Ψάλλουν μοναχοί της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου
Όφρακε νωϊτέροισιν εν ούασι πάγχυ βάλωμεν θέσφατον, ιμερόεσσαν, αγνήν Ευάγγελον όππα, μειλίξωμεν άνακτα Θεόν, μέγαν ουρανίωνα. Ιθυγενής. Σοφίη. Ευαγγελίοιο κλύωμεν. Ειρήνη χαριεσσ’ επ’ απείρονα δήμον εσείται. Εκ δ’ άρ’ Ιωάννοιο τόδ’ έστι βροντογόνοιο. Αλλ’ άγετ’ ατρεμέσι χρησμούς λεύσωμεν οπωπαίς. (Ούσης οψίας τή ημέρα εκείνη…) Εύτε δή ηέλιος φαέθων επί έσπερον ήλθε καί σκιόωντο αγυιαί επί χθόνα πουλυβοτείρη, ήματι εν πρώτω, ότε τύμβου άλτο Σαωτήρ, Κληϊσταί δε έσαν θυρίδες πυκινώς αραρείαι, βλήντο δέ πάντες οχήες εϋσταθέος μεγάροιο, ένθα μαθηταί ομού τε αολλέες ηγερέθοντο, μυρόμενοι θανάτω επ’ αεικέϊ Χριστού άνακτος, ήλυθε δή τότε Χριστός άναξ θεοειδέϊ μορφή, έστη δ’ εν μεσάτω αναφανδόν καί φάτο μύθον. Ειρήνη υμίν φίλοι, ησυχίη τ’ ερατεινή. Ως ειπών επέδειξεν εήν πλευρήν ηδέ χείρας. Γήθησαν δέ μαθηταί, επεί ίδον Ευρυμέδοντα. (Είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν…) Τούς δ’ αύτις προσέειπεν Ιησούς ουρανοφοίτης. Ειρήνη υμίν φίλοι, ησυχίη τ’ ερατεινή. Ως εμέ πέμψε Πατήρ, ός υπέρτατα δώματα ναίει, Ώδ’ εγώ υμέας εις χθόνα πέμπω ευρυόδειαν. Ως άρα φωνήσας μύσταις έμπνευσ’ αγορεύων. Πνεύμα δέχνυσθ’ άγιον, φαεσέμβροτον, υψιθόωκον. Ών μέν ατασθαλίας θνητών αφέητ’ επί γαίαν, τοίσιν ή που αφίενται ες ουρανόν αστερόεντα. Ών δ’ άρ’ επεσβολίας υπερφιάλων κρατέητε, τοίσιν αλυκτοπέδης κείναι σθεναρής κρατέονται. (Θωμάς δέ, είς εκ τών δώδεκα…) Θωμάς δ’ ώ επίκλησις άπασι Δίδυμος ακούειν, ουχ άμα τοίς άλλοις μύσταις πρίν ομώροφος έσκεν, Ιησούς ότ’ έβη είσω μελάθροιο εταίρων. Ίαχον ούν άλλοι τούτω ερίηρες εταίροι. Είδομεν οφθαλμοίσιν Ιησούν παγκρατέοντα. Τούς δ’ απαμειβόμενος Θωμάς προσέφησεν ατειρής. Ίχνια ήν μή ίδω μετά χείρεσιν ηλοτορήτης, δάτυλον εμβάλλω τε εκείνου ένδοθι χειρός, χείρα τ’ εμήν είσω πλευρής οί ρεία βαλοίμην, ούποτε υμετέροισι λόγοις κεφαλή κατανεύσω.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Ήτοι περί φυλακής τών πέντε αισθήσεων, έκδ. γ΄, Βόλος 1958, σ. 200-201).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου