Ἔχεις πάλιν κακὴν καταγωγὴν καὶ εἶσαι ἄσημος, πτωχὸς ἀπὸ πτωχούς, χωρὶς ἑστίαν, χωρὶς πατρίδα, ἀδύνατος, στερεῖσαι τὰ καθημερινά, τρέμεις αὐτοὺς ποὺ κατέχουν τὴν ἐξουσίαν, φοβᾶσαι καὶ ἐντρέπεσαι ὅλους ἐξ αἰτίας τῆς ταπεινότητος τοῦ βίου σου;
Ἀλλ’ ὁ «πτωχός, λέγει, δὲν ἀπειλεῖται» μὴ λοιπὸν ἀπελπισθῇς· μὴ ἀπορρίψης κάθε καλὴν ἐλπίδα, διότι τίποτε ἀξιοζήλευτον δὲν ἔχεις εἰς το παρόν, ἀλλ’ ὁδήγησε τὴν ψυχήν σου ὑψηλά, καὶ πρός τα ἀγαθά, ποὺ ἔχει κιόλας δημιουργήσει διὰ σὲ ὁ Θεὸς καὶ πρὸς αὐτά, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν του ἀπόκεινται εἰς τὸ μέλλον.
Καὶ πρῶτα – πρῶτα εἶσαι λοιπὸν ἄνθρωπος· το μόνον θεόπλαστον ἀπὸ τὰ ζῶα.
Δὲν ἀρκεῖ λοιπὸν αὐτό, ἐφόσον στοχάζεσαι σωστά, τὸ ὅτι ἔχεις διαπλασθῇ πρὸς τὴν οὐράνιον γαλήνην ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐδημιούργησεν ὅλα;
Ἔπειτα ὅτι, καὶ ἐπειδὴ ἔγινες σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ κτίστου σου, ἠμπορεῖ μὲ ἐνάρετον ζωὴν νὰ κατευθυνθῇς πρὸς τὴν ἀγγελικὴν ὁμοτιμίαν;
Ἔλαβες ψυχὴν νοερὰν μὲ τὴν ὁποίαν στοχάζεσαι τὸν Θεόν, μὲ τὸν λογισμὸν κατανοεῖς τὴν φῦσιν τῶν ὄντων, δρέπεις τὸν γλυκύτατον καρπὸν τῆς σοφίας.
Ὅλα τὰ χερσαῖα ζῶα καὶ ἥμερα καὶ ἄγρια, ὅλα ὅσα ζοῦν καὶ τρέφονται εἰς τὰ νερὰ καὶ ὅσα πετοῦν εἰς αὐτὸν τὸν ἀέρα, εἶναι δοῦλα καὶ ὑποχείριά σου.
Σὺ δὲν ἐφεῦρες τέχνας, δὲν ἵδρυσες πόλεις καὶ δὲν ἐπενόησες ὅλα ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα καὶ ὅσα προορίζονται διὰ τρυφηλὴν ζωήν;
Δὲν σοῦ εἶναι βατὰ τὰ πελάγη ἐξ αἰτίας τῆς λογικῆς;
Ἡ ξηρὰ καὶ ἡ θάλασσα δὲν ὑπηρετοῦν τὴν ζωήν σου;
Ὁ ἀέρας καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ συστήματα τῶν ἀστέρων δὲν σοῦ ἐπιδεικνύουν τὴν τάξιν των;
Διατὶ λοιπὸν εἶσαι μικρόψυχος;
Διότι τὸ ἀλογόν σου δὲν ἔχει ἀργυρᾶ χαλινάρια;
Ἀλλ’ ἔχεις τὸν ἥλιον ποὺ ἀδιακόπως καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς χάριν σου κρατᾶ τὴν λαμπάδα.
Δὲν ἔχεις τὰς ἀκτινοβολίας τοῦ ἀργύρου καὶ τοῦ χρυσοῦ, ἀλλ’ ἔχεις τὴν σελήνην ποὺ σὲ περιλάμπει μὲ τὸ ἄπλετον φῶς της.
Δὲν ἔχεις ἐπιβῇ σὲ χρυσοκέντητα ἁμάξια, ἀλλ’ ἔχεις τὰ πόδια ἰδικόν σου ὄχημα καὶ σύμφυτον μὲ σέ.
Διατὶ λοιπὸν μακαρίζεις αὐτοὺς ποὺ κατέχουν πλούσιον βαλάντιον καὶ ποὺ χρειάζονται ξένα πόδια διὰ νὰ μεταβοῦν κάπου;
Δὲν κοιμᾶσαι εἰς κρεββάτι ἐλεφάντινον, ἀλλ’ ἔχεις τὴν γῆν ποὺ εἶναι τιμιωτέρα ἀπὸ πολλὰ φίλντισι καὶ ἔχεις γλυκεῖαν τὴν ἀνάπαυσιν ἐπάνω εἰς αὐτήν, γρήγορον τὸν ὕπνον καὶ ἀπὸ κάθε φροντίδα ἀπηλλαγμένον.
Δὲν κατακλίνεσαι κάτω ἀπὸ χρυσῆν ὀροφήν, ἔχεις ὅμως τὸν οὐρανὸν ποὺ ἀκτινοβολεῖ τριγύρω μὲ τὰ ἀπερίγραπτα κάλλη τῶν ἄστρων.
Καὶ αὐτὰ βέβαια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα. Τὰ ἄλλα ὅμως εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀνώτερα.
Διὰ σὲ ὁ Θεὸς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, διὰ σὲ ἡ χορηγία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ κατάλυσις τοῦ θανάτου, ἡ ἐλπὶς τῆς ἀναστάσεως, τὰ θεῖα προστάγματα ποὺ σοῦ τελειοποιοῦν τὴν ζωήν, ἡ πορεία πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τῶν ἐντολῶν, ἡ ὄμορφη βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὰ ἕτοιμα στεφάνια τῆς δικαιοσύνης, ἐφ’ ὅσον δὲν ἀποφύγης τοὺς κόπους τῆς ἀρετῆς.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου “Εἰς το, ‘Πρόσεχε τὸν ἑαυτόν σου’”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου