Μία φορᾶ κι ἕναν καιρὸ, ἦταν ἕνας ἱερωμένος πολὺ εὐσεβής. Ἦταν μάλιστα καὶ πνευματικὸς κι ἐξομολογοῦσε τοὺς πιστούς. Ἔτσι, ἔκρινε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς ἔβαζε νὰ μετανοοῦν. Ἔφτασε νὰ πιστεύει, πὼς ξέρει, τί εἶναι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό.
Ἕνα πρωί, τοῦ ἐμφανίστηκε ἕνας ἄγγελος. “Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε γιὰ νὰ σοῦ δείξω κάτι”, τοῦ εἶπε. Τὸν πῆρε καὶ τὸν μετέφερε μὲ θαυμαστὸ τρόπο πίσω ἀπὸ ἕνα θάμνο. “Πές μου, τί βλέπεις;”, τὸν ρώτησε. “Βλέπω ἕναν πλάτανο μὲ παχὺ ἴσκιο καὶ μία βρύση μὲ δροσερὸ νερὸ νὰ ρέει πλάι του”, ἀποκρίθηκε αὐτός. “Τώρα θὰ πρέπει νὰ μοῦ ὁρκιστεῖς, ὅτι δὲν θὰ ἐπέμβεις ἢ ἔστω μιλήσεις, ὅ,τι καὶ νὰ δεῖς νὰ συμβαίνει”, τὸν πρόσταξε ὁ ἄγγελος. Ὁ ἱερέας ὁρκίστηκε μὲ κατάνυξη.
Μετὰ ἀπὸ λίγο, ἐμφανίστηκε ἕνας πλούσιος μὲ τὸ ἄλογό του καὶ σταμάτησε νὰ πιεῖ νερὸ καὶ νὰ ξαποστάσει. Ἤπιε νερὸ καὶ ξάπλωσε γιὰ λίγο κάτω ἀπὸ τὸ δροσερὸ ἴσκιο τοῦ πλάτανου, ὅπου πῆρε ἕναν ὑπνάκο. Ὕστερα ξύπνησε, ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του, ἀφήνοντας ὅμως πίσω του ἕνα πουγγὶ παραγεμισμένο μὲ χρυσὲς λίρες.
Μετὰ ἀπὸ λίγη ἀκόμη ὥρα, ἕνας δεύτερος ἄνθρωπος ἐμφανίστηκε πεζὸς καὶ σταμάτησε νὰ πιεῖ νερό. Ξαφνικά, εἶδε τὸ πουγγὶ μὲ τὶς λίρες, τὸ σήκωσε καὶ ἄρχισε νὰ χοροπηδᾶ ἀπὸ χαρά. Ἔβαλε τὸ πουγγὶ στὴν τσέπη του καὶ χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ἔτρεξε νὰ ἐξαφανιστεῖ.
Λίγο ἀργότερα, ἕνας τρίτος ἄνθρωπος, ἔφτασε κι αὐτὸς στὴ βρύση. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ἔπινε νερό, ἐπέστρεψε ὁ πλούσιος, ὁ ὁποῖος εἶχε στὸ μεταξὺ ἀντιληφθεῖ ὅτι εἶχε χάσει τὸ πουγγί του καὶ γύρισε νὰ τὸ ἀναζητήσει. Μόλις, λοιπὸν, εἶδε τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, ἄρχισε νὰ τὸν κατηγορεῖ ὅτι τοῦ ἔκλεψε τὸ πουγγὶ μὲ τὶς λίρες καὶ νὰ τοῦ ζητὰ νὰ τοῦ τὶς ἐπιστρέψει. Ἄρχισαν νὰ καυγαδίζουν καὶ πάνω στὸν καυγά, ὁ πλούσιος ἔσπρωξε ἀπότομα τὸν ἄλλο, ἐκεῖνος ἔπεσε στὸ ἔδαφος κι ἔσπασε τὸ σβέρκο του σὲ μία ἀπ’ τὶς ρίζες τοῦ πλάτανου. Ὁ πλούσιος πανικόβλητος, ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του κι ἐξαφανίστηκε…
Πές μου τώρα”, εἶπε ὁ ἄγγελος στὸν ἱερέα. “Τί πιστεύεις γι’ αὐτὰ ποὺ εἶδες, ἦταν καλὰ ἢ κακά;”
“Καλέ μου ἄγγελε”, ἀπάντησε ἐκεῖνος, “ἡ ψυχή μου εἶναι βαριὰ ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ εἶδα νὰ συμβαίνει μπροστὰ στὰ μάτια μου, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ ἀντιδράσω. Ὁ ἕνας ἔκλεψε τὸ πουγγὶ ποὺ δὲν ἦταν δικό του, ὁ ἄλλος κατηγόρησε ἄδικα ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ πάνω τὸν σκότωσε, χωρὶς μάλιστα νὰ τιμωρηθεῖ.”
“Δὲν γνωρίζεις ὅμως ἀκριβῶς τὴν ἱστορία”, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος. “Ὁ πλούσιος ποὺ ἦρθε πρῶτος στὴ βρύση, εἶχε καταπατήσει τὰ χωράφια τοῦ δεύτερου καὶ τὰ δικαστήρια τὸν εἶχαν δικαιώσει, ὅπως κάνει πάντοτε ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ν’ ἀδικεῖ τοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ ἀθωώνει τοὺς πλούσιους. Ἡ θεία δικαιοσύνη, ὅμως, ἀπαιτοῦσε ὁ πλούσιος νὰ πληρώσει τὸ χρέος του καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ τρόπος ποὺ ἐπέλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό.
Ὁ τρίτος ἄνθρωπος, αὐτὸς ποὺ σκοτώθηκε, εἶχε δολοφονήσει τὸν ἀδελφό του, χωρὶς νὰ τὸ ὑποψιαστεῖ κανείς, οὔτε καὶ νὰ τὸν κατηγορήσει. Οἱ τύψεις του ὅμως ἦταν τέτοιες, ποὺ γονατιστὸς παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπ’ τὸ βάρος ποὺ κουβαλοῦσε. Αὐτὸς ἦταν ὁ τρόπος, ποὺ βρῆκε ὁ Θεὸς γιὰ ν’ ἀνταποκριθεῖ στὴν προσευχή του.
Ὅσο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν πλούσιο, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, χάρισε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ πῆγε νὰ γίνει ἱεραπόστολος, προσφέροντας τεράστιο ἀνθρωπιστικὸ ἔργο στὴν Ἀφρικὴ καὶ σώζοντας πολλὲς ζωές.”
Ὁ ἱερέας κοίταξε τὸν ἄγγελο ἐμβρόντητος, μὴν ξέροντας τί νὰ πεῖ. “Πήγαινε λοιπὸν ἐν εἰρήνῃ”, τὸν ἀποχαιρέτησε ὁ ἄγγελος “καὶ νὰ θυμᾶσαι πόσο λίγα γνωρίζεις, ὥστε νὰ μπορεῖς ν’ ἀποφασίσεις τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακό.”