Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀναλύει τὴν ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ τὴν κάνει νὰ ξεχωρίζη ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκεία καὶ Χριστιανικὴ Ὁμολογία. Μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήση τὸ μυστήριο του Σταυροὺ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἡ αἴσθηση τῆς θείας Χάριτος κατὰ τὴν θεία Λειτουργία καὶ τὴν ἄσκηση, ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ ἡ πληροφορία, ἡ ἱερὴ ἡσυχία καὶ ἡ προσευχὴ κ.ἂ., ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ποὺ ὑπάρχει πλούσια μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Γι' αὐτὸ καὶ σὲ ἐπιστολὴ του συνδέει στενά: δόγμα, Ἐκκλησία καὶ ἄσκηση. Ἀλλοῦ γράφει «ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακρίνεται ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἐκκλησίες σὲ τρία ἐπίπεδα, γιατί: α) μόνη αὐτὴ ἀληθεύει πλήρως στὴν θεολογία της, β) μόνη αὐτὴ γνωρίζει τὸ μυστήριο τῆς χάριτος, τῆς ἁγίας ζωῆς, καὶ διαφυλάσσει στὴν πληρότητα τὴ θεία χάρη, καὶ γ) εἶναι ἡ ἀρχαιότερη, ἡ θεμελιώδης, ἡ βασική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσχίσθησαν κατὰ καιροὺς μεγαλύτερα ἡ μικρότερα τμήματα».
Ὡς ὀρθόδοξος ἐμπειρικὸς θεολόγος δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῆ τὸν περιορισμὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὴν θεωρία τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὠς «μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπικίνδυνες αἱρέσεις»...
Ἡ προσπάθεια μερικῶν νὰ δημιουργήσουν μία «παγκόσμια καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία» εἶναι μία πλανεμένη προσπάθεια. Τὸ ἴδιο πλανῶνται καὶ ἐκεῖνοι ποὺ προσπαθοῦν νὰ ζήσουν «κάποιο εἶδος ὑψηλοῦ μυστικισμοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς...
ἀντιλήψεως τῆς χριστιανικῆς θρησκείας».
Συνιστᾶ: «Προσεύχομαι στὸν Θεὸ ἐσεῖς νὰ μὴ πλανηθεῖτε μὲ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ πιστεύετε ἀκράδαντα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ ὅτι ὑπάρχει πάνω στὴ γῆ ἐκείνη ἡ Μία, Μοναδικὴ καὶ Ἀληθινὴ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ διατηρεῖ ἀλώβητη καὶ ἀκέραιη τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (καὶ ὄχι ξεχωριστὰ μέλη της), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς χάριτος καὶ εἶναι ἀλάθητη».
Καὶ στὴν συνέχεια προσφέρει τὴν ὁμολογία του, ποὺ εἶναι ἔκφραση ἐμπειρίας καὶ ζωῆς.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τ «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ»)