Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Ἡ λιτανεία

 

Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ 44ο κεφάλαιο τοῦ μυθιστορήματος «Ἡ Παναγιὰ ἡ Γοργόνα», ποὺ ἐκδόθηκε ὁλοκληρωμένο τὸ 1949. Ἡ ὑπόθεσή του διαδραματίζεται σὲ ἕναν παραλιακὸ χῶρο, στὴ Μουριὰ καὶ στὴ Σκάλα Συκαμιάς, κοντὰ στὴ Μυτιλήνη, καὶ παρακολουθεῖ τὴν ἁπλὴ ζωὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, λίγο μετὰ τὴ Mικρασιατικὴ καταστροφή. Ὁ τίτλος του ἀναφέρεται στὴν ἐκκλησία τῆς περιοχῆς, τὴν Παναγιὰ τὴ Γοργόνα, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ μῦθο τοῦ ἔργου πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας ζωγραφισμένης ὡς γοργόνας. Στὸ συγκεκριμένο ἀπόσπασμα, ὁ τόπος ἀντιμετωπίζει ἔντονο πρόβλημα λειψυδρίας, ἐπειδὴ ἔχει καιρὸ νὰ βρέξει. Tο γεγονὸς ἀπειλεῖ μὲ καταστροφὴ τοὺς ἐλαιῶνες τοῦ χωριοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὸ κύριο ἔσοδο τῶν κατοίκων. Γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ φαινόμενο, οἱ κάτοικοι ἀποφασίζουν νὰ κάνουν λιτανεία καὶ νὰ παρακαλέσουν τὸ Θεὸ νὰ βρέξει.

Λιτανεία - Βικιπαίδεια

Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐλιῶνα ἀποφάσισαν νὰ προσπέσουν στὸ Θεό. Oἱ δεσποτᾶδες τοῦ νησιοῦ ἔστειλαν χαρτὶ σ’ ὅλες τὶς ἐπαρχίες, νὰ γίνουν λιτανεῖες σ’ ὅλα τὰ χωριά, παράκλησες γιὰ τὴ βροχή, ποὺ τὴν κρατοῦσε ὁ Θεὸς μακριὰ ἀπὸ τὰ χώματα τῶν ἁμαρτωλῶν.

Βγῆκε ντελάλης στὸ χωριό, βγῆκε καὶ στὴ Σκάλα καὶ τὸ φώναξε, πὼς τὴν Κυριακὴ ν’ ἀνέβουν ὅλοι στὴ Μουριά, νὰ βγοῦν στὰ χωράφια νὰ παρακαλέσουν.

Ξημέρωσε ἡ Κυριακὴ καὶ χτύπησαν οἱ δυὸ οἱ καμπάνες τῆς Ἀγια-Φωτεινῆς πάνω στὸ βουνό, χτύπησε καὶ τὸ σιδερένιο σήμαντρο τῆς Ἀγια-Σωτῆρας τοῦ νεκροταφείου. Σὰ νὰ παρακαλοῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανοὺς κι ὅλες οἱ χιλιάδες οἱ παλιοὶ ζευγᾶδες καὶ ξοχαραῖοι, ποὺ ξεκουράζονταν ἐκεῖ ἀπὸ τὴ δούλεψη τοῦ ἐλιῶνα. Ὕστερα χτύπησε καὶ τὸ καμπανάκι ἀπὸ τὰ Ράχτα, τῆς Παναγιᾶς τῆς Γοργόνας τὸ καμπανάκι, νὰ σηκωθοῦν κι οἱ ἀλειτούργητοι οἱ ψαρᾶδες, ν’ ἀνέβουν στὴ λιτανεία.

Σηκώθηκαν λοιπὸν καὶ τοῦτοι, βάλαν τὶς καλές τους τὶς βράκες, βάλαν τὶς μαῦρες μαλλένιες κάλτσες καὶ τὰ γιορτερὰ παπούτσια, κι ἀνέβηκαν.

Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά τῆς Ἀγια-Φωτεινῆς, τ’ ἀπολείτουργα, ξεκίνησε ἡ συνοδειά. Μπροστὰ οἱ παπᾶδες, ὁ ἕνας μὲ τὸ χρυσὸ Βαγγέλιο, ὁ ἄλλο μὲ τ’ ἀσημένιο. Στὶς τέσσερις γωνιὲς οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστάδες στὸ σμάλτο, δεμένο ἕνα γύρω μὲ ρουμπίνια σὰ ροδοπαποῦδες. Τὰ παλικάρια βαστοῦσαν τα κονίσματα, τὸ μεγάλο τὸ κόνισμα τῆς Σαμαρίτιδας μὲ τὸ νερὸ στὸ σταμνί της. Καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὴ βρύση τὴν ἐφτάκρουνη, ποὺ ἔχει τὶς γοῦρνες ἄσπρες, μαρμαροπελεκητές, καὶ τὰ νερὰ τρέχουν ἀπὸ τὴ μία γοῦρνα στὴν ἄλλη. Στὴν πάνω πάνω γοῦρνα, εἶναι ἡ Παναγία μὲ τὰ χέρια σηκωμένα γιὰ παρακάλεση.

Βγῆκαν καὶ τὰ λάβαρα μὲ μαῦρο κρέπι στὸν ἀσημένιο σταυρό, νὰ δεῖ ὁ Θεὸς τὴ θλίψη τοῦ κόσμου, καὶ ἄστραφταν οἱ χρυσὲς φοῦντες στὸν ἥλιο. Ἦταν μαζὶ καὶ τ’ ἀγόρια μὲ τὰ φανάρια καὶ τὰ ξεφτέρια, ντυμένα μὲ τ’ ἄσπρα ἄμφια, ζωσμένα σταυρωτὰ μὲ τὸ κόκκινο ὠμοφόρι.

Ξεκίνησε ἡ πομπὴ γιὰ τὰ χωράφια, ἔβγαινε κι ἔβγαινε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ πρόκλιτο καὶ σωσμὸ δὲν εἶχε. Ἄντρες, γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέροι, ὅλοι τ’ ἀκολούθησαν, νὰ πᾶνε στὸν ἐλιῶνα νὰ παρακαλέσουν τὸν Κύριο, ποὺ κρέμασε τὴ γῆ πάνω στὰ νερά, νὰ στείλει στὰ δέντρα τά πνέματα τῆς βροχῆς.

Ὅσο βγαίναν ἀπὸ τὸ χωριό, τὰ παπούτσια ἀκουγόντανε, χιλιάδες, στὸ καλντερίμι. Ὕστερα ἄρχισε ὁ χωραφόδρομος, μονοπάτι, καὶ δὲ χωροῦσαν παρὰ ὁ ἕνας πὶσ’ ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ἡ συνοδειὰ ἔγινε μακριὰ σὰν ἕνα ἀτέλειωτο μαῦρο φίδι, ποὺ κλωθογύριζε ἀνάμεσα στὰ δέντρα τὶς κουλοῦρες του. Σιγά-σιγά χανόταν πίσω ἀπὸ μιὰ πύκνα ἀπὸ καρυδιές, κι ἔλεγες πάει, καταχωνιάστηκε μέσα στὴ λαγκαδιὰ τοῦ Oρυάκα, καὶ ξαφνικὰ πάλι, νὰ κι ἔβγαινε τὸ κεφάλι του στὸ ξάγναντο. Αὐτὸ τὸ κεφάλι ἄστραφτε ἀπὸ λέπια χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, λαμποκοποῦσαν στὸν ἥλιο τὰ ξεφτέρια καὶ τὰ φανάρια μὲ τὰ κρύσταλλα. Ὅλο γλυκὰ χρώματα, ροδὶ καὶ θαλασσί, πορτοκαλὶ καὶ βυσσινί. Κατόπι ξετυλιγόταν, ἀργὰ ἀργά, ἡ μαύρη οὐρά, καὶ σ’ ὅλο τὸ δρόμο ὁ μπουχὸς σηκωνότανε σύννεφο ξανθὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρωπομάζωξη.

Πῆγαν καὶ σταμάτησαν στὰ Oμαλά, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἰσάδα μέσα στὸν ἀνηφορικὸν ἐλιῶνα. Ἐκεῖ σταμάτησε τὸ κεφάλι τῆς λιτανείας καὶ τὸ φίδι ἄρχισε νὰ κουλουριάζεται, νὰ συμμαζεύει τὴ μαυρίλα του, ὥσπου σταμάτησε νὰ τυλίγεται ὡς κι ἡ ἄκρα τῆς οὐρᾶς.

Τότες, ἔκανε ὁ παπάς τὸν ἁγιασμὸ καὶ ράντισε μὲ βρεγμένο βασιλικό τόν ἐλιῶνα στὰ τέσσερα σημεῖα, σταυρωτά. Πῆραν κι οἱ νοικοκυραῖοι, κι οἱ γυναῖκες, μέσα σὲ μπουκαλάκια, νὰ ραντίσει καθένας τό χτῆμα του. Κατόπι, οἱ παπᾶδες εἶπαν τὴν παράκληση γιὰ τὴ βροχή, καὶ σὲ κάθε φράση χίλιες φωνὲς ἔλεγαν «ἀμήν!».

Ἀνέβαινε πυκνὸ τὸ μοσκολίβανο μαζὶ μὲ τὴν προσευκή, καὶ τ’ ἀσημοκούδουνα ἀπὸ τὰ θεμιατὰ τῶν παπάδων ἀκούγονταν παράξενα ἀνάμεσα στὰ δέντρα, μαζὶ μὲ τὰ κυπροκούδουνα τῶν ζωντανῶν, ποὺ γύρευαν ἄδικα ἕνα χλωρὸ φύλλο. Στέκουνταν μὲ κολλημένα πλευρὰ καὶ μουκάνιζαν διψασμένα, βέλαζαν λυπητερὰ καὶ ξεψυχοῦσαν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴ δίψα, γιατί ἡ γής δὲν ἔβγαζε νερὸ νὰ δροσιστοῦν καὶ χορτάρι νὰ φᾶνε. Τά ’βλεπαν οἱ ἄντρες κι ἀνεστέναζαν. Τά ’βλεπαν οἱ γυναῖκες κι ἔκλαιγαν.

Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν!

Ἡ εὐκὴ σηκωνόταν μονότονη, παρακαλεστική, κλαψιάρικη, σηκωνόταν μὲ τὴ σκόνη καὶ μὲ τοὺς καπνοὺς πρὸς τὸν οὐρανό:

Καὶ σπλαγχνίσθητι ἡμῖν, Κύριε, τοῖς χειμαζομένοις σφοδρῶς, καὶ τῇ τῶν ἀναγκαίων ἐνδείᾳ πιεζομένοις!

Κύριε ’λέησον!, φώναζαν μὲ πόνο οἱ χριστιανοί.

Κι ὁ παπάς ξέσερνε πάλι ψαλμουδιστὰ τὴ φωνή:

Ὄμβρους εἰρηνικοὺς ἐξαπόστειλον τῇ γῇ πρὸς καρποφορίαν!

Κύριε ’λέησον!

Μέθυσον, Κύριε, τοὺς αὔλακας ταύτης ὕδατος καθαροῦ, εἰς τροφὴν ἡμῶν τε καὶ τῶν ἀλόγων ζώων!

Ὅλος ὁ κόσμος γονάτισε στὰ χώματα, ἔκανε τὸν σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικὰ τὸ Θεὸ μέσα στὰ γαλάζια μάτια τ’ οὐρανοῦ. Ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, εἶπαν μὲ δύναμη «ἀμήην!». Νὰ βουίξουν οἱ στεγνὲς λαγκαδιές, νὰ πάει ἡ φωνή τους ὡς τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, νὰ τοὺς ἀκούσει.

Oἱ γυναῖκες, ἐκνευρισμένες, μὲ τὰ πρόσωπα κόκκινα ἀπὸ τὸ περπάτημα καὶ τὴ ζεστὴ σκόνη, σιγόκλαιγαν μὲ θρησκευτικὸ ὑστερισμό. Oἱ γριὲς χτυποῦσαν τὸν κόρφο καὶ ἔκαιγαν μέσα στὰ κεραμιδάκια πηχτὸ «ἐλιόδακρυ» ποὺ μοσκοβολοῦσε γλυκά.

Ἐλέησέ μας, Κύριε!

Ἔτσι τέλειωσε ἡ λιτανεία, κάτω ἀπὸ ἕναν οὐρανὸ πυρωμένο καὶ παστρικό.

 

*ἐλιῶνα: ἐλαιῶνα *ζευγᾶδες: γεωργοί *ξοχαραῖοι: ἀγρότες *μαλλένιες: μάλλινες *τ’ ἀπολείτουργα: μετὰ τὴ λειτουργία *ἐφτάκρουνη: μὲ ἑφτὰ κρουνούς, κάνουλες *κρέπι: εἶδος λεπτοῦ ὑφάσματος *ξεφτέρια: ἑξαπτέρυγα *ὠμοφόρι: οἱ πλατιὲς ὑφασμάτινες ταινίες, ποὺ φοροῦν πάνω ἀπὸ τὰ ἄμφια οἱ ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ οἱ βοηθοί τους *ἀπὸ τὸ πρόκλιτο: ἀπὸ τὸ νάρθηκα, δηλαδὴ τὸ μπροστινὸ τμῆμα, ὅπου καὶ ἡ εἴσοδος τῶν πιστῶν *σωσμὸ δὲν εἶχε: τελειωμὸ δὲν εἶχε *καλντερίμι: λιθόστρωτο δρομάκι *μιὰ πύκνα: ἕνα πυκνὸ τμῆμα *στὸ ξάγναντο: στὸ ἀνοιχτὸ μέρος *ὁ μπουχός: ἡ πυκνὴ σκόνη *ἰσάδα: ἴσιωμα *θεμιατά: θυμιατά *σπλαχνήθητι…πιεζομένοις: εὐσπλαχνίσου μας, Κύριε, γιὰ τὴν ἀσήκωτη ταλαιπωρία μας καὶ γιὰ τὴν μεγάλη ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων γιὰ τὴ ζωή μας *ὄμβρους…καρποφορίαν: στεῖλε τὴν εὐλογημένη βροχὴ στὴ γῆ γιὰ νὰ καρποφορήσει *μέθυσον…ζώων: χόρτασε τὰ αὐλάκια της μὲ καθαρὸ νερό, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε τροφὴ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὰ ζῶα μᾶς *ὑστερισμός: ὑστερία *ἐλιόδακρυ: πηχτὸ ὑγρὸ, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς ἐλιᾶς καὶ χρησιμεύει σὰν θυμίαμα

1 σχόλιο:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

... ὅταν διαβάζαμε
στὰ γυμνασιακά μας χρόνια

τὸν Μυριβήλη τὸν Καρκαβίτσα
καὶ τοὺς ἄλλους τῆς γενιᾶς τοῦ ´30

ποὺ ἐξυμνῶντας μὲ δύναμη τὴν ζωή τῆς ὑπαίθρου, ξυπνοῦσαν καὶ ζωντάνευαν

ἀγαπημένες στιγμές
(πολύτιμη κληρονομιά)

στὸ χωριό...στό νησί...
κοντά στοὺς παπποῦδες καὶ τὶς γιαγιᾶδες μας

πρόσωπα ξεχωριστά

που ἤξεραν -ἀκόμη- νὰ στέκονται
πάνω ἀπό τὰ τιποτένια
τὰ ἄχρωμα καὶ ἄγευστα ,
ποὺ σιγά-σιγά μᾶς... μπούκωνε,
μὶα καινούρια ζωή από... νά'υ'λον,
βαρυϕορτωμένη μὲ ὅλην αὐτή τὴν ϕανταχτερή...πλαστικοῦρα...

(ἕνας βίος...μιᾶς χρήσεως...)

τότε...λοιπόν...
τότε δὲν μποροῦσα ἀκόμη
νὰ ἀντιληϕθῶ τὴν σ η μ α σ ία
αὐτῆς τῆς λεπτεπίλεπτη πτυχῆς τοῦ ρομαντισμοῦ τους,
ποὺ ἰδιαίτετα στὸν Καρκαβίτσα
πάει νὰ πάρει τὴν μορϕή μιᾶς ...μεταϕυσικῆς ἀπειλῆς...

βγαλμένη θαρεῖς, ἀπὸ τὶς στοιχειωμένες θάλασσες τοῦ Μέλβιλ

(στὸ...ἀλλοπρόσαλλο αριστούργημά του,
κάτι μεταξύ...
δοκιμίου ϕαλαινοθηρικῆς
καὶ... ιστορίες μὲ ϕαντάσματα που ϕανερώνουν νομίζω,

τὸ γοτθικό ὑπόβαθρο

τῆς "ϕιλελεύθερης"
Αμερικάνικης ἀστικῆς κοινωνίας,
ποὺ εἶχε ἤδη κερδίσει τὴν ἀνεξαρτησία της μὶα γενιά πρὶν...)

...