Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Ἀποταγή

 

Πως μπορώ να γίνω μοναχός στο Άγιον Όρος; – Christianity Art

Ὅταν πῆρα τὸν πρῶτο ζῆλο νὰ γίνω κι ἐγὼ καλόγερος, τὸν ἐφανέρωσα σὲ κάτι ἄλλους. Καὶ ἕνας ἤτανε σωφέρ, μοῦ λέει:

-Ἄκουσε, Εὐάγγελε (μὲ λέγανε κοσμικά), ἐγὼ θὰ περάσω, λέει, μὲ τ’ αὐτοκίνητό μου νὰ πάω στὰ τάδε χωριὰ καὶ περίπου κατ’ αὐτὴν τὴν ὥρα, τὴ σημερινὴ τὴν ἁγιορείτικη, περίπου πέντε-ἔξι τὸ μεσημέρι, θὰ περάσω, νὰ εἶσαι ἐκεῖ, νὰ σὲ πάρω νὰ πᾶμε στὸ μοναστήρι.

-Ἐντάξει.

Πῆρα κι’ ἐγὼ μία μπλούζα, κοσμικὸ παιδί, κάτι τέτοιο, καὶ πῆγα καὶ κάθισα σ’ ἕνα βραχάκι καὶ ἔβλεπα μακριὰ τὸ δρόμο. Προτοῦ νὰ ‘ρθεῖ ἡ ὁρισμένη ὥρα, σηκώθηκα κι ἔφυγα. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, λέει, ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν, ἄλλα «οὔπω ἤκει ἡ ὥρα Αὐτοῦ» (Ἰω. 8,20). Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, οὔτε πατέρα οὔτε μητέρα λογαρίασα, σηκώθηκα κι ἔφυγα. Ἂν δὲν στάξει ἀπάνω, πῶς νὰ τὸ πεῖ κανένας, ἀπρόκοφτος καλόγερος θὰ ‘σαι. Θέλει νὰ στάξει μέσα στὴν ψυχή· αὐτὸς ὁ θεῖος ἔρως ὅταν σοῦ ‘ρθει, οὔτε μένα θὰ ρωτᾶς οὔτε θὰ λογαριάζεις, νὰ ποῦμε, καὶ θὰ πᾶς μὲ μεγάλη προθυμία.

Ρώτησα παλαιοὺς Γεροντάδες ἐγώ: «Τί εἴδατε;» «Ὅταν ἤρθαμε στὸ Ἅγιον Ὅρος εἴχαμε φωτιὰ σὰν τὸν Ἄθωνα καὶ τώρα ἔχει μείνει ἕνα λεπτόκαρο». Ἐὰν ἐσὺ ἔρχεσαι μ’ ἕνα λεπτόκαρο, αὔριο τί θὰ γίνει;

Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος αὐτὸ λέει: Μακάριος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διατήρησε τὸν πρῶτο ζῆλο, ἔτσι ποὺ πῆγε στὸ μοναστήρι, μέχρι τέλος τῆς ζωῆς του, λέει. Αὐτὸν τὸν πρῶτο ζῆλο. Μακαριότερος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὸν ηὔξησε, νὰ ποῦμε. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ τὸν ηὔξησε.

Ἔρχονται πολλοὶ καὶ μὲ ρωτοῦν: «Λέτε νὰ γίνω καλόγερος;» Κι ἐγὼ νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ πάρω πληροφορία, δὲν θὰ στὸ πῶ ἐσένα. Ὄχι. Τὸ μόνο ἐγὼ ποὺ μπορῶ νὰ προσευχηθῶ, ἐσύ, νὰ ποῦμε, νὰ διαλέξεις ποιὸ δρόμο θέλεις. Ὄχι νὰ στὸ πῶ. Γιατί αὔριο-μεθαύριο δὲν ξέρω τί θὰ γίνει. Ἔπειτα ἔχω ν’ ἀκούσω καμιὰ εὐχὴ ἀνάποδη, ὅτι ὁ πάπα-Ἐφραὶμ μὲ πῆρε στὸ λαιμό του! Δὲν στὸ λέω. Ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ διαλέξεις ποιὸ δρόμο θέλεις. Νά, εἶναι ἡ Γοργοϋπήκοος, εἶναι τῶν Ἰβήρων ποὺ εἶναι θαυματουργὲς εἰκόνες, ἐκεῖ νὰ πᾶς νὰ κάνεις μία παράκληση καὶ νὰ σοὺ ἀνοίξει Αὐτὴ ἡ Ἁγία ποὺ παρακαλᾶς, νὰ ποῦμε, ποιὸ δρόμο ἐσὺ θὰ διαλέξεις. Ἄλλως μὲ τὴ φωτιὰ τὴ δική μου, πάτερ, ἐσὺ θ’ ἀνάψεις; Ὄχι.