Τῇ ΚΘʹ (29ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ, Κασσιανοῦ τοῦ Ῥωμαίου (435
Ο κοντεμένος άγιος…
Του Αρχιμ. Πορφυρίου, Ηγουμένου της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας
Μπορεί ο Φλεβάρης να είναι κουτσός και δίσεκτος, αλλά και στις εικοσιενιά του, όταν τις έχει, έχει και άγιο.
Όταν είναι κοντεμένος, η μνήμη της 29ης, αν
είσαι φιλόσιος βέβαια, μεταφέρεις την μνήμη του σήμερα, στις 28. Έτσι
κάναμε και εμείς. Γιορτάσαμε τον Όσιο Κασσιανό τον Ρωμαίο σήμερα.
Είχα την ευλογία να υπηρετήσω έναν
υπερήλικα γέροντα μοναχό, ναυτικό στα νειάτα του, και να μάθω μία πολύ
ωραία ιστορία, σαν παραμυθάκι, γιά αυτόν τον Άγιο.
Ο άγιος Κασσιανός, ή Ιωάννης ο
Κασσιανός ήταν μαθητής του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και μετέφερε τον
ανατολικό μοναχισμό στην Δύση.
Έγραψε πραγματείες γιά την μοναχική πολιτεία. Αναδείχτηκε φωστήρας της Εκκλησίας.
Ο γερο Γελάσιος λοιπόν είχε αγάπη στους περιφρονημένους αγίους.
Αυτοί είναι οι άγιοι οι δεύτεροι και τρίτοι
της κάθε μέρας, που συνήθως καταλιμπάνεται η μνήμη τους ή
«αναγινώσκεται εν τοις Αποδείπνοις, ή εν τοις κελλίοις».
Τέτοιον θεωρούσε και τον Άγιο Κασσιανό. Και
έτσι, αντί να εορτάζει τον άγιό του, στις 23 Δεκεμβρίου, κερνούσε στις
28 ή 29 γιά τον περιφρονημένο άγιο, τον άγιο Κασσιανό.
Ήταν Επιστάτης στην Ιερά Επιστασία και γιά τα Χριστούγεννα γυρνούσε στο Μοναστήρι.
Έτσι δεν μπορούσε να εορτάσει τον Άγιο Γελάσιο, από τους Δέκα Μάρτυρες της Κρήτης.
Αν όμως παρέμενε και γιά το επόμενο έτος Επιστάτης ή Αντιπρόσωπος, άνετα κερνούσε γιά τον Άγιο Κασσιανό.
Τα χρόνια πέρασαν και οι πόνοι των ποδιών έκαμναν το γεροντάκι πλέον να επικαλείται όλους τους φίλους του αγίους.
Είδε τον Άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο να λειτουργάει Μεγάλη Πέμπτη.
Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Γρηγοριάτισσα, όπως την αποκαλούσε, φανέρωσε την επίσκεψή της με μία μοσχοβολιά στο κελλί του και στα διπλανά. Πήγε και ο Άγιος Βησσαρίων των Μεγάλων Πυλών. Όμως οι πόνοι των ποδιών φαίνεται πως ήθελαν άλλον άγιο.
Έτσι, ένα πρωϊνό, μας λέει, μέσα στα
δάκρυα, που συνεχώς έρρεαν πλέον από τα μικροκαμωμένα ματάκια του: «Φέρε
με πρώτα λίγον ασβέστη, λιωμένον, και μετά θα σε πω».
Άντε να τον αφήσεις σε ησυχία μετά από
αυτό. Κάτι θα είδε πάλι ο παπούς. Ποιός περιμένει; Δεν χρειάστηκε να
επιμείνουμε πολύ. Φέραμε και τον ασβέστη: «Νά, ήρθε ο Κασσιανός και με είπε να αλείψω με ασβέστη τα πόδια».
Και πώς ήταν, γέροντα, ο φίλος σου; «Δυτικός ήταν, η φορεσιά του δεν ήταν σαν τη δικιά μας. Με είπε είμαι ο Κασσιανός. Με φώναξες και ήρθα». Και άρχισε πάλι, γιά μυριοστή φορά, να ξαναλέει πόσο τιμούσε αυτόν τον «περιφρονεμένο» άγιο.
Άλειψε με τον ασβέστη τα πόδια του και γιά αρκετόν καιρό αισθανόταν ανακούφιση.
Φώναξε όλους τους αγίους, αλλά φώναξε και
τον Κασσιανό, με μεγαλύτερο παράπονο. –Και σύ με ξέχασες, Κασσιανέ;
Είπε, και ο Άγιος έτρεξε να τον συμπαρασταθεί στους πόνους του, να
ανταποδώσει κάπως τα κεράσματα στο Πρωτάτο.
Όλη την ημέρα προσπαθούσα να τελειώσω αυτό
το κείμενο. Αλλά τώρα τα κατάφερα που η μέρα άλλαξε. Έστω και αργά,
θυμηθήκαμε το γεγονός αυτό το θαυμαστό με τον τελευταίο άγιο του
Φλεβάρη.
Καλόν μήνα, γιά τον Μάρτιο που άρχισε.
***
Του Αββά Κασσιανού
α’. Διηγήθηκε ο Αββάς Κασσιανός: «Πήγαμε κάποτε εγώ και ο άγιος Γερμανός στην Αίγυπτο, σ’ ένα γέροντα. Μας φιλοξένησε και τον ρωτήσαμε: Για ποιο λόγο, τον καιρό της υποδοχής των ξένων αδελφών, τον κανόνα της νηστείας μας, όπως τον παρελάβαμε στην Παλαιστίνη, δεν τον τηρείτε; Και αποκρίθηκε, λέγοντας: Η νηστεία πάντα μαζί μου είναι. Ενώ σάς, να κρατώ πάντα μαζί μου, δεν μπορώ. Και η μεν νηστεία είναι και χρήσιμο πράγμα και αναγκαίο, αλλά εξαρτάται από τη δική μας προαίρεση. Την εκπλήρωση όμως της αγάπης την απαιτεί αναγκαστικά ο νόμος του Θεού. Δεχόμενος λοιπόν, στα πρόσωπά σας, τον Χριστό, οφείλω να υπηρετήσω με κάθε φροντίδα. Όταν όμως σας ξεπροβοδίσω, μπορώ να ξαναπάρω τον κανόνα της νηστείας. Γιατί δεν μπορούν — καθώς λέγει η Γραφή,— οι υιοί του νυμφώνος να νηστεύουν, όσον καιρό ο νυμφίος είναι μαζί τους. Όταν όμως λείψη ο νυμφίος, τότε νόμιμα θα νηστεύσουν».
β’. Ο ίδιος είπε, ότι ήταν κάποιος γέρων και τον υπηρετούσε άγια παρθένος. Και οι άνθρωποι έλεγαν: «Δεν είναι καθαροί». Και το άκουσε ο γέρων. Όταν δε βρισκόταν στα στερνά του, είπε στους πατέρες: Όταν τελευτήσω, φυτέψετε το ραβδί μου σε τάφο. Και αν βλαστήση και κάμη καρπό, μάθετε ότι καθαρός είμαι απέναντί της. Και αν δεν βλαστήση, θα γνωρίζετε ότι έπεσα μαζί της». Και φυτεύτηκε το ραβδί και την τρίτη μέρα βλάστησε και έκαμε καρπό. Και όλοι δόξασαν τον Θεό.
γ’. Είπε
πάλι: «Πήγαμε σε κάποιον άλλο γέροντα. Και μας έβαλε να φάμε. Ενώ δε
είχαμε χορτάσει, μας προέτρεπε να φάμε και άλλο. Εγώ του είπα ότι δεν
μπορούσα πλέον και μου αποκρίθηκε: Εγώ, έξη φορές αφού ήλθαν αδελφοί,
έβαλα τραπέζι και προτρέποντας τον καθένα, έτρωγα και εγώ μαζί και ακόμη
πεινώ. Και συ, μια φορά αφού έφαγες, τόσο χόρτασες, ώστε να μη μπορής
να φας παραπάνω;».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
/iconandlight.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ τοῦ Ῥωμαίου
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον Πάτερ τοὶς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα, σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον.
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος, τῆς ἐγκρατείας, ἀληθῶς σε ἔθετο, ὥσπερ ἀστέρα ἀπλανῆ, φωταγωγοῦντα τὰ πέρατα, Πατὴρ ἡμῶν Κασσιανὲ Ὅσιε.
Δόξα. Ἦχος πλ. δ΄.
Εὐφραίνου Αἴγυπτος ἀνθήσασα, τοιοῦτον πολιοῦχον, τὸν ἐν μακαρίοις Κασσιανόν. Οὗτος γὰρ τῇ σοφίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταγλαϊσθείς, πᾶσαν ἄσκησιν, τῇ ἐναρέτῳ πολιτείᾳ αὐτοῦ ὑπερηκόντισεν. Αὐτὸν καὶ ἡμεῖς μεσίτην προσάγοντες, αἰτοῦμεν δυσωπεῖν τῷ Χριστῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου