Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, πῶς, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, κατόρθωσαν τέτοια μεγάλα καὶ ἐξαίσια θαύματα! Καὶ πῶς κανεὶς νὰ μὴ θαυμάσει καὶ νὰ μὴν ἀπορήσει;
Ἀναλογισθεῖτε, ἀδελφοί μου· τί ἦταν πρὶν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος; Ἕνας ψαράς. Τίποτε ἄλλο δὲν ἤξερε ἀπὸ τὸ νὰ ψαρεύει, νὰ πιάνει ψάρια μὲ τὸ δίχτυ στὴ λίμνη Γεννησαρέτ. Καὶ ξαφνικὰ τὸν βλέπετε κήρυκα ὅλης τῆς οἰκουμένης. Τόση χάρη καὶ γλυκύτητα εἶχαν τὰ λόγια του, ὥστε σὲ μία ὁμιλία του πίστεψαν τρεῖς χιλιάδες καὶ ἄλλοτε πέντε χιλιάδες, τοὺς ὁποίους καὶ βάπτισε.
Ἄφοβος καὶ ἄτρομος στέκεται μπροστὰ σὲ βασιλεῖς καὶ τυράννους, διδάσκοντας καὶ ἐλέγχοντας καὶ μένοντας ἀπτόητος στὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς κινδύνους. Πρόθυμος καὶ ἀκούραστος, ἂν καὶ ἦταν γέροντας, ἀρχίζει τὸ κήρυγμα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τρέχει στὴν Ἰουδαία, Ἀντιόχεια, Πόντο καὶ Γαλατία, Βιθυνία καὶ Καππαδοκία, Εὐρώπη καὶ Ἀσία. Στὴ Ρώμη μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ, μὲ τὸ νὰ σταυρωθεῖ ἀπὸ τὸν Νέρωνα ἔχοντας κάτω τὸ κεφάλι.
Τί ἦταν καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Σκηνοποιός, δηλαδὴ κατασκεύαζε ἀντίσκηνα. Προηγουμένως ἦταν διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅταν πήγαινε στὴ Δαμασκὸ μὲ ἐξουσία κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἄστραψε ξαφνικὰ ἐπάνω του φῶς, ποὺ τύφλωσε τὰ σωματικὰ μάτια, καὶ ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τί μὲ διώκεις;» Μὲ πολὺ φόβο καὶ ἔκθαμβος ὁ Παῦλος εἶπε: «Τὶς εἶ σύ, Κύριε;» καὶ ἄκουσε: «Ἐγὼ εἰμί Ἰησοῦς, ὅν σὺ διώκεις». Τότε ὁ Κύριος τὸν πρόσταξε νὰ πάει στὴ Δαμασκὸ νὰ βρεῖ τὸν ἀπόστολο Ἀνανία. Καὶ ἀφοῦ βαπτίστηκε, ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός του καὶ ὁ πρώην διώκτης παρουσιάστηκε μέγας ὑπερασπιστὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Σὰν φτερωτὸς ἀετὸς, περιέρχεται ὅλη τὴν οἰκουμένη κηρύττοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βαπτίζοντας ὅσους πίστευαν. Σ’ αὐτὸν τὸν Ἀπόστολο βλέπει κανεὶς πράγματα θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια, ποὺ ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη δύναμη· γι’ αὐτὸ δίκαιο εἶχε ὁ θεῖος Χρυσόστομος νὰ ἀναφωνήσει σὲ μία ὁμιλία του: «οὔτε θὰ γεννηθεῖ ἄλλος Παῦλος». Οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ κόποι του γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο ξεπερνοῦν κάθε διάνοια· οἱ κίνδυνοι, οἱ θλίψεις, οἱ στενοχώριες καὶ οἱ λοιπὲς κακοπάθειές του εἶναι ἀπερίγραπτες.
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα λόγια τὰ κατορθώματα τῶν
πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων. Πῶς μπόρεσαν νὰ ἐπιτελέσουν τέτοια σημεῖα καὶ
τέρατα; Μὲ ποιὸ μέσο; Μὲ τὴν πίστη. Ὅλα ὅσα θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια ἔκαναν
οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, τὰ ἔκαναν μὲ τὴν πίστη.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν Ἁγίων ἀλλὰ, ποιὰ εἶναι ἡ πίστη ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν σήμερα;
Τί βλέπω, τί ἀκούω στοὺς ἀγράμματους, τοὺς χωρικούς, τοὺς βοσκούς; Βλασφημίες, αἰσχρολογίες, κλοπές. Τί βλέπω στοὺς πλούσιους, στοὺς ἐμπόρους; Πλεονεξίες, ἁρπαγές, φιλαργυρία. Τί βλέπω στοὺς ἄρχοντες; Ἐγωϊσμό, ἔπαρση, κολακεῖες, δολιότητες, ὑπουλότητες. Σὲ ὅλους, καὶ στὸν λαὸ καὶ στὸν κλῆρο, βλέπει κανεὶς ἀμέλεια, ραθυμία, διαφθορά, παραλυσία. Καὶ ἔπειτα περιμένουμε προκοπή, περιμένουμε νὰ πάψουν οἱ πόλεμοι, οἱ θλίψεις, οἱ δυστυχίες. Τὸ εἶπα, τὸ λέω καὶ θὰ τὸ λέω· τότε θὰ πάψουν τὰ δεινά μας, ὅταν μετανοήσουμε, ὅταν γίνουμε εὐσεβεῖς.
Νὰ μὴ πλανιόμαστε, ἀγαπητοί. Ἡ ἀπόφαση κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεό: «Ἂν φυλάξετε τὶς ἐντολές μου, θὰ φᾶτε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, ἂν ὄχι, θὰ σᾶς φάει τὸ μαχαίρι». «Φυλάγει ὁ Κύριος αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν καὶ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει».
Γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἂς προσπέσουμε
στὸν Θεὸ καὶ οὐράνιο Πατέρα μὲ μετάνοια καὶ δάκρυα καὶ ἂς τὸν
ἱκετεύσουμε νὰ μᾶς εὐσπλαχνιστεῖ.
Πανάγαθε, φιλάνθρωπε, πανοικτίρμων, πολυέλεε καὶ πολυεύσπλαχνε Κύριε·
Ἐσὺ, ποὺ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας ἔγινες ἄνθρωπος
ὅμοιος μ’ ἐμᾶς ἐκτὸς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσεις ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσεις στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς
ὑπερευλογημένης Δεσποίνης καὶ Θεοτόκου Μαρίας, τῶν Ἁγίων Πάντων καὶ
ἐξαιρέτως τῶν πρωτοκορυφαίων σου Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ἐλέησε,
φώτισε καὶ σῶσε μας. Ἀμήν.
Ἀπὸ παλιὸ χειρόγραφό του Γέροντα Φιλοθέου Ζερβάκου τῶν ἐτῶν 1920-30.