Ιερομόναχος Ζαχαρίας Ι.Μ.Τ.Προδρόμου 'εσσεξ
Στή μέση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει τὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὥστε νά τονώσει τὴν ἔμπνευση καὶ νά μᾶς ἐνισχύσει στόν ἀγῶνα νά προευπρεπίσουμε τίς ψυχὲς μας, γιά νά εἰσέλθουμε στήν ζωοποιὸ παρουσία τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Παρομοίως στήν μέση τῆς περιόδου τοῦ Πεντηκοσταρίου ἑορτάζουμε τήν Μεσοπεντηκοστή, ποὺ ἀναδαυλίζει τήν δίψα γιά τὸ Φῶς τοῦ Παρακλήτου, καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μᾶς ἐνισχύει νά προσκαρτερήσουμε μέ προσευχὴ καὶ ὁλοένα αὐξανόμενο πόθο, «ἕως οὗ ἐνδυθῶμεν δύναμιν ἐξ ὕψους»[1]. Διότι ἂν δέν ἔλθει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νά μᾶς συνδέσει μέ τὸν Χριστὸ αἰώνια, δέν μποροῦμε νά «περιπατήσωμε ἐν καινότητι» τῆς «ζωῆς»[2], ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Στήν σημερινὴ περικοπή, τῆς Σαμαρείτιδος, βλέπουμε τήν δίψα τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τήν δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιά τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Διακρίνουμε τὸ μέγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ κενώνεται καὶ κυνηγάει τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς του καὶ τὸ μέγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐσχάτη πτώση, μπορεῖ, ὅταν συνεργήσει μέ τὸν Θεό, νά ἀνέβει σὲ ὕψη ἀγγελικά.
Γιά τοὺς Ἰουδαίους οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν μιαροὶ καὶ αἱρετικοί. Ἰδιαίτερα ἡ συνομιλία μέ γυναῖκα Σαμαρείτιδα θεωρεῖτο κάτι ἄκρως ὑποτιμητικό. Ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν ὑπέρβαση καὶ ὑπέδειξε ὅτι ἐκεῖνο πού διακρίνει τοὺς ἀνθρώπους εἶναι τὸ πνευματικὸ τους χάρισμα. Ὅταν ἐνεργεῖ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κάθε εἶδος ἀνθρωπίνης διακρίσεως καταργεῖται. Ἔθνος τῶν Χριστιανῶν δέν εἶναι οἱ Ἕλληνες ἤ οἱ Ῥῶσοι ἤ οἱ Ῥουμάνοι, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν λάβει τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἔχοντας ἐνδυθεῖ τὸν Χριστό, καθίστανται «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν»[3].
Ὁ Χριστὸς στήν πορεία Του ἀπὸ τὴν Ἰουδαία πρὸς τήν Γαλιλαία διάβηκε ἀπὸ τήν Σαμάρεια. Ἐνῶ κάθισε νά ἀναπαυθεῖ στό πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ περιμένοντας τοὺς μαθητὲς Του νά ἀγοράσουν τρόφιμα, ἦλθε μιά γυναῖκα Σαμαρείτιδα μέ ἀτασθαλὴ βίο νά ἀντλήσει νερό. Ὁ Παντογνώστης Κύριος πού πεινᾶ καὶ διψᾶ μέχρι θανάτου γιά τήν σωτηρίᾳ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ταπεινώθηκε μπροστὰ στήν γυναῖκα αὐτὴ καὶ τῆς εἶπε: «Δός μοι πιεῖν»[4]. Ἐπιθυμώντας νά θεραπεύσει τίς πληγές πού τῆς εἶχε προξενήσει ἡ ἁμαρτία, τὴν τίμησε, γιά νά ἀποκαταστήσει τὴν ἀξιοπρέπειά της καὶ νά τὴν προετοιμάσει νά προσλάβει τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας Του.
Στήν ἔκπληξη τῆς γυναίκας πού τῆς ἀπηύθυνε λόγο ἕνας Ἰουδαῖος ῥαββῖνος, ὁ Κύριος ἄρχισε νά τῆς μιλᾶ γιά τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ παράδοξος λόγος τοῦ Κυρίου στόχευε νά διεγείρει στήν Σαμαρείτιδα πνευματικὴ ἔνταση καὶ διάθεση συνεργείας γιά τὸ θαῦμα πού θὰ ἐπιτελεῖτο, τὴν ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς της, τήν μεταποίηση μιᾶς γυναίκας αἱρετικῆς καὶ διαβεβλημένης στήν ἁγία μάρτυρα καὶ ἰσαπόστολο Φωτεινή. Στήν συνέχεια, γνωρίζοντας ὁ Χριστὸς ὅτι γιά νά δεχθεῖ ἡ γυναῖκα τὴν ἄφθαρτη δωρεὰ τοῦ Πνεύματος, ἔπρεπε νά προσέλθει μέ καθαρή καρδία, μὲ πολὺ λεπτὸ τρόπο, χωρὶς νά τὴν κατακρίνει, ἄρχισε νά ἐλέγχει τήν βιοτήν της.
Ὑπάρχει ἔλεγχος πού ἐξουθενώνει καὶ συντρίβει, καὶ ἔλεγχος προφητικός, ποὺ ἀναγεννᾷ καὶ ἐμπνέει. Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ, φωτίζει καὶ ἀποκαλύπτει τὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, συγχρόνως ὅμως τὸν θεραπεύει. Ὁ ἔλεγχος αὐτὸς πρόκειται μᾶλλον γιά προφητικὴ ῥήση, ἡ ὁποία φωτίζει τὸν ἀκροατή νά ἀσπασθεῖ οἰκειοθελῶς τὸν λόγο αὐτὸν καὶ νά ἀναλάβει τὴν ἐκπλήρωσή του μέ ἔμπνευση.
Τὰ παθήματα πού ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νά πλήξουν τὸν ἀνθρωπο καὶ ἡ παιδεία Του δέν εἶναι ἐκδίκηση ἤ τιμωρία. Ἀντιθέτως, εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ πόθου Του νά φέρει τὸν ἀποστάτη τῆς χάριτός Του σὲ κατάσταση πού νά μπορεῖ νά δεχθεῖ τήν δωρεά Του, νά τὴν ἐκτιμήσει, νά τήν διαφυλάξει καὶ νά τὴν πολλαπλασιάσει πρὸς σωτηρία δικὴ του καὶ τῶν συνανθρώπων του.
Ὅταν ὁ Κύριος ζήτησε ἀπὸ τήν Σαμαρείτιδα νά φωνάξει τὸν ἄνδρα της, ἐκείνη προσπάθησε νά συγκαλύψει τὴν ἀλήθεια τῶν ἁμαρτιῶν της. Ὡστόσο, ὁ Χριστὸς δέν τὴν ἐξευτέλισε, ἀλλὰ τίμησε τήν μικρή δόση ἀληθείας πού περικλειόταν στό ψεῦδος της, ἐπαναλαμβάνοντας μέ ἔμφαση, «καλῶς εἶπας» καί, «τοῦτο ἀληθῶς εἴρηκας». Ὁ Κύριος δέχθηκε καὶ καλλιέργησε τὸ σπέρμα τῆς ἀληθείας τῆς Σαμαρείτιδας, ὥσπου ὡρίμασε καὶ ἐξελίχθηκε σὲ ἐπίγνωση τῆς Ἀληθείας Του.
Ἡ καρδία της ἀλλοιώθηκε καὶ ὁ νοῦς της ἄνοιξε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς παρουσίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Ἄρχισε νά ἀναζητᾶ ὀρθὸ προσανατολισμό, γιά νά καθορίσει τὴν πορεία της. Παρόλη τὴν ἠθικὴ ἀκαταστασία τῆς ζωῆς της, ἡ Σαμαρείτιδα εἶχε δίψα Θεοῦ καὶ θεολογικὲς σκέψεις, ποὺ «ὡς ὀσμὴ εὐωδίας» εἵλκυσαν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά ἐπαναπαυθεῖ ἐπάνω της, ὥστε νά δεχθεῖ τὴν ὕψιστη ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ: «Ἐγώ εἰμι ὁ Μεσσίας».
Ὁ Θεὸς δέν κατανοεῖται μέ τὸν νοῦ, ἀλλὰ πείθει μέ τὴν παρουσία Του. Ὁ λόγος τῆς χάριτός Του γίνεται νόμος ζωῆς, «ἐγγεγραμμένος ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις». Ἡ Σαμαρείτιδα προσδοκοῦσε τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία. Ἡ ἐπαφή μέ τὸν Κύριο φώτισε τὸν νοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο πλάτυνε τὴν καρδία της. Στήν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἀνταποκρίθηκε ὅπως καὶ οἱ Ἀπόστόλοι. Ἄφησε τὰ πάντα καὶ ἔδραμε νά εὐαγγελισθεῖ στούς ὁμοεθνεῖς της ὅτι «ηὗρε τὸν Μεσσίαν».
Ἡ ἀφήγηση αὐτὴ δείχνει εὐκρινῶς πῶς ἀνυψώνεται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου σταδιακὰ πρὸς τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία, ἀπὸ τήν στιγμή πού θὰ δεχθεῖ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Κατ’ ἀρχὰς αἰσθάνεται στήν καρδία του τήν θεϊκὴ δύναμη τοῦ λόγου αὐτοῦ καὶ ἡ πίστη του κραταιώνεται. Στήν συνέχεια ἀναζητᾶ τὸν ὀρθὸ δόγμα, τὸ ὁποῖο καθαίρει τὸν ἐσωτερικὸ του ὀφθαλμό, καὶ ἔτσι ἀρχίζει νά διακρίνει τήν μορφή τοῦ Κυρίου. Ὅταν ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθειά Του, Φῶς ἐκχέεται στήν ψυχὴ του πού τὸν καθιστᾶ τέκνον ἡμέρας. Τότε ἐνώνεται μέ τὸν Θεό πού πρῶτος τὸν ἀγάπησε καὶ τὸν τίμησε καὶ Τὸν λατρεύει «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Ἐπιπλέον, ὁ τρόπος συνδιαλλαγῆς τοῦ Χριστοῦ μέ τήν γυναῖκα αὐτὴ δίνει ὑπόδειγμα προφητικῆς συναναστροφῆς μέ τοὺς συνανθρώπους μας. Ὁ Χριστὸς πρῶτα τίμησε τήν Σαμαρείτιδα, στήν συνέχεια τὴν ἔλεγξε μέ εὐγένεια ψυχῆς, καὶ ὅταν αὐτὴ δέχθηκε τὴν παιδεία Του καὶ ὁ νοῦς της μετατέθηκε σὲ πνευματικὰ νοήματα, τῆς ἀποκάλυψε ἀφ’ ἑνός ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου τήν γνήσια λατρεία τοῦ Θεοῦ «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Γιά τοὺς Προφῆτες ὅλων τῶν γενεῶν ἀναφύεται τὸ πρόβλημα, πὼς νά μεταδώσουν στούς συνανθρώπους τους τὴν ἀλήθεια πού γνώρισαν. Συχνὰ προσποιοῦνται ὅτι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ κάτι πού ὁ ἄλλος μπορεῖ νά τοὺς προσφέρει, ὥστε νά βάλουν τὸν ἑαυτὸ τους χαμηλότερα, καὶ ἔτσι νά τοῦ μεταδώσουν χάρισμα πνευματικό.
Ὅλη ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διαγράφεται στήν Γραφή, μαρτυρεῖ ὅτι, ὁ Κύριος «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ζωὴν Αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν»[5]. Διδάσκει ἔμπρακτα τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν»[6].
Ὁ Παντοδύναμος Κύριος σὲ κάθε ἐπαφὴ Του μέ τοὺς ἀνθρώπους ἔβαζε τὸν Ἑαυτὸ Του κάτω ἀπὸ τὸν συνομιλητὴ Του, γιά νά τὸν φέρει σὲ φιλότιμο, νά ἀνοίξει ἡ καρδία του στόν Θεῖο λόγο, καὶ ἔτσι νά μπορέσει νά τοῦ μεταδώσει καινότητα ζωῆς. Δέν ἐπιτίμησε τὸν Ναθαναήλ πού Τὸν προσέγγισε μέ αὐθάδεια, ἀντιθέτως, τὸν τίμησε, καὶ τὸν ἔκανε Ἀπόστολο. Δέν ἐπέπληξε τὸν Νικόδημο γιά τήν δειλία του, ὅταν ἦλθε σὲ Αὐτὸν κρυφά, γιά νά μὴν χάσει τὴν κοινωνικὴ του θέση. Τὸν τίμησε μέ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας Του καὶ ὁ Νικόδημος ἔγινε μαθητὴς Του, κρυφός μέν, ἀλλὰ ἔχοντας πιστότητα μέχρι θανάτου. Δέν μέμφθηκε τήν Σαμαρείτιδα γιά τὸν ἄστατο βίο της οὔτε γιά τὸ ψέμμα πού Τοῦ εἶπε. Σὲ κάθε στάδιο τῆς συνομιλίας Του μαζὶ της οὐδέποτε τῆς ἐπέβαλε τήν Θεία βουλή, ἀφήνοντάς την ἐλεύθερη νά δεχθεῖ τήν δωρεά Του ἤ ὄχι. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν τίμησε, τὴν ἀποκατάστησε στήν ἀξιοπρέπεια τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ προσώπου, καὶ τὴν ἀνύψωσε στό ἀξίωμα τοῦ Ἀποστόλου καὶ τοῦ Μάρτυρα.
Ὁ Χριστιανισμὸς δέν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐπίγειους ὀργανισμούς. Εἶναι παράδοξη βιοτή, μίμηση τοῦ ἀγγελικοῦ βίου. Ἡ στάση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ ὑπόδειγμα γιά τοὺς πιστούς, ἰδιαίτερα γιά ὅσους ἐπωμίζονται ποιμαντικὴ διακονία μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ ἰσχυροὶ ὀφείλουν νά βαστάζουν τὰ βάρη τῶν ἀδυνάτων, νά ταπεινώνονται μπροστὰ σὲ ὅλους, ὅπως καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά σώσουν μερικούς[7]. Ἡ ἐξουσία πού τοὺς δίνεται δέν εἶναι γιά νά συντρίψουν τὸν ἄλλο, ἀλλὰ γιά νά τὸν παρηγορήσουν, νά τὸν ἐνισχύσουν, νά τὸν ἐμπνεύσουν, νά τὸν ἀναγεννήσουν μέ τὸν λόγο τους, νά τὸν καταρτίσουν, νά τὸν οἰκοδομήσουν διακονώντας τήν σωτηρίᾳ του.
———————–
[1]Βλ. Λουκ. 24,49.
[2]Ρωμ. 6,4.
[3]Α΄ Πέτρ. 2,9.
[4]Ἰωάν. 4,7.
[5]Ματθ. 20,28·: Μάρκ. 10,45.
[6]Φιλιπ. 2,3-4.
[7]Πρβλ. Α΄ Κορ. 9,22.