Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Μιὰ ἔμορφη ψυχὴ

 

Ἤτανε μιὰ φορά, πρὸ σαράντα χρόνια, ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ καλὸ σόγι, ποὺ τὸν λέγανε Παρασκευά, καὶ ποὺ ζοῦσε σὲ μιὰ πολιτεία τῆς Ἀνατολῆς, χτισμένη ἀπάνω στὴ θάλασσα, ἀνάμεσα Πόλη καὶ Σμύρνη. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἤτανε ἔμπορος ἀπὸ τοὺς καλούς, καὶ ταξίδευε στὴν Πόλη καὶ στὴ Σμύρνη, εἶχε πάγει κ’ ἴσαμε τὸ Μισίρι, στὴ Βλαχιὰ καὶ στὸ Τριέστι, κ’ ἤξερε καλὰ τὸν κόσμο. Μὰ δὲν ἔκανε γιὰ ἔμπορος, ἐπειδὴς ἤτανε πολὺ δίκιος καὶ χριστιανὸς ἀληθινός. Κι ὄχι μόνο δὲν παραδεχότανε ἡ ψυχὴ του νὰ βγάζει μεγάλο κέρδος ἀπὸ τὴ δουλειά του, ἀλλὰ καὶ βοηθοῦσε κρυφὰ ἕνα σωρὸ φτωχὲς φαμίλιες ποὺ ὑποφέρνανε.

Στὸ μαγαζί του, ποὺ ἤτανε στὸ μεγάλο τσαρσί, συχνάζανε ὅλο ἄνθρωποι καλοί, θεοφοβούμενοι, καὶ μιλούσανε ὅλο γιὰ θρησκευτικά. Πήγαινε ἐκεῖ πέρα ὁ κυρ – Θόδωρος ὁ Μπαμπακὰς ρωμιοράφτης, ὁ κυρ Δημητρὸς ὁ Σωτηρίου μαραγκός, ὁ Νικόλας ὁ Χιώτης μανάβης, ὁ κυρ Μιχαλάκης ὁ Σπανὸς μεγαλέμπορας, ὁ κυρ Κωσταντίνος ὁ Ἀγγελάρας κτηματίας, ὁ κυρ – Θόδωρος Ραζμπίτσος ὁ λεγόμενος Λιοντάρι, κι ἄλλοι καλοὶ νοικοκυροί, ποὺ ἤτανε ὅλοι σὰν πνευματικοί. Συχνάζανε στὸ μαγαζὶ τοῦ κυρ – Παρασκευὰ κ’ ἕνα σωρὸ παπᾶδες, ἀρχιμαντρίτες, καλογέροι καὶ ψαλτάδες, ὁ παπᾶ – Θανάσης, ὁ Ρήνας, ὁ Μπακλάς, ὁ Γαϊτάνος, ὁ Καλαποδάς, κι ἄλλοι.

Τὸ μαγαζὶ μοσκοβολοῦσε ἀπὸ μπαχαρικά, κανέλες, μοσκοκάρυδα, καφέδες, τσάγια καὶ λογιῶν – λογιῶν πράγματα φερμένα ἀπὸ τὸ Μισίρι, ἀπὸ τὴν Ἰντία, ἀπὸ τὴ Ρουμανία. Ἐκεῖ μέσα καθότανε στὶς καρέκλες καὶ συζητοῦσε τὸ «ἠγουμενοσυμβούλιο», ὅπως τὸ λέγανε. Ὁ μαγαζιάτορας καθότανε στὸ γραφεῖο του πάντα γελαστός, μὲ κείνη τὴν ἥμερη ὄψῃ του καὶ τ’ ἀθῶα τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε σὰν τοῦ παιδιοῦ.

Τὸ μαγαζὶ βάσταζε καμιὰ τριανταριὰ χρόνια. Ὁ κυρ – Παρασκευὰς ἄρχισε νὰ γερνᾷ. Δὲν θέλησε νὰ παντρευτεῖ, γιατί ὁλοένα ἤθελε νὰ γίνει παπᾶς ἢ καλόγερος, μὰ τυχαίνανε μπόδια καὶ τ’ ἄφηνε γιὰ ὑστερότερα. Καθότανε στὸ σπίτι τῆς παντρεμένης ἀδερφῆς του, ποὺ ἤτανε χήρα, καὶ τ’ ἀνίψια του τὸν γνωρίζανε γιὰ πατέρα.

Ὅλος ὁ κόσμος τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν εἶχε σὲ ὑπόληψη τὸν κυρ – Παρασκευά, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι. Βοηθοῦσε κρυφὰ τοὺς φτωχούς, πρὸ πάντων κάποιες οἰκογένειες ποὺ ξεπέσανε καὶ ποὺ ντρεπόντανε νὰ ζητήξουνε καὶ μαραζώνανε, χωρὶς ν’ ἀποδείξουνε τίποτα στὸν κόσμο. Αὐτὰ τὰ σπίτια εἴχανε τὸ ταχτικό τους, δίχως νὰ πάρει εἴδηση κανένας. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου».

Ὁ κυρ – Παρασκευὰς ἀγαποῦσε πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν ἡσυχία. Πολλὲς φορὲς θελήσανε νὰ τὸν παντρέψουνε μὲ πλούσιες νύφες, μὰ κεῖνος δὲν παραδεχότανε˙ εἶχε ὁλοένα στὸν νοῦ του νὰ γίνει παπᾶς ἢ καλόγερος, μὰ δὲν γίνηκε. Ἅμα πέρασε τὰ ἑξῆντα, τό ‘ριξε στὸ μεθύσι. Σιγᾷ – σιγά τό πιοτό του ἔγινε πάθος, κι ὅλος ὁ κόσμος ἀποροῦσε πὼς τὸν κυρίεψε αὐτὸ τὸ κακὸ συνήθιο, ἕναν τέτοιον ἅγιον ἄνθρωπο.

Κι ἀπὸ πρωτύτερα ἔπινε λίγο, μὰ στὸν κατήφορο τὸν τράβηξε ἕνας Στρατὴς Κόκκινος, ποὺ εἶχε μαζί του παλιὰ φιλία. Πηγαίνανε καὶ πίνανε κρυφά, κλεισμένοι σὲ μιὰ γωνιά, στὸ μαγαζὶ τοῦ κυρ – Παντελῆ του Χιώτη, ποὺ ἤτανε ἕνας καλότατος ἄνθρωπος, πλὴν ἀγαποῦσε τὸ πιοτὸ κ’ ἤτανε ζαλισμένος ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ. Καθόντανε καὶ πίνανε παράμερα, μὲ συστολή, σὰν νὰ ντρεπόντανε, καὶ λέγανε διάφορες ἱστορίες μὲ νόημα.

Ἀπὸ πάνω τους ἤτανε κρεμασμένα κάτι παλιὰ κάντρα κιτρινισμένα ἀπὸ τὴν πολυκαιρία. «Ὁ πωλῶν τοῖς μετρητοῖς καὶ ὁ πωλῶν ἐπὶ πιστώσει», ποὺ παρίστανε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸν ἕναν ἔμπορα καλοφαγωμένον καὶ καλοπιωμένον, μὲ καλὰ ροῦχα καὶ μὲ ναργιλὲ στὸ χέρι, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἤτανε παραστημένος ὁ καημένος ὁ ἔμπορος ποὺ χρεωκόπησε, καὶ καθότανε κλαμένος, μὲ τὰ χέρια σφιγμένα ἀπὸ τὴν ἀπελπισία, μὲ κουρελιασμένη βράκα, κοκκαλιάρης, κι ἀπὸ τὴν ἀνοιχτῇ τὴν κάσα του εἶχε βγάλει ἕνα σωρὸ χαρτιὰ ὁμόλογα, σκόρπια στὸ σάπιο πάτωμα, καὶ τὰ τρώγανε τὰ ποντίκια. Αὐτὰ τὰ κάντρα δὲν εἴχανε καμιὰ συνέχεια μὲ τὸν μπάρμπα – Παντελῆ, ποὺ ἔδινε ὅλο βερεσὲ ὅ,τι πουλοῦσε.

Ἄλλα κάντρα παριστάνανε τὴν ἀνακάλυψη τῆς Ἀμερικῆς, τὸν Τρωϊκὸ πόλεμο, τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανό, τὸν Μούκιο Σκεβόλα ποὺ ἔκαιγε τὸ χέρι του ἀπάνω στὴ φωτιά, κι ἕνα σωρὸ ἄλλα. Στὶς γωνιὲς ἤτανε στημένες κάτι ἀρχαῖες λαγῆνες, ποὺ τίς βγάλανε οἱ βουτηχτάδες ἀπὸ τὸν πάτο τῆς θάλασσας, σκεπασμένες ἀπὸ ἀτραγάνες ποὺ σκεδιάζανε σὰν τούρκικα γράμματα. Ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἔβλεπες ράφια κι ἀπάνω βαλμένα σφουγγάρια, γιούσουρα, κοράλλια. Στὸν τοῖχο ἤτανε καρφωμένες δυὸ – τρεῖς οὐρὲς ἀπὸ μεγάλα σκυλόψαρα. Ἀπὸ τὸ ταβάνι ἤτανε κρεμασμένα τρία – τέσσερα καράβια μ’ ἀνοιχτὰ πανιά, καὶ σὰν φυσοῦσε ὁ μπάτης ἀπὸ τὴν πόρτα, φουσκώσανε τὰ πανιὰ καὶ γυρίζανε πότε ἀπὸ δῶ, πότε ἀπὸ κεῖ, σὰ νὰ βολτατζέρνανε στὴ θάλασσα. Στὸ τεζιάκι, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, στεκόντανε ὄρθιοι δυὸ ἀραπάδες, ἀγάλματα ἀπὸ ξύλο, καὶ βαστούσανε ἀπὸ ἕνα πανέρι πού ‘χε μέσα μπανάνες, μῆλα, πορτοκάλια, ὅλα βαμμένα μὲ φανταχτερὰ χρώματα.

Ἐκεῖ μέσα σύχναζε ὁ κυρ – Παρασκευὰς κ’ ἡ συντροφιά του, σὰν κλείνανε τὰ δικά τους τὰ μαγαζιά, καὶ καθόντανε περασμένα τὰ μεσάνυχτα.

Μὲ τὸν καιρὸ ὁ κυρ – Παρασκευὰς γινότανε πιὸ ἀδιάφορος γιὰ τὸ μαγαζί του. Μιὰ μέρα ἀκούστηκε πὼς τό ‘κλεισε καὶ πὼς χάθηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ὁ ἕνας ἔλεγε πὼς πῆγε καὶ καλογέρεψε στὸ Ὅρος, ὁ ἄλλος ἔλεγε πὼς ἔφυγε γιὰ τὸ Μισίρι ἢ γιὰ τὴν Πόλη, ποὺ ταξίδευε ἄλλη φορὰ γιὰ νὰ φέρει πραμάτειες. Μὰ κανένας δὲν ἤξερε στ’ ἀληθινὰ τί ἀπόγινε.

Στ’ ἀληθινὰ τὸν τράβηξε ἡ ἡσυχία κ’ ἡ μοναξιά, μὰ δὲν γίνηκε καλόγερος. Ἀπὸ καιρὸ εἶχε κάνει τὸ σκέδιό του, χωρὶς νὰ τὸν πάρει εἴδηση κανένας. Εἶχε ἀγορασμένον ἕναν μπαχτσέ, ἕνα περιβόλι, ποὺ βρισκότανε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πολιτεία, κ’ ἐκεῖ ἀποτραβήχτηκε.

Αὐτὸ τὸ περιβόλι τὸ λέγανε Σκρόφα, γιατί πρὸ πολλὰ χρόνια ἐκεῖ πέρα ἤτανε λογγάρι καὶ φώλιαζε μιὰ ἀγριογουρούνα, θηρίο ποὺ ρήμαζε τὸν κόσμο, κι ἀπὸ κεῖ πῆρε τὴν ὀνομασία, ἐπειδὴ σκρόφα θὰ πεῖ ἀγριογουρούνα. Τοῦτο τὸ μέρος βρισκότανε ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, στὴν ὄξω θάλασσα, κ’ εἶχε μπροστὰ τ’ ἀνοιχτὸ πέλαγο καὶ κοίταζε κατὰ κεῖ ποὺ βασιλεύει ὁ ἥλιος. Ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τὸ κρύβανε κάτι δασωμένα βουνά. Ἤτανε καλὸ περιβόλι, μὲ πολλὰ δεντρικά, ποὺ βγάζανε τὰ πιὸ ἔμορφα καὶ τὰ πιὸ πρώιμα πωρικά, πρὸ πάντων βύσσινα, ροδάκινα καὶ δαμάσκηνα. Εἶχε κ’ ἕνα νερὸ χωνευτικό, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ γέμιζε τίς χαβοῦζες. Ἀπὸ πάνω κρεμόντανε τὰ κλωνιὰ τῶν δέντρων, κ’ ἐκεῖ ξάπλωνε καὶ κοιμότανε ὁ μπάρμπα – Ξενοφῶν, ποὺ εἶχε νὰ κατεβεῖ στὴν πολιτεία δυὸ καὶ τρία χρόνια, καὶ τὸν νανούριζε ὁ βόγγος ποὺ ἐρχότανε ἀπὸ τὸ πέλαγο.

Ὁ κυρ –Παρασκευάς, σὰν πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία, κράτησε γιὰ συντροφιὰ τὸν μπάρμπα – Ξενοφῶν καὶ τὸν μικρὸ τὸν γυιό του τὸν Νικόλα. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἀνθρῶποι ζούσανε σὲ κεῖνο τὸ ξεχασμένο μέρος.

Στὴ βορινὴ ἄκρη τοῦ περιβολιοῦ, ἐκεῖ ποὺ ἄρχιζε τὸ βουνό, ἤτανε τὸ σπίτι ποὺ καθότανε ὁ κυρ – Παρασκευάς, ἕνα καλυβόσπιτο μὲ δυὸ πατώματα, χτισμένο μὲ πέτρες ἀσουβάντιστες καὶ μὲ δοκάρια ἀπ’ ἄγρια δέντρα. Ἡ κάμαρα ποὺ κοιμότανε ἤτανε στ’ ἀπάνω πάτωμα, κ’ εἶχε δυὸ παράθυρα ποὺ κοιτάζανε κατὰ τ’ ἀκρογιάλι κ’ ἔμπαινε ὁ δροσερὸς ἀγέρας τοῦ πελάγου μὲ τὴ μυρουδιὰ τῆς θάλασσας. Στὴ μιὰ γωνιὰ ἤτανε τὸ εἰκονοστάσι μὲ τὰ εἰκονίσματα καὶ μὲ τὸ καντήλι. Κοντὰ στό ‘νὰ τὸ παράθυρο ἤτανε ἕνα τραπέζι μὲ τὸ τραπεζομάντηλο, κι ἀπάνω βρισκότανε ἕνα καλαμάρι κανωμένο ἀπὸ χοντροδουλεμένο ξύλο, μιὰ πένα ἀπὸ φτερὸ τοῦ ἀϊτοῦ, κ’ ἕνα ξυλένιο κουτὶ γεμᾶτο ἄμμο πάσπαλη, για να στεγνώνουνε τὰ γράμματα, ἀντὶ γιὰ στουπόχαρτο. Εἶχε καὶ πὲντ’ ἕξι βιβλία ἀγιωτικὰ καὶ δυὸ τρία ἄλλα κοσμικά, τὸν «Ροβινσὸν Κροῦσο», τὴ «Μυστηριώδη Νῆσον» καὶ τὸν «Γέρο-Στάθη». Γιὰ στόλισμα ἤτανε βαλμένα ἀπάνω στὸ τραπέζι καὶ σὲ κάποια μικρὰ ράφια κάτι τσόφλια ἀπὸ λογιῶν – λογιῶν θαλασσινὰ κι ἀπὸ τους ναυτίλους, ποὺ εἶναι ἄσπρα καὶ πολὺ ψιλά, σὰν φαρφουρένια. Αὐτὸ τὸ παράξενο ζωΰφι σὰν εἶναι μπουνάτσα, ἀνεβαίνει στὴ φάτσα τοῦ νεροῦ κι ἀνοίγει σὰν νά ‘ναι πανὶ ἕνα πετσὶ ποὺ τό ‘χει διπλωμένο μέσα στὸ τσόφλι του, καὶ ταξιδεύει σὰ βαρκούλα. Εἶχε πολλοὺς τέτοιους ναυτίλους σὲ κεῖνα τὰ νερά, καὶ πολλὲς φορὲς τὸ καλοκαίρι τους ἔβλεπε ὁ κυρ – Παρασκευὰς νὰ ταξιδεύουνε μαζεμένοι, εἴκοσι – τριάντα, σὰν ἀρμάδα. Μόλις ἀκούγανε κανέναν σαματᾶ ἀπὸ τὴ στεριὰ ἢ ἀπὸ τὴ θάλασσα, εἴτε πετοῦσε κανένας γλάρος ἀπὸ πάνω τους, στὴ στιγμὴ μαζεύανε τὰ πανιά, κουνιόντανε γιὰ νὰ γεμίσουνε οἱ βαρκοῦλες τους νερό, καὶ πηγαίνανε στὸ πάτο ὡς ποὺ ν’ ἀνοιγοκλείσει τὸ μάτι.

Ὁ ἐρημίτης, ὁ κυρ –Παρασκευὰς ὁ ἔμπορος, εἶχε γίνει Ροβινσόνας. Ἡλιοκαμένος, μὲ ροζιασμένα χέρια, μὲ χοντροπάπουτσα, σὰν βουνίσιος καὶ σὰν θαλασσινός. Τὸ καλοκάγαθο καὶ στρογγυλὸ πρόσωπό του εἶχε γίνει ἀκόμα πιὸ ἀθῶο καὶ πιὸ γελαζούμενο, μὲ ροδοκόκκινα μάγουλα, ζωσμένο μὲ στριφτὰ γένια. Εἶχε γίνει ἀκόμα πιὸ ταπεινός, πιὸ γλυκομίλητος, πιὸ θρῆσκος. Ὅποιος τὸν ἔβλεπε (κάτι κυνηγοὶ καὶ κάτι ψαρᾶδες πηγαίνανε ἀνάρια κατὰ τὴ Σκρόφα, ἐξὸν ἀπὸ τοὺς τσομπάνηδες) ἀποροῦσε μὲ τὴ γλυκύτητά του, κ’ ἔλεγε πὼς εἶναι κανένας ἅγιος. Στὴν κοινωνία ἤτανε ὁ Παρασκευὰς ὁ δίκαιος, στὴν ἔρημο εἶχε γίνει ὁ Παρασκευὰς ὁ ἁπλοῦς, ὁ νήπιος. Ὅλη τὴν ἡμέρα δούλευε, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πεῖ στὸν Θεὸ πὼς ἔβγαλε τὸ ψωμί του μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του.

Elderly Man Smiling

Ὑγεία κι ἡσυχία εἴχανε ἀπάνω τοὺς κ’ οἱ τρεῖς ἐρημῖτες. Ὁ ἕνας ἤτανε δεμένος μὲ τὸν ἄλλον˙ ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ μικρὸ παιδὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει, νὰ πάγει στὴν πολιτεία, ποὺ ἄκουγε πὼς ὑπάρχανε διασκεδάσεις κι ἄλλες χαρές. Κάθισε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ μὲ τὸν κυρ – Παρασκευὰ ὡς ὀχτὼ χρόνια, κ’ ὕστερα γίνηκε καλόγερος καὶ πῆγε κ’ ἡσύχασε σ’ ἕνα μοναστηράκι, ποὺ βρισκότανε λίγο μακρύτερα ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κατὰ τὴ νοτιᾶ, ἀπάνω στὸ πέλαγο, καὶ ποὺ τὸ λέγανε Ἅγιο Νικόλαο τὸ Κλῆμα. Ὁ κυρ –Παρασκευὰς ἔκανε κάθε ὥρα τὴν προσευχὴ του κ’ ἔψελνε ἀπὸ τὴ Σύναψη. Διάβαζε τὸν «Γέρο – Στάθη» κι ἀκούγανε οἱ δυὸ ἄλλοι.

Τὰ κύματα βουΐζανε ἀδιάκοπα ἀπάνω στὰ κοχλίδια, κατακάθαρα καὶ δροσερά, σὰν νὰ ἤτανε ἡ πρώτη μέρα ποὺ ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ἡ ἀνασαμιά της θάλασσας ἔφτανε ἀπὸ μακριὰ μέσα στὸ περιβόλι, ἀνάμεσα στὰ κλαδιὰ τῶν δεντρὼν ποὺ σειόντανε ἀπὸ τὸ μαΐστρο. Παραπέρα τελείωνε ἡ ἀμμουδιὰ καὶ στεκόντανε κάτι βράχοι κοφτοὶ καὶ μαῦροι, ποὺ κοκκινίζανε τὴν ὥρα ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος. Στὴν κορυφὴ τους ἀνεμιζόντανε τὰ χορτάρια καὶ τ’ ἀγριόδεντρα. Ἀπὸ κάτω, κοντὰ στὸ νερό, εἶχε σπηλιὲς ποὺ μπουκάρανε οἱ θάλασσες κι ἀφρίζανε, κ’ ἔβγαινε ἕνας βόγγος «φωνῇ ὑδάτων πολλῶν».

Οἱ τρεῖς ἐρημῖτες νιώθανε τὴν αἰωνιότητα ποὺ τοὺς ἔζωνε. Ἡ ψυχή τους ἤτανε ἁπλὴ κ’ ἔπινε αὐτὴ τὴ βαθιὰ ἁρμονία τοῦ κόσμου.

Κατὰ τὴν τραμουντάνα ἔκοβε τ’ ἀνοιχτὸ τὸ πέλαγο ἕνας κάβος μυτερός, μακριά, πολὺ μακριά. Ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὸν κάβο ξεχωρίζανε δυὸ – τρία ἀπὸ τὰ ρημονήσια τὰ λεγόμενα Μοσκονήσια, τὰ ἀρχαῖα Ἐκατόνησα.

Ὅλα ἤτανε δροσερὰ καὶ σκεπασμένα ἀπὸ μυστήριο. Ἡ βουὴ τοῦ πελάγου ἐρχότανε στ’ αὐτιά τους ὅλη τὴ μέρα, καὶ τὴ νύχτα τούς νανούριζε.

Ὁ κυρ – Παρασκευὰς κοιμότανε τὸ καλοκαίρι ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα, κοντὰ στὸ ροδάνι (τὸ μαγγανοπήγαδο), ποὺ τὸ γύριζε ὁ Μπαλαμπάνης, ἕνα γαϊδουράκι ποὺ τ’ ἀγαποῦσε πολὺ καὶ δὲν τ’ ἄφηνε νὰ κουραστεῖ. Τὸ φώναζε: «Μπαλαμπάνη! Βρὲ Μπαλαμπάνη!» καὶ κεῖνο πήγαινε κοντὰ του καὶ τὸν ἔγλειφε. Μὲ τὰ ὀνόματα φώναζε καὶ τίς δυὸ ἀγελάδες ποὺ εἴχανε, τίς κατσίκες, τὸν μαῦρο σκύλο, ποὺ τὸν λέγανε Ἀμπανόζη.

Ἦταν Ροβινσόνας σωστός˙ του ‘λειπε μοναχὰ ὁ παπαγάλος, τὸ καβούκι ποὺ φοροῦσε στὸ κεφάλι του ὁ Ροβινσόνας, καὶ κείνη ἡ ψάθινη ὀμπρέλα.

Κατὰ τὸ βράδυ, πρὶν βουτήξει ὁ ἥλιος μέσα στὸ πέλαγο, ὁ κυρ – Παρασκευὰς ξάπλωνε κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα, ἀκουμποῦσε τὸ κεφάλι στὴν ἀπαλάμη του καὶ κοίταζε τὸ πέλαγο. Οἱ γρύλοι κ’ οἱ τριξαλίδες κάνανε κρὶ – κρὶ – κρὶ μέσα ἀπὸ τὰ σκίνα. Καθότανε ἔτσι ὡς ποὺ σκοτείνιαζε. Πολλὲς φορὲς δακρύζανε τὰ μάτια του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν εἰρήνη ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, κ’ ἔκανε τὸ σταυρό του

1 σχόλιο:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

... πῶς νὰ νιώσουμε τὴν αἰωνιότητα

ποὺ μᾶς ζ ώ ν ε ι ...

καὶ ποῦ καιρὸς, μὲ τὴν τόση μας σπουδή, στὸ κυνήγι τοῦ φευγαλέου κι ἐφήμερου... τίποτα...