολα χρόνια. Αξιοπρεπής. Ήρθε μία μέρα ένας πατωματάς γιά τό σπίτι. Κορόιδεψε τήν νυφη καί τήν ατιμασε. Περασαν οί μήνες καί ή νύφη κατάλαβε ότι είχε μωρό. Τό έκρυβε. Είχε καί λογισμους.
Τό αποφάσισε.
Θά φαρμάκωνονταν.
Τό κατάλαβε ή κυρά Σοφία. Τί κάνεις μωρέ. Τής είπε. Δύο ψυχές?
Θά μείνεις μέσα μέχρι νά γεννήσεις καί έχει ό θεος. Έτσι τής είπε ή πεθερά. Κρύφτηκε από τό κόσμο καί λέγανε ότι είναι χτικιάρα.
Γέννησε ένα βραδυ μέ τήν πεθερά καί σκαρφίστηκε ή πεθερά νά βγάλει τό μωρό στό καλάθι έξω από τήν πόρτα ότι τάχατε τό αφήσανε στό κατώφλι τους. Ξημέρωσε ό Θεός τήν ημερα.
Φωνές κακό..
Ένα κούτσικο.
Φώναξε καλά ή κυρά Σοφία νά ακούσουν όλοι.
Ήρθαν οί χωριανοί.
Αφού τό αφήσανε σέ εμάς είπε ή κυρά Σοφία εμείς νά τό μεγαλώσουμε.
Τό πήραν μέσα. Τό είδε τό νησί. Τό βύζαξε κρυφά ή νύφη.
Πέρασε ό καιρός.
Ήρθε ό γιός.
Τί είναι αυτό.
Αυτό γιέ μου τό άφησαν εδώ καί τό μεγαλώσαμε. Είπε ή μάνα.
Από Θεό είναι γιέ μου.
Καί τό μεγάλωσαν σάν παιδι τους.
Πέρασαν τά χρόνια. Κοιμήθηκε ή κυρά Σοφία καί τήν κάμαν ανακομιδή.
Άνοιξαν τό μνήμα καί ευωδίασε τό χωριό. Θαύμασαν όλοι.
Αγία είπαν παντού ευωδιά ουράνια.
Γιατί?
Ρωτούσαν
Έπεσε στά γονατα ή νύφη καί έκλαψε.
Θά σού πώ, είπε τού αντρα της.
Καί τού τά ειπε ολα.
Και την συγχώρεσε.
Αφου σε συγχώρεσε η μανα μού πως δεν θα σε συγχώρεσω εγώ?
Ηταν γιος της μάνας του.
Γιος Αγιας.
Παπα Νικόλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου