Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Σπίρτο αναμμένο

Μπορεί να είναι εικόνα παιδί

Ο παπα-Μιχάλης έπιανε από το χεράκι του το εγγόνι. Δεν ήταν πολύ μικρό, τρίτη δημοτικού πήγαινε, και σπίρτο αναμμένο. Τα έβρισκε όλα, απαντήσεις σε μαθηματικά, γλώσσα και όλα τα άλλα μαθήματα. Μόνο στα θρησκευτικά δυσκολευόταν είπε η δασκάλα. Μάθαινε ημερομηνίες και χρονολογίες από τα συμβάντα στην ιστορία, αλλά ένα βίο από τους αγίους δεν είχε μάθει.

Ο παπα-Μιχάλης όταν το έμαθε αυτό σκοτείνιασε λίγο στη διάθεση του. Ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε την καρδιά του. Μπορεί ο μπαμπάς του παιδιού να ήταν άνθρωπος της επιστήμης και μορφωμένος, όμως ήταν και πιστός. Χώρια που σειρά στο σόι υπήρχαν ανά γενεά παπάδες και καλογριές. Μέχρι και ένας δεσπότης υπήρξε πολύ παλιότερα, αλλά αυτό έπρεπε να το κοιτάξει στα χαρτιά του. Δε θυμόταν πότε ακριβώς.

Η ευλογία δεν έφευγε έτσι εύκολα. Ο Θεός ότι δίνει δεν το παίρνει πίσω. Γι’ αυτό είχε αποφασίσει να το πάει στην Παναγιά πάνω στο βουνό, ένα μικρό εκκλησάκι στην κορυφή του λόφου με τη θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος. Κι αυτό για να πάρουν την ευλογία από την εικόνα, κυρίως για το εγγόνι, να κάνουν το τάμα τους και αυτοί με τη σειρά τους, και να γυρίσουν πριν το βράδυ πίσω.

Ο αέρας φυσούσε δυνατά όσο πλησίαζε απόγευμα και έπεφτε η θερμοκρασία. Εδώ στα ορεινά δρόσιζε γρήγορα αν και ήταν κοντά Αύγουστος. Ο παπα-Μιχάλης μπροστά και πίσω το εγγόνι του ανέβαιναν το μονοπάτι της Παναγιάς. Πέρασαν μέσα από τις συστάδες των δέντρων και το ρεματάκι με το κρύο νερό.

«Αγιάζει η ψυχή σου όσο είσαι εδώ», σκεφτόταν ο παπα-Μιχάλης, που του είχε λείψει η διαδρομή. Παλιά, όταν ήταν νέος και κοσμικός ακόμη, ανέβαιναν τρέχοντας την πλαγιά και ο νικητής, αυτός που έφτανε πρώτος στο εκκλησάκι, ήταν που κέρδιζε την ευλογία. Τις περισσότερες φορές ήταν νικητής αυτός, ανάμεσα στα αγόρια του χωριού. Και ζωντάνευε μπροστά του το βράδυ η εικόνα του προφήτη Ιακώβ που είχε δώσει όλη τη νύχτα πάλη με τον άγγελο, για να βγει νικητής.

Τα θυμόταν ο παπα-Μιχάλης όλα αυτά και φούντωνε μέσα του το πείσμα. Κοιτούσε μια το μονοπάτι και μια το εγγόνι του που τον ακολουθούσε πιστά από πίσω. Μπορεί κάποιος περαστικός να τους έβλεπε εκείνη την ώρα και να ψιθύριζε πόσο μοιάζανε με τον Αβραάμ, που πήγαινε να θυσιάσει τον Ισαάκ στο βωμό, με το θέλημα του Θεού του.

Όταν φτάσανε στο εκκλησάκι ήδη είχε ξεκινήσει να κατεβαίνει ο ήλιος. Το να κατέβουν ήταν πιο εύκολο και γρήγορα θα ήταν πίσω. Πήρε το εγγόνι του όμως ο παπα-Μιχάλης και το πήγε μέσα στην εκκλησία. Μύριζε κερί και κλεισούρα. Σκοτεινή, με φευγαλέα φώτα από τα λίγα κεριά, βρήκε μια γωνιά με λίγο περισσότερο φως, και πήρε το εγγόνι δίπλα του να ξεκινήσουν την προσευχή.

«Θα λες, το Πάτερ Ημών, ακούς; Και όταν το πεις ολόκληρο, θα ξαναλές το Δι’Ευχών. Εντάξει;». Έτσι είπε να μυήσει ο παπα-Μιχάλης τον εγγονό του στο μυστήριο της προσευχής. Ο ίδιος ξεκίνησε να λέει τις προσευχές που γνώριζε από τα τόσα χρόνια στη ζωή της Εκκλησίας. Ίσα ίσα να τις μουρμουράει.

Κάθισαν λίγη ώρα εκεί μέσα στην ησυχία. Όταν ξεκίνησε να βασιλεύει ο ήλιος, ο παπα-Μιχάλης σήκωσε το παιδί από κάτω και ξεκίνησαν να κατεβαίνουν το μονοπάτι. Λίγα σκλήθρα τους εμπόδιζαν το δρόμο τώρα που σκοτείνιαζε, αλλά φτάσανε καλά στο χωριό. Χάρηκε η κόρη του παπα-Μιχάλη όταν τους είδε, είχε φοβηθεί που λείπανε τόση ώρα. Ξεκουράστηκαν λιγάκι και κάθισαν στο τραπέζι μετά για να φάνε.

Ήταν κουρασμένοι όλοι τους, όταν ο παπα-Μιχάλης τράβηξε για το δωμάτιο του. Παρά το γεγονός ότι είχε ανέβει μέχρι την κορυφή και γρήγορα την είχε κατέβει, δεν ένιωθε υπερβολικά κουρασμένος. «Ευλογία από το Θεό είναι», σκέφτηκε, μιας και έκανε το καλό για το εγγονάκι του και έπεσε και κοιμήθηκε για τελευταίο βράδυ.

Κοίταξε μπροστά του τότε και είδε ψηλά ένα σύννεφο. Ήταν φωτεινό και πιο λευκό και από το χιόνι. Ήταν αδύνατο όμως να το φτάσει κανείς εκεί, εκτός και αν ανέβαινε στην κορυφή του βουνού που ξεφύτρωνε δίπλα. Ξεκίνησε τότε να ανεβαίνει με βήματα γρήγορα όπως και στα νιάτα του. Αλλά όσο ξεκινούσε το δρόμο να που ερχόταν μια γυναίκα από το χωριό και ζητούσε τον αγιασμό της, να και μια άλλη που ήθελε λίγη ελεημοσύνη. Μετά ερχόταν και μια άλλη τρίτη που έκλαιγε μπροστά του. Να μην της συμπαραστεκόταν και αυτής; Έτσι έκανε πάντα, πιεσμένος από υποχρεώσεις και ότι άλλο ζητούσε ο κόσμος. Και όσο τις φρόντιζε έχανε το δρόμο και καθυστερούσε για την κορυφή. Έμοιαζε τότε σαν το σύννεφο να το παίρνουν μακριά κάτι σκοτεινοί αέρηδες και όσο τον έπιανε η απελπισία έσβηνε το θάρρος και η φλόγα μέσα του.

Και όταν χάθηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου το σύννεφο, τότε είδε έναν άγγελο Του Κυρίου να κατεβαίνει από τον ουρανό.

Και ο άγγελος τον ρώτησε:

«Πως θα ανάψεις την τελευταία φλόγα σου παπά-Μιχάλη; Που είναι προσευχή σου;»

Απελπίστηκε ο παπά-Μιχάλης, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα, σαν από φωνή παιδιού που το σιγό μουρμουρούσε στον ύπνο του, από σπίρτο αναμμένο, πήδηξε φλόγα μέσα του:

«Θα λες, το Πάτερ Ημών, ακούς; Και όταν το πεις ολόκληρο, θα ξαναλές το Δι’Ευχών. Εντάξει;».

 Γιάννης Καψάλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: