Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο: Τὰ τέλη τῶν δικαίων

 

Ὁ Παναγιώτης Βασιλειάδης γεννήθηκε στὴν Τραπεζούντα τὸ 1880. Ἦταν ἔμπορος χαλκοῦ, ἀρκετὰ εὐκατάστατος. Ἡ γυναίκα του Δέσποινα ἦταν ἀπὸ φτωχὴ οἰκογένεια ἀλλὰ πλούσια σὲ ψυχικὲς ἀρετές. Ἀπέκτησαν ἑπτὰ παιδιά.

Ἦταν ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο καὶ ὅλες τὶς ἀποφάσεις τὶς ἔπαιρναν ἀπὸ κοινοῦ. Συμφώνησαν ἀκόμη νὰ προστεθοῦν στὴν οἰκογένειά τους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους καὶ ἄλλοι κοντινοὶ συγγενεῖς μὲ οἰκονομικὰ προβλήματα, χῆρες, ὀρφανὰ κ.α.

Καθὼς εἶχε μεγάλο σπίτι[1] καὶ ἐπειδὴ εἶχε σχέσεις μὲ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, φιλοξενοῦσε Μητροπολίτες καὶ ἱερεῖς ἀπὸ διάφορα μέρη πού ἔρχονταν στὴν Τραπεζούντα, φτωχούς, ἀστέγους καὶ περαστικούς. Ὁ Παναγιώτης, σὰν τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ, δὲν ἔδιωχνε κανέναν ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ὅλους τούς ἀνέπαυε, τοὺς φιλοξενοῦσε καὶ τοὺς χόρταινε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἰδιαίτερα δὲ μὲ τὴν ἀρχοντική του ἀγάπη.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δῶρα ποῦ τοῦ προσέφεραν οἱ φιλοξενούμενοι σώζεται μέχρι σήμερα. Εἶναι ἕνα προσευχητάρι μὲ ψαλμοὺς τυπωμένο στὴν Βενετία τὸ ἔτος 1780, στὴν Τούρκικη γλώσσα. Αὐτὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν τὰ ἀγαπημένα του βιβλία, τὰ ὁποῖα διάβαζε συχνά.

Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ στὶς εὐκολίες καὶ στὶς δυσκολίες του πάντα κατέφευγε στὸν Θεό. Ἡ πίστη του στὸν Θεὸ ἦταν δυνατὴ καὶ ζωντανή. Πέντε φορὲς κάθε μέρα προσευχόταν λέγοντας πάντα στὴν ἀρχὴ τὸν ν’ ψαλμὸ «Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός…».

Ὅταν ἦταν μόνος του στὸ σπίτι τοῦ ἄρεσε νὰ ψέλνη. Συμβούλευε τὰ παιδιά του νὰ εἶναι ταπεινὰ καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦν ὅτι «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται»[2].

Ἦταν ἄνθρωπος εἰρηνικὸς καὶ ἤρεμος. Βοηθοῦσε πολλοὺς πού εἶχαν ἀνάγκη καὶ ἰδιαίτερα τὶς χῆρες πού εἶχαν μικρὰ παιδάκια ὀρφανά, γιατί εἶχε ἀδυναμία στὰ μικρὰ παιδάκια.

Κάποτε ἡ μικρή του κόρη τοῦ ζήτησε νὰ τῆς ἀγοράση παπούτσια γιὰ τὸ Πάσχα. Αὐτὸς τὰ ἀγόρασε ἀλλὰ εἶδε κάποιο κοριτσάκι ὀρφανὸ ξυπόλυτο στὴν ἴδια ἡλικία καὶ τὰ φόρεσε σ’ αὐτό. Ὅταν ἡ κόρη του διαμαρτυρήθηκε, αὐτὸς τῆς ἀπάντησε χωρὶς δικαιολογίες: «Ἐσύ, παιδί μου, ἔχεις πατέρα. Μπορεῖς νὰ τὰ ἔχης καὶ αὔριο». Προστάτευε καὶ τοὺς ὑπαλλήλους του. Τοὺς βοηθοῦσε νὰ ἔχουν δικά τους σπίτια. Ἀκόμη εὐεργετοῦσε πολλοὺς Τούρκους πού εἶχαν ἀνάγκη.

Τὸ ἔτος 1920 ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα πάμφτωχοι, γιατί τὰ ἄφησαν ὅλα. Γιὰ ἀσφάλεια, ἄφησε σ’ ἕνα φίλο του Τοῦρκο μία εἰκόνα θαυματουργή, κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, πού χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ ἔτος 1520. Ὅμως ἀπὸ τὴν ἡμέρα πού τὴν πῆρε ὁ Τοῦρκος στὸ σπίτι του κάθε βράδυ ἔκανε ἕνα χαρακτηριστικὸ κρότο, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν. Ὅποτε ὁ Τοῦρκος εἰδοποίησε τὸν Παναγιώτη καὶ μὲ πολλὴ συγκίνηση καὶ εὐλάβεια τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔφερε στὴν Ἑλλάδα μαζί του. Ἡ εἰκόνα παριστάνει τὸν Χριστὸ στὴν μέση, δεξιὰ τὴν Παναγία καὶ ἀριστερὰ τὸν Τίμιο Πρόδρομο[3].

Ἡ ζωή τους στὴν Ἑλλάδα ἦταν πάρα πολὺ δύσκολη. Ἔχασαν τὰ πάντα καὶ ὅμως αὐτὸς τοὺς ἔλεγε: «Δοξάστε τὸν Θεό, δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψη».

Καὶ πάλι μέσα στὴν στέρηση ὁ πονόψυχος Παναγιώτης δὲν ξεχνοῦσε τοὺς φτωχοὺς συγγενεῖς του. Μέχρι πού γέρασε εἶχε τὶς τσέπες τοῦ γεμάτες μὲ καραμέλλες, κέρματα καὶ ἄλλα πράγματα πού πρόσφερε στὰ μικρὰ παιδάκια πού συναντοῦσε νὰ παίζουν στὸ δρόμο. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη του χαρά.

Τὰ τελευταία χρόνια της ζωῆς του τὰ ἔζησε στὸ σπίτι τῆς μικρότερης κόρης του Σοφίας. Ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ βρογχικὸ ἄσθμα. Τό ἔτος 1955, τὸ Πάσχα ἦταν 17 Ἀπριλίου. Λίγες μέρες νωρίτερα ὁ Θεὸς τὸν πληροφόρησε νὰ ἑτοιμαστῆ γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. «Μὲ εἰδοποίησαν ὅτι φεύγω καὶ θέλω νὰ ἑτοιμαστῶ», εἶπε στὰ παιδιά του. Τὴν ἡμέρα τῶν Βαίων πῆγε μόνος στὴν Ἐκκλησία πού ἦταν ἀρκετὰ μακρυά, καὶ ἂς ἦταν τόσο ἐξαντλημένος. Κοινώνησε γονατιστός. Ἦταν πολὺ ἤρεμος αὐτὲς τὶς ἡμέρες. Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ ὅμως τὸ μεσημέρι σηκώθηκε ἀπότομα ἀπὸ τὸ κρεββάτι του καὶ μονολογοῦσε ἔντονα. Τὸν ρώτησε ἡ κόρη του: «Θέλεις, πατέρα, κάτι;», «ὄχι παιδί μου», τῆς εἶπε. «Νά, ἦρθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ ἐγὼ πικράθηκα. Μὴ χαλᾶτε τὸ Πάσχα τῶν παιδιῶν μου», τοὺς εἶπα.

Τὴν Δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἡ ὑγεία του ἐπιδεινώθηκε ἀρκετά. Μαζεύτηκαν στὸ σπίτι τὰ παιδιά του, οἱ νύφες του καὶ οἱ γαμπροί του.

Τὸ ἀπόγευμα πιὰ δύσκολα ἀνέπνεε. Γύρισε τὸ κεφάλι του, τοὺς κοίταξε ὅλους καὶ στὸν γαμπρὸ τῆς μεγάλης κόρης του, πού ἦταν πολὺ ἰδιότροπος, τοῦ εἶπε κουνώντας θλιμμένα τὸ κεφάλι του: «Σάββα, Σάββα», καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του κύλησαν δάκρυα. Ἔγειρε μετὰ τὸ κεφάλι του καὶ τὸ ἀπόγευμα στὶς 7 ἡ ὥρα κοιμήθηκε εἰρηνικά. Ἔφυγε φτωχὸς καὶ σεμνός, ἀλλὰ γύρω του ἦταν ὅλα τὰ παιδιά του.

Στὰ σαράντα του ἦρθαν Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα, τοὺς ὁποίους εἶχε εὐεργετήσει ὅταν ζοῦσε ἐκεῖ ὁ ἐλεήμων Παναγιώτης.

Λίγο πρὶν ἀπὸ τοὺς ἔξι μῆνες μετὰ τὸν θάνατό του παρουσιάστηκε στὴν γυναίκα του στὸν ὕπνο της. Τῆς εἶπε ὅτι θὰ τὴν ἔπαιρνε μαζί του γί’ αὐτὸ νὰ ἑτοιμαστῆ. Ἔτσι, χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία ἡ γυναίκα του πῆγε στὴν Ἐκκλησία καὶ κοινώνησε μὲ πολλὴ εὐλάβεια.

Τὴν παραμονὴ πού ἑτοίμαζαν τὰ κόλλυβα γιὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ ἑξαμήνου, τὸ μεσημέρι, τὴν ὥρα πού ἔτρωγαν, ἐκοιμήθη καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἀνακοπή τῆς καρδιᾶς της.

Ὅταν στὰ τρία χρόνια ἔκαναν τὴν ἀνακομιδή, τὰ ὀστᾶ του ἦταν καθαρὰ καὶ κίτρινα σὰν λεμόνι.

Μετὰ ἀπὸ χρόνια παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τῆς κόρης του Σοφίας. Ὅταν τὸν ρώτησε: «Τί κάνεις, πατέρα; Πῶς περνᾶς;», αὐτὸς τῆς εἶπε: «Εἶμαι πολὺ καλά. Εἴμαστε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα σου. Ἐδῶ εἶναι πολὺ ὡραία. Οὔτε πεινᾶς, οὔτε διψᾶς, οὔτε κρυώνεις, μὴ στεναχωριέστε γιά μας».

Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

 

________________

[1]. Μέχρι πρὸ τινων ἐτῶν στὸ σπίτι του, πού σώζεται μέχρι σήμερα, στεγαζόταν κάποια κρατικὴ ὑπηρεσία τῆς Τραπεζοῦντος.

[2]. Λουκ. ιη’, 14.

[3]. Ἡ εἰκόνα καὶ τὸ προσευχητάρι φυλάσσονται σήμερα στὸ σπίτι τῆς κόρης του Σοφίας πού γηροκόμησε τοὺς γονεῖς της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: