του Λουη Γ Σερεμετη
Εκείνα τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων, δεν μοιάζουν καθόλου με τα σύγχρονα καλοκαίρια των παιδιών και των εγγονιών μας. Μέχρι και πριν εξήντα χρόνια για τον κόσμο της υπαίθρου που ήταν κυρίως αγρότες, η λέξη «διακοπές» ήταν σχεδόν άγνωστη, γιατί αγροτικές δουλειές υπήρχαν όλο τον χρόνο, οι ίδιοι ήταν και αφεντικά κι εργάτες, και οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες αφού ήταν λίγα τα αυτοκίνητα! Για το μόνο που μιλούσαν και φρόντιζαν ήταν το «παραθέρισμα» της οικογένειας σε κάποια κοντινή παραλία. Τον Ιούλιο που είχε τελειώσει ο θέρος και το αλώνισμα, οι δουλειές στα χωράφια λιγόστευαν και άρχιζε μια μικρή περίοδος ξεκούρασης μέχρι που να έρθει ο τρύγος. Τότε οι περισσότεροι ξέκλεβαν λίγο χρόνο και ξεκίναγαν τον παραθερισμό της οικογένειας! Για να παραθερίσουν δεν ήταν απαραίτητο να έχουν κάποιο εξοχικό σπίτι, μόνο τραβάγανε για την θάλασσα με την οικογένεια, μανάδες, παιδιά, και παππούδες, όπου και ξεκαλοκαίριαζαν σε αυτοσχέδιες καλύβες και παράγκες που έστηναν δίπλα στο κύμα και κάτω από δέντρα και τους ψηλούς θάμνους κατά μήκος της παραλίας. Τις διατηρούσαν χρόνια για να μην πηγαινοέρχονται, αφού οι περισσότεροι δεν είχαν δικό τους τροχοφόρο μεταφορικό μέσο και πήγαιναν με τα ζα τους, και σ’ αυτές βολευόντουσαν εναλλάξ πολλές οικογένειες.
Ήταν γνωστό από παλιά ότι το μεγαλείο της θάλασσας τελειωμό δεν έχει, πως το θαλασσινό νερό είναι δύναμη ζωής, και ότι κρύβει μέσα του θεραπευτικές, διεγερτικές, δυναμωτικές, αναζωογονητικές, και προστατευτικές ιδιότητες! Γι αυτό οι γιατροί διάταζαν μπάνια στη θάλασσα, για τα παιδιά, και για τους μεγάλους, για φλεβικές παθήσεις, για αναπνευστικές όπως άσθμα και χρόνιες βρογχίτιδες, ιγμορίτιδες, κλπ, για δερματολογικά, ψωρίαση και εκζέματα, και άλλα! Βοηθούσε στην ανακούφιση από τις αιμορροΐδες, και στα σπυράκια της ακμής, στις παθήσεις της σπονδυλικής και των οστών, αυχενικό σύνδρομο, οσφυαλγίες, αρθρίτιδες, και ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος της φυσικής αποκατάστασης μετά από σπάσιμο χεριού ή ποδιού! Το θαλασσινό νερό μαζί με τη ζεστασιά της άμμου βοηθούσε σε πολλές παθήσεις, αφού διαστέλλει τα αγγεία και τους μυς, και η θερμότητα θεωρείται ιδιαίτερα ευεργετική σε ρευματισμούς και αρθριτικά! Είχε και χαλαρωτικές και καταπραϋντικές ιδιότητες αφού βοηθούσε στην αντιμετώπιση της αϋπνίας, και της χρόνιας κούρασης. Έπρεπε λοιπόν να κάνουν μπάνια μικροί και μεγάλοι για να είναι καλά, να μην αρρωστήσουν βαριά το χειμώνα, και για να περάσουν οι πόνοι στο βασανισμένο τους κορμί!
Για τους ανθρώπους όμως των πόλεων, συνταξιούχους με καλές συντάξεις, ελεύθερους επαγγελματίες, ιδιωτικούς ή δημόσιους υπάλληλους, υπήρχαν και άδειες, και «επιδόματα αδείας», και άλλες παροχές από τα ταμεία τους για διακοπές. Τότε είχε αρχίσει να γίνεται μόδα το παραθέρισμα στη θάλασσα και στο βουνό, σε οργανωμένα όμως συγκροτήματα, παραλίες και θέρετρα, όπου και περνούσαν οικογενειακά και άνετα ευχάριστες στιγμές. Αφού λοιπόν δεν υπήρχε η δυνατότητα, κυρίως οικονομική, στους αγρότες και στους εργάτες των χωριών να πάνε σε πραγματικό και πολυτελές παραθαλάσσιο ή βουνίσιο θέρετρο, παγαίνανε στις παραλίες και έστηναν μόνοι τους έναν αυθαίρετο «οικισμό», και ξεκαλοκαιριάζανε σε μια καλύβα ή σε μια «μπαράγκα». Έτσι λοιπόν οι κάτοικοι των χωριών που ήταν μακριά από τη θάλασσα, τα καλοκαίρια έστηναν το δικό τους ελεύθερο κάμπινγκ με καλύβες και ξύλινες «μπαράγκες», όπως λέγανε τις παράγκες, στις απέραντες παραλίες του Λακωνικού Κόλπου, στις παραλίες της «Μαύρης», στα «Τρίνησα, στης «Μαντηλούς», στο «Βαλτάκι», «Καλαμάκι», Σελινίτσα, και άλλες! Κάρα με άλογα και γαϊδούρια κουβάλαγαν το φτωχικό αναχρικό μέχρι την αμμουδιά όπου έστηναν καλύβες και μπαράγκες με δικές τους τεχνικές, με ξύλα, καλάμια, ψαθιά, κουρελούδες, πανιά, κλπ.
Ο κόσμος προετοιμαζόταν μέρες για αυτή την στιγμή, και η τελετή ξεκινούσε με την αναχώρηση για την θάλασσα ένα πρωινό πριν βγει ο ήλιος! Καραβάνι τα γαϊδούρια, άλλα φορτωμένα με γέρους και παιδιά, και άλλα με όλο το τσάβαλο που χρειαζόντουσαν για τις διακοπές τους! Αφού έφταναν καθάριζαν σε μεγάλη ακτίνα το χώρο που θα έστηναν την καλύβα για να είναι ασφαλείς από φωτιά και από τα άγρια ζούδια, ποντίκια, σκορπιούς και φίδια, και μετά έστηναν την καλύβα από την αρχή, ή αν υπήρχε από άλλη χρονιά την επισκεύαζε τέτοια εποχή ο πατέρας με ψαθιά, καλάμια, φτέρες και ξύλα, που τα κουβάλαγε από το διπλανό ποτάμι που χυνόταν στην παραλία! Μέσα της στρίμωχναν όλο το αναχρικό, στρώματα και σκεπάσματα, τη γκαζιέρα για το μαγέρεμα, κρέμαγαν τις λάμπες λουξ για το φωτισμό, και το κλουβί για να είναι τα τρόφιμα προστατευμένα από καμιά σκουληκόμυγα. Τα έπιπλα της καλύβας λιτά κι απέριττα, ένα αυτοσχέδιο ντουλαπάκι που ακούμπαγαν πάνω και το ράδιο με τις μπαταρίες, και μέσα του έβαζαν τα τρόφιμα και τις πάνινες σακούλες με τα παξιμάδια και τις τραχανοχυλοπίτες. Πίσω από μια κουρελού που ήταν σαν παραβάν, ήταν το τουλούμι με το τυρί, τα λαηνάκια με το λάδι και τις ελιές. Απαραίτητο έπιπλο και ο σοφράς για την ώρα του φαγητού, και δυό τρία σκαμνάκια να κάθονται οι γέροι. Σε μια άκρη ήταν ο χώρος για τον ύπνο και τη μεσημεριανή ξεκούραση. Εκεί πάνω στην ψάθα, ένα παχύ στρώμα πλεγμένο με ψαθιά, έστρωναν και ξέστρωναν την στρωματσάδα, και βολεύονταν όλοι. Απόξω ήταν η κουζίνα, ο νεροχύτης η μαγερίστρα, και ξερά ξύλα για μαγείρεμα. Παραπίσω από την καλύβα, πίσω από τις καλαμιές, και μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, ήταν το «μέρος» για τις «ανάγκες» τους τυλιγμένο με μουσαμάδες, και το βαρέλι με νερό που ζέσταινε από τον ήλιο, για να ξεβγάζουν τα αλάτια!
Η ζωή στην καλύβα της θάλασσας είχε τα ωραία της. Τα παιδιά απολάμβαναν την ξενοιασιά μετά από μια κουραστική σχολική χρονιά, τη δροσιά του μπάτη, τη βουή του αέρα στα δέντρα και στα καλάμια της καλύβας, το μαγικό ήχο του κύματος που έσκαζε στην αμμουδιά, τα ομαδικά παιχνίδια στον ήλιο, το ψάρεμα, και το ολοήμερο «έμπα – έβγα» στο νερό, και τα αμέτρητα μπάνια, που όταν γυρίζανε στο χωριό λίγο πριν αρχίσουν τα σχολεία, είχαν χάσει το λογαριασμό, και έμοιαζαν σαν «αραπάκια»! Τα κορίτσια εκτός από τη βοήθεια στις δουλειές της καλύβας, ασχολιόντουσαν με το κέντημα. Για τους μεγαλύτερους, κυρίως για τις γυναίκες ήταν μια μοναδική ευκαιρία να ξεκουραστούν από τις δουλειές του χωραφιού, και του σπιτιού. Αυτή η πυκνή και αυθαίρετη «δόμηση» είχε την δική της ομορφιά αφού οι ένοικοι κάθε καλύβας γινόντουσαν μια παρέα, αλληλοβοηθιόντουσαν, και όλοι μαζί μοιραζόντουσαν ό,τι φτωχικό είχαν, ακόμη και τα μυστικά τους, τις χαρές και τα βάσανά τους! Μια σταλιά χώρος για την οικογένεια η καλύβα, και το «μέρος» της της. Καθρέφτης της νοικοκυροσύνης κάθε καλύβας ήταν το καθημερινό καθάρισμα και ασβέστωμα του «μέρους», και λίγο πετρέλαιο από πάνω για να μην γεννάνε τα κουνούπια. Η κουνουπιέρα ήταν απαραίτητη όταν κάπου κοντά ξελόξιζε το ποταμάκι, και το νερό κοιμόταν σε καμιά λούμπα και γεννούσαν τα κουνούπια. Το εντομοαπωθητικό ήταν λίγος καφές πάνω σε ένα κεραμιδάκι να σιγόκαιει για να διώχνει ο καπνός του τα κουνούπια. Και όταν άκουγες κανένα κουνούπι να ζουζουνάει, αισθανόσουν κοντά σου το φτερούγισμα της νυχτερίδας που κυνηγούσε ασταμάτητα τα κουνούπια. Κανείς δεν ήταν περιττός, και τίποτα δεν ήταν τυχαίο στη ζωή της καλύβας, όλοι και όλα είχαν τη σημασία τους, τον ρόλο τους, την αποστολή τους, και τη σειρά τους, σαν να καθοδηγούνταν από κάποια ανώτερη δύναμη! Τι ονειρεμένες βραδιές!
Αλλά η ζωή στην καλύβα της θάλασσας είχε και τα ζόρια της! Ήταν παραπανιστές οι ευθύνες των μεγαλύτερων για την ασφάλεια όλων στην εξοχή αφού παραμόνευαν πολλοί κίνδυνοι. Οι καλύβες εκτός από μικρές, πρόχειρες και φτωχικές, ήταν και η μια πάνω στην άλλη, λόγω της πυκνής βλάστησης υπήρχε και ο κίνδυνος μια πυρκαγιάς, αν φούντωνε μια θα φούντωναν όλες. Έπρεπε να φυλάνε σκοπιές γιατί υπήρχε και ο κίνδυνος της κλεψιάς από συμμορίες που περιφέρονταν και δρούσαν σαν ποντικοί τις ώρες που ο κόσμος έκανε το μπάνιο του. Οι δουλειές της καλύβας δεν ήσαν όσες του σπιτιού, παρά μόνο οι βασικές, κουβάλημα νερού από την πηγή που έβγαινε λίγο πριν την θάλασσα, ή τη μοναδική βρύση της παραλίας, πλύσιμο, μαγέρεμα, σκούπισμα μέσα κι όξω, κατάβρεγμα να μην σηκώνουν μπουχό τα παιδιά με τα πόδια τους, και μετά έριχναν λίγο θειάφι γύρω γύρω από την καλύβα να μην πλησιάζουν φίδια και ποντίκια. Έτσι περνούσε η βδομάδα και ερχόταν το Σαββατοκύριακο μαζί με τον πατέρα, για να περάσει κι αυτός μια μέρα μαζί με την οικογένεια στη θάλασσα, και να κουβαλήσει τρόφιμα και άλλα εφόδια!
Το πρωινό ξύπνημα γινόταν υπό τους
ήχους μιας συναυλίας με μελωδίες από το κύμα, το κελάηδισμα του
ψευτάηδονου στις καλαμιές, του κότσυφα στους θάμνους της ακροποταμιάς,
και από τα βατραχάκια! Τα παιδιά με το που σηκωνόντουσαν αμέσως
μπουσούλαγαν στην ακρογιαλιά και έσκαβαν ελαφρά να μαζέψουν αχιβάδες για
να τις μαγειρέψουν. Η θάλασσα πεντακάθαρη, λάδι, φαινόταν και το
παραμικρό κοχύλι, και τα ψαράκια. Τα παιδιά από την ανατολή του ηλίου
ψάρευαν με αγκίστρια και απόχες ψάρια και στις άκρες καβούρια, και στα
βράχια χταπόδια, και μετά βουτιές γιατί η άμμος είχε αρχίσει να βράζει.
Εφοδιασμένοι με όλα τα απαραίτητα, τα μπανιερά, τις πετσέτες, ψάθινα
καπέλα, ξεκινούσαν στην αρχή δειλά δειλά το πρώτο μπάνιο. Οι γέροι
φορούσαν συντηρητικά μπανιερά, κάτι σαν σώβρακα μέχρι τα γόνατα, και οι
γριές ρόμπες ή μισοφόρια, που κολλούσαν πάνω τους και περιέγραφαν
ανάγλυφα τις καμπύλες τους! Όταν έβγαιναν από τη θάλασσα και ήθελαν να
αλλάξουν, αντί για αποδυτήρια είχαν κάτι αυτοσχέδιες ρόμπες χωρίς
μανίκια, σαν ράσα παπά, σαν κελεμπίες με λάστιχο στο λαιμό, που όταν τις
φόραγαν έμενε μόνο το κεφάλι τους έξω. Η εφηβεία είχε και αυτή τα
βάσανά της, τα σκιρτήματά της, τα κρυφά ραντεβού στις καλαμιές, και τους
έρωτες τους ανομολόγητους, τους ανολοκλήρωτους, και τους πόθους τους
ανεκπλήρωτους!
Τους γέρους τα παιδιά τους κουκούλωναν με τα φτυάρια στην άμμο μέχρι το κεφάλι για να ιδροκοπήσουν και να βγουν τα άλατα και να τους περάσουν τα αρθριτικά! Αν έμεναν πολλή ώρα κουκουλωμένοι στην άμμο, όταν τους σήκωναν μετά γιατί ήθελαν βοήθεια να σηκωθούν επειδή ήταν εξαντλημένοι και κατακίτρινοι σαν το φλουρί, η άμμος ήταν λάσπη από τον πολύ ιδρώτα! Ρίσκαραν τόση ώρα στην άμμο και στον ήλιο, η αντοχή της καρδιάς δοκιμαζόταν από τη ζέστη, πολλές φορές λιποθυμούσαν από την αφυδάτωση, και κάνανε και μια βόλτα μέχρι το νοσοκομείο για κάνα δυό μέρες, και έτσι τους έβγαινε ξινό σε όλους! Εμάς τα παιδιά μας βούταγαν το κεφάλι στη θάλασσα για να ρουφήξουμε απότομα νερό με τη μύτη για να καθαρίσει από τα «καντάρια» της μύξας που δεν μας έλειπε όλο το χρόνο, και μετά το μπάνιο η μύτη μας έτρεχε «σα Μανιάτικο ροΐ», και μας λέγανε μπράβο! Με τα φύκια που μύριζαν ιώδιο, γέμιζαν τα μαξιλάρια του ύπνου, γιατί το ιώδιο του θαλασσινού νερού λέγανε ότι βοηθάει στην αδενοπάθεια των παιδιών, και στον θυρεοειδή.
Οι σχέσεις όλων στις καλύβες ήταν τις πιο πολλές φορές αρμονικές! Όσοι συγκάτοικοι στην παραλία ήταν από τη περιοχή της Σκάλας και της Στεφανιάς, έφερναν κηπευτικά και φίλευαν όλους με πεπόνια ,σύκα ,σταφύλια, καρπούζια, όλα με μοναδικά αρώματα, και υπέροχες γεύσεις! Αξέχαστες έμειναν οι ζαχαρωμένες ντομάτες που μοσκοβόλαγαν και κοκκίνιζε το ζουμί τους σαν το αίμα! Το βράδυ έξω από την καλύβα έτρωγαν το βραδινό τους, και όλοι μαζί σαν μια παρέα διασκέδαζαν με ανέκδοτα, τραγούδια, παιχνίδια, και ιστορίες από τα παλιά. Μετά το 1960 άρχισαν να λιγοστεύουν οι καλύβες, τα χωράφια έγιναν οικόπεδα και άλλαξε η ζωή μας και των παιδιών μας. Παρ’ όλα αυτά αναπολούμε τα περασμένα χρόνια και τα νοσταλγούμε. Σήμερα ακούγεται σαν παραμύθι η ζωή στην καλύβα και στην μπαράγκα στη θάλασσα, όπως θα φάνταζε ατραξιόν και οι ηλικιωμένοι χωμένοι μέχρι το λαιμό στην άμμο, και το παιχνίδι των παιδιών στην άμμο με το πάνινο τόπι, τότε που πρόσεχες μην πατήσεις, και μη κλωτσήσεις αντί για το τόπι, το κεφάλι κανενός γέρου, γιατί αν δεν τους έκανες καμιά ζημιά, θα έτρωγες τέτοιο σιχτίρισμα που δεν θα σε χώραγε ο τόπος! Έτσι παραθερίζαμε τότε τα καλοκαίρια οι άνθρωποι στα χωριά, γιατί είχαμε και εμείς ψυχή, και ανάγκη από ξεγνοιασιά, ξεκούραση, και από τα θαλασσινά μπάνια. Να περάσουμε όλοι με υγεία ένα ασφαλές και δροσερό Σαββατοκύριακο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου