«Παράκληση τῶν Πατέρων πού ἡσύχαζαν στό Κοινόβιο πρός τό μεγάλο Γέροντα, σχετικά μέ τόν κόσμο: Ἐπειδή κινδυνεύει ὁ κόσμος, σέ παρακαλοῦμε ὅλοι νά ἱκετεύσεις τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀποσύρει τό (ἀπειλητικό) Του χέρι καί νά βάλει τή ρομφαία πίσω στή θήκη της. Στάσου ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού ἔπεσαν καί σ’ αὐτούς πού στέκουν μέ τό ἅγιο θυμίαμα τῆς προσευχῆς σου καί σταμάτησε τόν ἐξολοθρευτή. Ὕψωσε τό ἅγιο θυσιαστήριο (τῆς ἁγιασμένης πατρικῆς καρδιᾶς σου) στά ὁλόφωτα καί ἅγια δώματα τοῦ οὐρανοῦ καί θά παύσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ. Καί σοῦ δεόμαστε καί σέ παρακαλοῦμε λυπήσου τόν κόσμο πού χάνεται. Θυμήσου ὅτι ὅλοι εἴμαστε μέλη σου. Δεῖξε καί στήν παρούσα στιγμή τήν εὐσπλαγχνία σου καί τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, διότι σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.
Ἀπόκριση Βαρσανουφίου: Ἀδελφοί, βρίσκομαι σέ πένθος καί σέ ὀδυρμό γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ πού κρέμεται πάνω ἀπό τήν ἀνθρωπότητα, διότι ὅλα ὅσα κάνουμε εἶναι ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε· “ἄν ἡ ἀρετή σας δέν ξεπεράσει τήν ἀρετή τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων, δέν θά εἰσέλθετε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ” (Ματθ. ε΄ 20). Ἐμεῖς ὅμως πήγαμε στό τελείως ἀντίθετο· ξεπέρασε ἡ παρανομία μας κατά πολύ τήν παρανομία καί τῶν ἀλλοπίστων. Καί εἶναι πολλοί αὐτοί πού παρακαλοῦν τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ νά παύσει τήν ὀργή ἀπό τόν κόσμο –καί κανένας βέβαια δέν εἶναι πιό φιλάνθρωπος ἀπό τό Θεό– ἀλλά δέν θέλει νά δώσει ἔλεος, διότι ἀντιστέκεται τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν πού γίνονται στόν κόσμο. Ὑπάρχουν δέ τρεῖς ἄνδρες πού, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔφθασαν στόν τέλειο βαθμό τῆς ἀναγεννήσεώς τους καί ὑπηρετοῦν ἀφοσιωμένοι τό θέλημά Του, οἱ ὁποῖοι ξεπέρασαν τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί ἔλαβαν ἐξουσία νά λύνουν καί νά δένουν, νά συγχωροῦν καί νά μή συγχωροῦν ἁμαρτίες. Αὐτοί στέκουν ἄγρυπνοι μπροστά στήν ἀπειλούμενη συμφορά καί ἀγωνίζονται ὥστε νά μήν καταστραφεῖ ἀκαριαίως καί ὁλοσχερῶς ὅλος ὁ κόσμος, ἡ Οἰκουμένη. Πραγματικά, μέ τίς εὐχές τους, ὁ Κύριος παρατείνει μαζί μέ τή δοκιμασία καί τό ἔλεός Του. Λέχθηκε δέ πρός αὐτούς, ὅτι γιά λίγο χρόνο θά κρατήσει ἀκόμη ἡ ὀργή. Μαζί μ’ αὐτούς λοιπόν εὐχηθεῖτε καί σεῖς. Οἱ εὐχές δέ αὐτῶν τῶν τριῶν συναντιοῦνται στήν εἴσοδο τοῦ ἄνω Θυσιαστηρίου τοῦ Πατρός τῶν Φώτων. Καί συγχαίρουν ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο καί συναγάλλονται στά ἐπουράνια. Ὅταν πάλι στραφοῦν πρός τή γῆ συμπενθοῦν καί συγκλαίουν καί συνοδύρονται γιά τά κακά ἐκεῖνα πού γίνονται καί κινοῦν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δέ αὐτοί ὁ Ἰωάννης στή Ρώμη, ὁ Ἠλίας στήν Κόρινθο καί ἕνας ἄλλος στήν ἐπαρχία τῶν Ἱεροσολύμων. Πιστεύω δέ, ὅτι θά ἐπιτύχουν νά ἀποσπάσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ναί θά τό ἐπιτύχουν. Ἀμήν. Ὁ Θεός μου (πού χαρίζει τό ἔλεός Του σέ μένα τόν ἀνάξιο), νά σᾶς ἐνδυναμώσει, ὥστε νά ἀκούσετε καί νά σηκώσετε τό βάρος καί τήν ὀδύνη πού προκαλοῦν αὐτά πού σᾶς εἶπα, διότι εἶναι ἀπρόσιτα σέ ὅσους δέν ἔχουν τό χάρισμα νά τά ἐννοήσουν»
( Ἀββάς Βαρσανούφιος, Αββάς Ιωάννης,ἐκδ. Ἑτοιμασία, τόμ. Γ΄, σελ. 59‐63).