Η Ταϊσία ήταν γνωστή για την υψηλή πνευματική της ζωή, την αγάπη και τη συμπόνια προς τον πλησίον. Πάντα βημάτιζε ενώπιον του Θεού, υπηρετώντας τον Ίδιο και τη Ρωσία.
Στις εξετάσεις αποφοίτησης, σύμφωνα με το Νόμο του Θεού, ο πρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης, Ιωαννίκιος (Ρουντνιέβ), έμεινε ευχάριστα έκπληκτος για το γεγονός, ότι η απόφοιτη Σολόποβα, γνώριζε ολόκληρο το ευαγγέλιο από βάθους καρδίας. Η Μαρία απάντησε στην ερώτησή του: «κάθε λέξη του Ευαγγελίου, είναι τόσο ευχάριστη και χαρούμενη για την ψυχή, ώστε πάντα ήθελα να το έχω μαζί μου και επειδή δεν είναι πάντα βολικό να κουβαλάω ένα βιβλίο μαζί μου, αποφάσισα να απομνημονεύσω τα πάντα, για να είναι πάντα μαζί μου, στη μνήμη μου». Μετά τις εξετάσεις, ο πατέρας Ιωαννίκιος κάλεσε κοντά του τη Μαρία και την ευλόγησε ως εκλεκτή του Θεού.
Ως μοναχή, αντιμετώπισε πολλές θλίψεις και πειρασμούς, απο τον φθόνο πολλών αδελφών. Πολλές φορές αναρωτήθηκε, ποιο άραγε ήταν το πλεονέκτημα να ζει κάποιος σε ένα μοναστήρι, τη στιγμή που παραβιάζεται εδώ η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον.
Αυτοβιογραφικές «Σημειώσεις της Ηγουμένης Ταϊσίας».
«Ο σταυρός του μίσους και του φθόνου των ανθρώπων απέναντί μου είναι ο σύντροφος ολόκληρης της ζωής μου, ακόμη και τώρα, για πολλά χρόνια. Αλλά πιστεύω ότι θα με συνοδεύει μέχρι το θάνατο, δηλαδή, θα είναι ο μόνιμος σύντροφός μου. Ω, αλλά θα είναι πάνω από τον τάφο μου, όχι μόνο ως συνηθισμένη διακόσμηση χριστιανικών τάφων, αλλά και ως σύμβολο του σταυρού, αυτού που θάφτηκε κάτω από αυτόν, ως αναπόσπαστο μέρος με τον εαυτό του», διαβάζουμε στις αυτοβιογραφικές «Σημειώσεις της Ηγουμένης Ταϊσίας».
* * *
Τη νύχτα της 3ης προς 4ης Φεβρουαρίου του 1881, η μοναχή Ταϊσία είδε ένα ασυνήθιστο όνειρο : «ξαφνικά από ψηλά, σαν από τον ουρανό, μιά ηγουμενικη ράβδο έπεσε κατευθείαν στο δεξί της χέρι» και στις πύλες του μοναστηριού που βρισκόταν συναντήθηκε με λιτανεία του σταυρού[7]. Την επόμενη μέρα, η Ταϊσία κλήθηκε στην Αγία Πετρούπολη για να λάβει ένα διορισμό από τον Μητροπολίτη Ισίδωρο (Nikolsky) όπου την όριζε ηγουμένη της γυναικείας κοινότητας Λεουσένι της περιοχής Cherepovets.
Αντιμέτωπη με ίντριγκες και αταξία τον πρώτο χρόνο της ηγουμενίας της, ήθελε να φύγει για πάντα από το Λεούσινο, όμως σε ένα ξεκάθαρο όνειρο, της εμφανίστηκε η Θεομήτωρ μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την πρόσταξαν να μην φύγει από την αδελφότητα. Μετά από αυτό το όραμα, η ηγουμένη έγραψε στο ημερολόγιό της:
«Ενισχυμένη από πίστη, αποφάσισα σταθερά να υπομείνω τα πάντα και να εργαστώ προς όφελος της ιεράς μονής, ακόμα κι αν έπρεπε να πεθάνω γι’ αυτό, αλλά αυτοβούλως δεν θα εγκαταλείψω το μοναστήρι».
Στις 14 Ιανουαρίου 1883, μετά από μια άλλη συκοφαντική καταγγελία κατά της ηγουμένης Ταϊσίας, χτυπήθηκε από παράλυση, στην οποία προστέθηκε πνευμονία, αλλά 2 μήνες αργότερα, σε ένα υπέροχο όνειρο, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ την θεράπευσε αμέσως από τη σοβαρή αυτή ασθένεια.
* * *
“ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι. Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή, τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».
Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.”.