Ὁ Γέροντας [νῦν ὅσιος Ἰωσὴφ Ἡσυχαστής] δὲν μᾶς ἔκανε πολλὲς διδασκαλίες ἤ διαλέξεις περὶ Νοερᾶς προσευχῆς. Ὄχι ὅτι δὲν μποροῦσε, ἀφοῦ ἦταν πραγματικὸς ἐπιστήμων τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, διάδοχος καὶ συνεχιστῆς τῆς Νηπτικῆς παραδόσεως, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ἐπιφυλακτικός, γιὰ νὰ μὴν φουσκώση τὰ μυαλά μας μὲ φαντασίες καταστάσεων ποὺ δὲν εἴχαμε φθάσει.
Ὀλιγόλογες λακωνικὲς συμβουλές μᾶς ἔδινε, κατά τὴν διάρκεια τῶν νυκτερινῶν μας ἐξαγορεύσεων, ὑπὸ τὴν μορφὴ ὑποδείξεων περισσσότερον, μὰ ἦσαν πάντα μεστὲς ὠφελείας.
Ἡ στάσις του ἦταν «προχώρα καὶ ἐγὼ σὲ παρακολουθῶ». Καὶ ὁ λόγος ἐγίνετο πράξις. Μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα κοπιάζαμε στὴν προσευχή. Καὶ ἐρχόταν φορὲς νὰ κάνουμε τρεῖς, τέσσερις, πέντε ὧρες νοερὰ προσευχή, μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ τὸν νοῦ κολλημένο μέσα στὸ βάθος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς.
Καμιὰ φορᾶ σήκωνα τὸ κεφάλι νὰ πάρω ἀέρα ἀλλὰ ἡ γλυκύτητα μὲ τραβοῦσε πάλι μέσα στὴν καρδιά! Ἡ ψυχὴ εἶχε γευθῆ καὶ ἔλεγε:
«Μὴ ζητᾶς τίποτε ἄλλο, αὐτὸ εἶναι. Αὐτὸς εἶναι ὁ πολύτιμος οὐράνιος θησαυρός. Ἀπόλαυσέ τον!»
Ἀλήθεια! Πολλὲς φορὲς οἱ προσευχὲς τοῦ Γέροντός μου μὲ βοήθησαν νὰ ἀποκτήσω πνευματικὴ αἴσθησι τῆς θείας Παρουσίας. Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἦταν ἀδύνατον νὰ φθάσουμε τὶς πνευματικὲς πτήσεις τοῦ ὑψιπέτου Γέροντος Ἰωσήφ.
Τὸ πρῶτο ποὺ ζητοῦσε ὁ Γέροντας, μόλις κάποιος ἀδελφὸς προσετίθετο στὴ συνοδεία μας, σὰν πρώτη νουθεσία, σὰν πρώτη βία, ἦταν: ἡ σιωπὴ καὶ ἡ εὐχή.
Παιδί μου, τὴν εὐχή. Θέλω νὰ σ’ ἀκούω νὰ λὲς τὴν εὐχὴ καὶ ὄχι νὰ ἀργολογῆς.
Ἤξερε αὐτὸς ὁ ἐμπειρότατος καθηγητὴς τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, ὅτι, ἐὰν ὁ ἀρχάριος σιωπήση καὶ ἀδουλεσχήση στὴν εὐχή, θὰ βάλη καλὴ ἀρχὴ καὶ θὰ ἔχη πλούσιες τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ στὸ μέλλον, διότι, τόνιζε:
«Ὀφείλει ὁ μοναχὸς, εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε διακονεῖ εἴτε περπατεῖ εἴτε κάνει ὀ,τιδήποτε, νὰ φωνάζη ἀδιαλείπτως τὸ ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με’. Ἔτσι, τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ κατερχόμενο στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, θὰ ταπεινώση τὸν δράκοντα, θὰ σώση καὶ θὰ ζωοποιήση τὴν ψυχή. Νὰ ἐπιμένης, λοιπόν, ἀδιάλειπτα στὴν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιὰ νὰ καταπιῆ ἡ καρδιὰ τὸν Κύριο καὶ ὁ Κύριος τὴν καρδιὰ καὶ νὰ γίνουν τὰ δυὸ ἕνα».
Καὶ ὁ Γέροντας συνεχῶς μᾶς παρακολουθοῦσε στὸ νὰ βιώνουμε τὴν σιωπὴ μὲ τὴν προσευχή. Καὶ γι’ αὐτό μᾶς ἔλεγε:
«Ἀπὸ ἐσᾶς δὲν θέλω τίποτε. Ἐγὼ θὰ μαγειρεύω, ἐγὼ θὰ σᾶς διακονῶ. Ἀπό σᾶς θέλω μόνο μέρα-νύχτα σιωπή, εὐχή, μετάνοια καὶ κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο δὲν θέλω, μόνο βία στὴν προσευχὴ καὶ δάκρυα μέρα-νύχτα. Διότι, ὅταν ἐρχώμεθα ἀπὸ τὸν κόσμο, ὁ νοῦς μας εἶναι πολὺ φορτωμένος ἀπὸ πάθη, προλήψεις, σκέψεις, λογισμούς. Διαστροφὲς καὶ τόνους ἐγωϊσμοῦ καὶ κενοδοξίας.
Ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος τῶν παθῶν ἔχει καὶ τοὺς ἀνάλογους λογισμοὺς καὶ φαντασίες. Ἐὰν προσπαθήσουμε νὰ κρατήσουμε τὸν νοῦ ἀποσπασμένο καὶ τραβηγμένο ἀπ’ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατορθώσουμε. Γιατί; Διότι εἴμαστε ψυχικὰ ἀδύναμοι καὶ ὁ μετεωρισμὸς πολὺ εὔκολος.
Καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν μποροῦμε νοερὰ νὰ κρατήσουμε τὴν προσευχή, κατὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν παράδοσι τῶν Γερόντων μας καὶ γιὰ λόγους ὑπακοῆς, προσπαθοῦμε νὰ λέμε τὴν εὐχὴ προφορικά, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἔτσι μὲ τὴν φωνὴ τῆς προσευχῆς νὰ ἀποσπάσουμε τὸν νοῦ ἀπὸ τὸν μετεωρισμό, ὥστε σιγά-σιγὰ ἡ εὐχὴ νὰ γλυκάνη τὸν νοῦ καὶ νὰ τὸν ἀποσπάση ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τροφή, κι ἔτσι σιγά-σιγὰ νὰ τὸν κλείση μέσα στὴν καρδιὰ, ἐπικαλούμενος ἀδιαλείπτως τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Σ’ αὐτό θὰ βοηθήση πολὺ τὸ σταμάτημα τῆς ἀργολογίας, γιὰ νὰ καλύπτεται ὅλος ὁ χρόνος μὲ προσευχή».
Ἐπίσης μᾶς ἔλεγε:
«Μόλις ἀνοίξετε τὰ μάτια, ἀμέσως τὴν εὐχή. Μὴν ἀφήσετε τὸ μυαλό σας νὰ πετάη ἐδῶ καὶ κεῖ καὶ χάνετε τὴν ὥρα σας, ποὺ εἶναι πολύτιμη γιὰ τὴν εὐχή. Ὅταν ἔτσι βιάσετε τὸν ἑαυτό σας, θὰ σᾶς βοηθήση κι ὁ Θεὸς νὰ γίνη μία ἅγια συνήθεια μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν ματιῶν, ἡ προσευχὴ νὰ παίρνη τὴν πρώτη θέσι γιὰ ὅλη τὴν ἡμέρα.
Στὴν συνέχεια, θὰ ἐργάζεσθε καὶ θὰ λέτε τὴν εὐχή. Εὐλογεῖται ἡ ἐργασία, ἁγιάζεται τὸ στόμα, ἡ γλῶσσα, ἡ καρδιά, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος καὶ ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ προφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μοναχὸς ποὺ λέει ἀδιαλείπτως τὴν εὐχούλα, ὁπλίζεται μὲ τέτοια θεϊκὴ δύναμι, ποὺ καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀφοῦ αὐτὴ τοὺς καίει καὶ τοὺς μαστιγώνει».
Λέγοντας τὴν εὐχὴ ὅλη τὴν ἡμέρα μὲ τὸ στόμα εἶχε τόση χαρὰ ἡ ψυχή μας, τόση κατάνυξι καὶ τόσα δάκρυα, ποὺ δὲν περιγράφονται. Πολλὲς φορὲς δὲ ἐρχόνταν τόση Χάρις ἀπὸ τὴν προφορικὴ εὐχή, ποὺ ἔνοιωθε μέσα του ὁ εὐχόμενος τόση θεία ἀγάπη, ποὺ ἀκόμα καὶ ὁ νοῦς του μποροῦσε νὰ ἁρπαγῆ σὲ θεωρία. Κι αὐτὸ ἐπιβεβαιωνόταν καὶ στὸ διακόνημα ἀκόμη, ποὺ, κατὰ ἀνερμήνευτον τρόπο, ὁ νοῦς δὲν ἦταν ἁπλῶς στὴν προσευχή ἀλλὰ στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ, στὴν θεωρία -ἐν αἰσθήσει- τοῦ ἄλλου κόσμου.
Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς ἀκόμα καὶ ὅταν βοηθοῦσα τὸν Γέροντα, γιὰ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία τὴν νύχτα. Μὲ τὸ σῶμα βοηθοῦσα τὸν Γέροντα, ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦ μου δὲν ἤμουν κοντά του. Ὁ νοῦς μου ἦταν ἀλλοῦ. Περιπολοῦσε στὰ οὐράνια. Καὶ πάλι συνερχόμουν καὶ ἔνοιωθα, ὅτι βρισκόμουν κοντὰ στὸν Γέροντα καὶ τὸν παπποὺ Ἀρσένιο.
Καὶ στὴν συνέχεια ξανὰ ἔφευγα καὶ νοερῶς θαυμάζοντας ἔλεγα:
«Τί εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωή!
Τί μεγαλεῖο εἶναι ὁ Μοναχισμός!
Πῶς μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο;
Πῶς τὸν μεταποιεῖ;
Πῶς τὸν ἀλλάζει;
Πῶς καθιστὰ τὸν νοῦ του τόσο ἐλαφρὺ πνευματικὰ, ὥστε νὰ ξεπερνᾶ ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ νὰ φθάνη μέχρις ἐκεῖ, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράση μὲ λόγια»!