- Έναν καιρό ό Πατήρ Άνθιμος [†1867] ησύχασε στά ύψη τού Άθωνα γιά αρκετό χρονικό διάστημα. Ό αδελφός, ό Τραπεζάρης [τής Μονής Παντελεήμονος, Ρωσικό], πολύ ανησύχησε καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά πληροφορήση τόν Γέροντα νά έλθη στήν Μονή, γιά νά τόν ωφελήση πνευματικά.
Τού έλεγε δέ ό λογισμός του: «Ίσως τώρα ό Γέροντας στήν έρημο νά έχη αποκάμη από τούς κόπους του, κι εγώ, άν ήταν εδώ, θά τόν οικονομούσα μέ λίγη τροφή, θά τού έκανα ένα τσάϊ».
Τήν άλλη μέρα, τό πρωί, ό Γέροντας ήλθε στό Μοναστήρι καί είπε στόν φίλο του χαριτολογώντας:
– Ορίστε, κατά τήν επιθυμία σου ήλθα από τόν Άθωνα, κατάκοπος καί μέ πόδια κομμένα από τίς πέτρες. Τό τσάϊ σου αξίζει τέτοιον κόπο!
Ό αδελφός είδε τήν προόρασή του καί τού ζήτησε συγχώρεση γιά τόν κόπο πού τού προξένησε.
Κάποτε ό ίδιος αδελφός είχε μιά βαριά λύπη καί ακηδία καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά στείλη τόν φίλο του Πατέρα Άνθιμο νά τόν παρηγορήση. Δέν πέρασαν λίγες ώρες, καί φάνηκε μπροστά του ό Πατήρ Άνθιμος. Ό θλιβόμενος αδελφός βλέποντάς τον, πολύ χάρηκε καί ρώτησε:
– Πώς έγινε, Πάτερ, καί ήρθες ακριβώς στήν ώρα τής ανάγκης μου;
Ό Γέροντας χαμογελώντας τού απήντησε:
– Εσύ ήθελες νά μέ δής καί παρακάλεσες τόν Θεό γι’ αυτό, καί ήρθα.
Μιά άλλη φορά στόν Άγιο Παντελεήμονα, τό Ρωσικό, τήν παραμονή τής πρώτης Οκτωβρίου, πού τελείται ολονύκτια αγρυπνία είς τιμήν τής Αγίας Σκέπης τής Υπεραγίας Θεοτόκου, ό Πατήρ Άνθιμος, μόλις έφθασε στό Μοναστήρι, παρά λίγο νά ξεψυχήση. Όταν συνήντησε τόν γνωστό του αδελφό, τού είπε:
– Αυτή τήν νύχτα βρισκόμουν κοντά στό Μοναστήρι τού Ζωγράφου, στήν έρημο, καί προσευχόμουν όρθιος, πάνω σέ μιά πέτρα. Τήν ώρα τής προσευχής είδα τήν Μητέρα τού Θεού νά κατεβαίνη από τόν Ουρανό στό Μοναστήρι σας. Καθώς ήμουν γεμάτος χαρά σ’ αυτή τήν οπτασία, βιάστηκα νά ‘ρθω, γιά νά Τήν βρώ εδώ, ώστε νά σκεπάση μέ τό μαφόριό Της καί εμένα τόν αμαρτωλό μαζί μέ τούς τιμώντας Αυτήν δούλους. Αλλά, μόλις ξεκίνησα από τόν τόπο εκείνο για να τρέξω εδώ, ξαφνικά, φάνηκε ένα φίδι, πετάχτηκε μέ οργή επάνω μου καί μέ δάγκωσε δυνατά στό πόδι. Εννόησα όμως ότι αυτό τό εμπόδιο ήταν από φθόνο τού μισόκαλου καί δέν έδωσα σημασία στό δάγκωμα, αλλά βιαζόμουν νά φθάσω στό Μοναστήρι σας.
Ό αδελφός κοίταξε τό πόδι του, καί πράγματι τό τραύμα από τό δάγκωμα ήταν σοβαρό. Ή μεγάλη αγάπη τού Γέροντα γιά τόν Θεό τόν είχε κάνει αναίσθητο στά σωματικά παθήματα.
Από τό βιβλίο τού Αγίου Παϊσίου Αγιορείτη, «Αγιορείται Πατέρες καί Αγιορείτικα», έκδοση τού Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή, Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου