ΕΝΑ μελλόφωτο ἀπόγεμα,δείλι τ’άγιου Πάσχα, μετὰ ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῆς ἀγάπης ,σὰν πῆγε ὁ Γέροντας νά ‘ξαποστάξει στὸ τερπνὸ κελλάκι του, ὅλος μεταρσιωμένος ἀπὸ τὴν γλυκάδα τῆς ἁγίας ἀναστάσεως ,βλέπει νὰ τὸν ἐπισκέπτονται δύο λευκόμορφες γυναῖκες μὲ τέτοια ἀστραποβολή, σὰν τῶν Ἀγγέλων στὸ τάφο Τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Γέροντας ντράπηκε μπροστὰ στὴν αἰδωσύνη κι’ ὠραιοθωριά τους καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγο σὰν εἶδε πὼς ἐτούτη ἡ ἐπίσκεψη εἶναι ἀγαθὴ κι’από Θεοῦ ,ρωτᾶ θαρρημένος τὶς δύο νέες.
-Ποιές εἶστε ἐσεῖς ὅλες χάρη, κάλλη καὶ χαρίζετε παρακάλη στὴν ψυχή μου; Τότε οἱ νέες μὲ σεβασμό του ἀπαντοῦνε, ἀρχίζοντας πρῶτα ἐκείνη ποὺ προπορεύονταν:
-Ἐμένα, ὅσιε μου, μὲ λένε Χορεία.
-Καὶ ἐμένα Ἀγαλλίασις,επρόσθεσε καὶ ἡ δεύτερη.
-Ἀααα ἄφεριμ τὸ λοιπόν ,ἔϊβαλα ,ἀναφωνεῖ ἱκανοποιημένο μὲ τὴν μικρασιάτικη προφορά του τὸ Χριστόψυχο γεροντάκι.Μα τώρα δὰ μοῦ θυμίσατε ἐκεινο τὸ ὡραῖο Μεγαλυνάριο τῆς Θεοτόκου «χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου Σιὼν»που ψάλωμε στὴν ἀνάσταση. Μὰ καὶ τί δηλοῦν τὰ ὀνόματά σας;
-Τ’όνομα μοῦ λέγει του ἡ πρώτη γεννιέται ἀπὸ τὸν χορό. Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κάμει χῶρο καὶ ἀδειάζει ἀπὸ τὴν φιλαυτία του, τότε βρίσκει νὰ χωρέσει καὶ ἔρχεται νὰ θρονιάσει ὁ Χριστὸς στὴν ψυχή του. Μα ὁ καλὸς Χριστὸς δὲν ἔρχεται ποτὲ ἀμοναχός του, μὰ φέρει ὁλοὲν μαζί του ὅλο τὸν παράδεισο καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ Τοῦ ,ὅπου πιάνονται μαζί τους χέρι-χέρι , σὰν τὰ δίδυμα ἀδελφάκια στὴν κοιλιὰ τῆς μητρός τους καὶ ἔτσι κινοῦν τὸν χορὸ φωνίζοντας καὶ ἀντιφωνίζοντας ἀπὸ ἀγάπη καὶ τραγούδι.
Καὶ ἐσὺ καλή μου Ἀγαλλίασις ,ἀπὸ ποὺ κρατεῖ τὸ ὄνομά σου; Εἶμαι ἐκείνη ποὺ σὰν μὲ στείλει ὁ ἀφέντης μας Χριστὸς στὶς καρδιὲς ὅσων τὸν ἀναζητοῦν τὶς κάμει νὰ ἀνασταίνονται ,νὰ σκιρτοῦν, ἄγαν νὰ πάλλονται καὶ νὰ ἄλλονται σὰν τὸν δροσερὸ καταρράκτη μέσα στὸ παρθένο δάσος καὶ νὰ ἀναπηδοῦν σὰν τὰ ἐλαφάκια ἀπὸ τὴν χαρά τους ὅταν παίζουν ὁμάδι καὶ ξέγνιαστα στὸ ξέφωτο. Καὶ γατὶ ἐσὺ καλή μου κόρη ποὺ λέγεσαι Χορεία προπορεύεσαι τῆς Ἀγαλλίασις; -Μὰ ἀγαθὲ Γέροντα δίχως ἀγάπη καὶ πρόσωπο,δίχως ἕνα ἀδέλφι διπλανά σου νὰ στήσεις χορὸ καὶ πανήγυρι, δύναται ὁ ἀνθρωπος, μὰ ἀκόμη κι’ένα ζωντανὸ νά’ναι, νὰ ἔχει χαρά , ἀγαλλίαση καὶ νὰ γευτεῖ παράδεισο ; Ἐκείνη τὴν στιγμὴ θυμήθηκε ἐναργὰ ὁ παπα-Αναστάσης,έτσι ΄ἦταν τ’όνομά του,τον ἀλιβάνιστο τοῦ Παπαδιαμάντη ποὺ ἀναγίνωσκε ἐπιμελῶς καὶ ἀπαραιτήτως κάθε μεγάλο Σαββάτο ἀπόγεμα: Ναί! Τότες μετάλαβε ἀνάσταση ὁ ἁπλοϊκὸς ὁ Κόλλιας ὁ ἀλιβάνιστος, σὰν ἔγινε ἕνας χορὸς κα χώρεσε μέσα στὴν καρδιά του, μὰ ἔνοιωσε νὰ τὸν χωροῦν συνάμα καὶ ὅλοι οἱ βοσκοὶ κι’ οἱ παιδόψυχοι συγχορευτὲς σέ ‘κεῖνο τὸ πανηγύρι στὸν Ἄη-Γιάννη τὸν ἀσέληνο. -Ἀρα το λοιπόν, ἐβεβαίωνε τώρα κουνῶντας τὴν λευκάζουσα ἀπὸ τὰ βαμβακένια μαλλιὰ κεφαλή του ,ὁ ἀπονήρευτος Γέροντας , δίχως ἀγάπη καὶ δίχως ἀνθρώπου πρόσωπο δὲν δύναται νὰ δεὶ οὐδεὶς οὔτε Θεοῦ τὸ πρόσωπο, μὰ οὔτε στάλα δροσιᾶς ἀπὸ χαρὰ καὶ τερπνότη ,στὴν ζωή του. «Μόνος οὔτε στὸν παράδεισο».
Ἀλλοίμονο στοὺς μόνους, μά ,πιότερο ἀκόμη δυστυχεῖς , ὅσοι μέσα στοὺς πολλοὺς αἰσθάνονται πιὸ μόνοι παρὰ ποτέ. Μὰ καὶ μακάριοι ὅσοι, μέσα στὴν μοναξιὰ ἐτούτης τῆς ζωῆς ,σὰν τὴν κάμουν ἀγάπη καὶ προσευχὴ γιὰ ὄλονα τὸν κόσμο, ἀναζυγώνουν καὶ ἀνευρίσκουν τὴν εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου ,ἐνῷ κρατοῦσε ἀγκάλη στὴν λιβανόπιασμένη παλάμη του, ἕνα τρακοσάρι κομβοσχοίνι ποὺ εἶχε σχεδὸν ἀπολιώσει ἀπὸ τὸ νὰ προσεύχεται μία ζωὴ γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους καὶ ἀναγκεμένους, μὲ νοιάξιμο ποὺ νὰ λαχταρᾶ ἀπὸ ἀγωνία σὰν μητέρας . Δὲν πρόφταξε νὰ κάμει τὸν ἀσπασμό του καὶ νὰ ἀποχαιρετήξει τις σελασφόρες ἐπισκέπτριές του καὶ βρέθηκε τὸ γεροντάκι πάλι μόνο του στὸ κατανυκτικὸ κελλάκι του ,καθὼς ἔξω εἶχε πάρει νὰ ἀποβραδυάζει καὶ τὰ πρῶτα ἀστέρια ἄρχισαν νὰ ἀνάβουν μὲ ἀπαλάδα στὸ στερέωμα σὰν καντηλάκια ἀπὸ τὸν ἀκούραστο νεωκόρο ἄγγελο. Ὁ παπα-Αναστάσης μέσα στὴν κυοφοροῦσα κοιλία τοῦ κελιοῦ τοῦ ,ὅπου λαμπύριζε ἀναστάσιμη καὶ λευκόφωτη ἡ φλογίτσα ἀπ’τ’αγιο Φῶς τοῦ Τάφου, ἀγάλλονταν τώρα παρήγορος καὶ γλυκαινόμενος στὴν Θεόφωτη ψυχή του, ἔχοντας ἀκόμη στὰ ρουθούνια του την ἀνθόστολη εὐωδία τῆς προσφάτου Θεϊκῆς ἐπισκέψεώς του . -«Ἀγάπη ἀνέστη καὶ οὕτως πάντα καὶ πάντοτε Χριστὸς ἀνέστη» ,ἀφοῦ ἀγάπη καὶ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἴδιος κι’αξεχώριστος ἥλιος. Καὶ΄έξω στοὺς ἀσημοστραφταλισμένους ἀπὸ τὴν φεγγαράδα ἀγρούς, μυροβολοῦσε μεθυστικὰ ἡ ἀγράμπελη,ενώ μαζὶ καὶ οἱ γαρδένιες,όλα ἕνας χορὸς, στὸ προαύλι του ἐκκλησιδίου , ἄκακα ἀμίλλωνταν (συναγωνίζονταν) μὲ τὴν σελήνη στὴν λευκότητα κερνῶντας ἀγαλλίαση, σὲ ἐτούτη τὴν παρθένα Πασχαλιάτικη καὶ λαμπροφόρο νύκτα.
π.Διονύσιος Ταμπάκη
1 σχόλιο:
... "ἐν χορῶ" πάντοτε,
(μαζί καὶ χέρι-χέρι)
ἀπό τ´ἀρχαῖα τὰ χρόνια,
ἡ ὄρχησις...
στὰ μέρη μας...
ἴσαμε τὶς μέρες μας,
τὶς μοντέρνες,
τῆς παγκόσμιας βαβέλ,
ὅπου...
ὁ καθείς μόνος του πιὰ
καὶ ξεκομμένος
(ἄντε... σὲ ζεύγη...)
χτυπιέται χωρίς νόημα... (ξεσπώντας)
διασκεδαζόμενος...
(ἤτοι διαλυόμενος... )
μέχρι τελικῆς πτώσεως...
χορεύοντας πλέον... λέμε...
ἀλλ´ ὄχι ἐν χορῶ...
ἐν ἀϕασία...
χαζοχαρούμενα, ἀϕασιαζόμενος...
...
Δημοσίευση σχολίου