Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Ἡ ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας κατὰ τοὺς ποιητὲς Κ. Καβάφη, Γ. Σεφέρη καὶ Ὀ. Ἐλύτη


 

Ἡ ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας κατά τούς ποιητές Κ. Καβάφη, Γ. Σεφέρη καί Ὀ. Ἐλύτη

Ὁ ἑλληνισμὸς παρουσιάζει μία ἀδιάσπαστη πολιτισμικὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως σήμερα. Ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργούλης γράφει ὅτι «εἶναι ὁ ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ἕως τὸν Κ. Παλαμᾶ ἕνα τόσο σφιχτοδεμένο σύνολο, ὥστε μόνο μία συνολικὴ θεώρηση μᾶς ἐξασφαλίζει τὴν κατανόησή του».[1] Ἡ ἀδιάσπαστη συνέχεια εἶναι πολιτισμικὴ καὶ γλωσσική. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα παρουσιάζει μία ἀναμφισβήτητη συνέχεια στὰ 3500 χρόνια πού μαρτυρεῖται ἡ παρουσία της στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Κυριολεκτικὰ  ὁμιλοῦμε γιὰ μία καὶ ἀδιαίρετη γλῶσσα σὲ διάφορες μορφές. Ἀναντίρρητο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα παρουσιάζει διαφορετικὲς μορφὲς στὶς διάφορες ἱστορικὲς περιόδους της, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ τίς διαφορετικὲς αὐτὲς μορφὲς ὑπάρχει ἕνας σταθερός, ἀναλλοίωτος συμπαγὴς πυρῆνας πού μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ μία γλῶσσα.

Ὁ μεγάλος ἱσπανὸς γλωσσολόγος καὶ ἑλληνιστὴς Francisco Adrados γράφει γιὰ τὴν διαχρονικὴ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας: «Ἀκολουθεῖ τὸ σημαντικὸ θέμα τῆς ἑνότητας τῶν Ἑλληνικῶν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς σήμερα. Βεβαίως ὑπῆρξε μία ἐξέλιξη. Ἀλλὰ ἂν συγκρίνουμε τίς διάφορες “ἑλληνικές”, ἀπὸ τὴ μυκηναϊκὴ καὶ τὴν ὁμηρικὴ ὡς τὴ σημερινὴ “κοινὴ ἑλληνική”, οἱ διαφορὲς δὲν εἶναι καὶ τόσο οὐσιαστικές. Τὸ φωνηεντικὸ σύστημα ἁπλοποιήθηκε – δὲν ὑπάρχουν μακρὰ καὶ βραχέα οὔτε δίφθογγοι, οὔτε μουσικὸς τόνος -, ἐξελίχτηκε λίγο τὸ συμφωνικὸ σύστημα, μειώθηκε ἡ μορφολογία: ἔλλειψη τοῦ δυϊκοῦ, τῆς δοτικῆς, τῆς δυνητικῆς, καὶ τοῦ ἀπαρεμφάτου, ἀπολίθωση τῆς μετοχῆς, περιορισμὸς τῆς ρηματικῆς κλίσης σὲ δύο θέματα, ἐξέλιξη τῶν περιφραστικῶν τύπων, ὁρισμένες μορφικὲς ἀλλαγές. Ὡστόσο οἱ βασικὲς κατηγορίες καὶ τὸ βασικὸ λεξιλόγιο παραμένουν ἴδια. Εἶναι δυνατὸν νὰ γραφτεῖ μία ἱστορία τῶν Ἑλληνικῶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι σήμερα. Ὅμως δὲ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ γραφτεῖ μία ἱστορία τῶν λατινικῶν πού νὰ συμπεριλαμβάνονται, π.χ., καὶ τὰ ἱσπανικά. Ἡ ἐξέλιξη τῶν λατινικῶν εἶναι μία ἱστορία ἰσχυρῆς διαφοροποίησης σύμφωνα μὲ τὴ χρονολογία καὶ τὴ γεωγραφία, αὐτὴ τῶν Ἑλληνικῶν εἶναι μία ἱστορία στὴν ὁποία, ὡς πρὸς τίς δύο αὐτὲς παραμέτρους, ἐπικρατεῖ μία βασικὴ ἑνότητα. Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ κυριαρχοῦσε ἡ λόγια γλῶσσα, πού τὴν ὑποστήριζε ἡ παλιὰ παράδοση καὶ τὸ Κράτος καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ στὴ Δύση ἐπικρατοῦσαν τὰ λατινικά, τὰ ὁποῖα κατέληξαν σὲ διαίρεση».[2]

Τεκμήριο τῆς ἑνότητος τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι ὅτι ὁ σημερινὸς Ἕλληνας κατανοεῖ ἄνετα τὴν λαϊκὴ γλῶσσα τῶν μέσων τοῦ 12ου αἰῶνα (Πτωχοπροδρομικά), ἐνῶ ἕνας Γάλλος χωρὶς μόρφωση δὲν καταλαβαίνει τὸ Ἆσμα τοῦ Ρολάνδου (12ος αἰώνας).[3] Ὁμοίως ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστὴς Robert Browning ὁμολογεῖ: «Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ δὲν ἀποτελοῦν ξένη γλῶσσα γιὰ τὸν σημερινὸ Ἕλληνα ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ Ἀγγλο-σαξωνικὰ γιὰ τὸν σύγχρονο Ἄγγλο».[4]

Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι κατὰ τὸν Φίλιππα Ἀργυριάδη «τὸ μέγα πάθος τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν καὶ εἶναι νὰ διαβάλλουν τὴν ἑνιαία καὶ διαχρονικὴ ἑνότητά μας. Καὶ ἡ γλῶσσα ἀποτελοῦσε τὸ ἀκαταμάχητο τεκμήριο αὐτῆς τῆς συνέχειας». [5] Ἐπ᾿αὐτοῦ ὁ Γερμανὸς ἑλληνιστὴς Hans Eideneier γράφει: «Σπανίζουν οἱ ἐργασίες, πού τοποθετοῦνται ἔξω ἀπὸ τὸ παντοδύναμο ρεῦμα τῆς κλασικῆς (διάβαζε: ἀρχαιοελληνικῆς) φιλολογίας καὶ οἱ ὁποῖες δὲν ἀντιμετωπίζουν τὴ Νεοελληνικὴ ὡς τὸ φτωχὸ συγγενῆ τῆς ἀρχαίας. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει διαβάσει ἔστω καὶ λίγο Καβάφη ἢ Σεφέρη, γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει μιὰ ὄχι ἁπλῶς γλωσσική, ἀλλὰ καὶ πνευματικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ πού ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴ γλῶσσα».[6] Ὁ ἴδιος μάλιστα ἑλληνιστὴς μιλάει γιὰ «ἀδιάσπαστη μετεξέλιξη τῆς Ἑλληνικῆς ἀπὸ ἀρχαία σὲ νέα».[7]

Στὴν παροῦσα ἐργασία θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἀπόψεις τῶν τριῶν κορυφαίων νεοελλήνων ποητῶν Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη καὶ Ὀδυσσέα Ἐλύτη γιὰ τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Α. Κωνσταντῖνος Καβάφης

Οι ασυνήθιστες λέξεις του Κ. Π. Καβάφη - Ειδήσεις - νέα - Το Βήμα Online

Ἄς δοῦμε τὴν μαρτυρία τοῦ Κ. Καβάφη. Ὁ Ἀλεξανδρινὸς ποιητὴς δημοσίευσε ἕνα ἄρθρο μὲ τίτλο ῾῾ὁ καθηγητὴς Βλάκη περὶ τῆς νεοελληνικῆς᾽᾽ στὴν ἐφημερίδα Τηλέγραφος τῆς Ἀλεξανδρείας τὸ 1891· ἀποσπάσματα τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ μεταφέρουμε ἐδῶ: «Οἱ ξένοι παραγνωρίζουσι τὴν γλῶσσαν μας μεγάλως. Τὴν χωρίζουσιν, οὕτως εἰπεῖν, ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικήν. Ἀρνοῦνται ἢ ἀγνοοῦσι τὴν παράδοσιν τῆς ἑνότητός της. Δὲν παραδέχονται τὴν προσφοράν μας. Εἶναι ὅθεν εὐχάριστον, διαπρεπὴς ξένος φιλόλογος ὡς ὁ καθηγητὴς Βλάκη, ἀνὴρ εὐρωπαϊκῆς φήμης, νὰ λαμβάνῃ ἐν χερσὶ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς γλώσσης μας, καὶ νὰ δεικνύῃ αὐτὴν εἰς τοὺς ξένους ὡς ἀληθῶς ἔχει καὶ ὄχι ὡς τὴν φαντάζονται. Ἡ προσωπικότης τοῦ Ἰωάννου Στιούαρτ Βλάκη, τοῦ περιφανοῦς Σκώτου φιλολόγου, εἶναι τόσον γνωστή, ὥστε δὲν εἶναι ἀνάγκην διὰ μακρῶν νὰ τὸν συστήσω εἰς τὸν ἀναγνώστην… Εἰς ἑλλάδα ἦλθε τὸ 1853. Ἐξέμαθε κατὰ βάθος τὴν νεοελληνικὴν καὶ συνέγραψε περὶ αὐτῆς. Εἶναι εἷς τῶν κρατίστων ἑλληνιστῶν τῆς συγχρόνου Ἀγγλίας. Τῷ 1852 διωρίσθῃ καθηγητὴς τῆς ἑλληνικῆς ἐν τῷ πανεπιστημίῳ τοῦ Ἐδιμβούργου. Ἐξέδωκε πολλὰ συγγράμματα περὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης… Λαβὼν ἀφορμὴν ἐκ τῆς μεταφράσεως τοῦ ἁμλέτου ὑπὸ τοῦ λογίου Κερκυραίου κ. Πολυλᾶ, ὁ καθηγητὴς Βλάκη ἐδημοσίευσε κάτ᾽ αὐτὰς ἐν τῷ ἀγγλικῷ περιοδικῷ ὁ 19ος Αἰὼν ἄρθρον περὶ τῆς μεταφράσεως ταύτης καὶ τῆς νεοελληνικῆς γλώσσης. Ἐκ τῶν παρατηρήσεών του ἐπὶ τῆς γλώσσης μας θὰ παραθέσω ὀλίγας ἐνταῦθα. Κατὰ τὸν κ. Βλάκη ὁ ἑλληνισμὸς οὐδέποτε ὑπέστη τὰς ἰσχυρὰς ἐκείνας ξενικὰς ἐπιρροὰς αἵτινες σχηματίζουσι νέας γλώσσας. Οἱ τέσσαρες αἰῶνες οὕς τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος διετέλεσεν ὑπὸ ξενικὸν ζυγὸν ἦτο μικρὸν χρονικὸν διάστημα χρόνου διὰ τὸν σχηματισμὸν μιᾶς γλώσσης. Ἡἡ Νορμαννικὴ κατάκτησις τῆς Ἀγγλίας ἔλαβεν ὀκτὼ αἰῶνας διὰ νὰ μορφώσῃ τὴν μεταγενεστέραν ἀγγλικὴν γλῶσσαν. Οἱ δὲ Νορμαννοὶ μὲ ὅλας τὰς καταπιέσεις των ἔφεραν μετ᾽αὐτῶν στοιχεῖα κοινωνικῆς ὑπεροχῆς ἅτινα… ἐπὶ τέλους ἀντεκατέστησαν τὴν ἐγχώριον Σαξωνικὴν διάλεκτον τοῦ ἀγγλικοῦ λαοῦ διὰ νέας γλώσσης…Ἐν Ἑλλάδι ἐγένετο τὸ ἐναντίον. Ὑπὸ τὴν ἔποψιν ἀναπτύξεως ἢ πολιτισμοῦ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Τουρκικῇ κυβέρνησις οὐδὲν στοιχεῖον εἶχε κοινωνικῆς ὑπεροχῆς δυνάμενον νὰ ἀντιπράξῃ πρὸς τὸ μῖσος ὅπερ φυσικῶς ἐμπνέει ξένη διοίκησις καὶ ἐξ ἄλλου ἡ ταυτότης θρησκευτικοῦ φρονήματος ἥτις, ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν τῆς Ρώμης, συνέτεινε εἰς τὴν μίξιν τοῦ Σαξωνικοῦ καὶ Νορμαννικοῦ στοιχείου ἐν Ἀγγλίᾳ, ἔλλειπεν ὁλοτελῶς ἐν Ἑλλάδι. Ἀπέχθεια ζωηροτάτη, ἔμφυτος εἴς τε τὸν Μωαμεθανισμὸν καὶ τὸν Χριστιανισμόν, κατέστησε ἀδύνατον τὴν συγχώνευσιν μεταξὺ κατακτητῶν καὶ κατακτηθέντων. Περὶ τῆς Ἑνετικῆς κυριαρχίας ἐπὶ διαφόρων ἑλληνικῶν χωρῶν ὁ κ. Βλάκη λέγει ὅτι ἦτο “παρὰ πολὺ μερική, καὶ πάρα πολὺ μακρυνὴ” ὥστε νὰ δυνηθῇ νὰ ἐπενεργήσῃ ἐπὶ τῆς γλώσσης. Ὁ καθηγητὴς μετὰ ταῦτα λαμβάνει ἕν χωρίον μεταγενεστέρου ἑλληνικοῦ συγγράμματος καὶ ἐξετάζει αὐτό. Τὸ χωρίον εἶναι ἀπὸ μετάφρασιν τῆς Χαλιμᾶς ἐκδοθεῖσαν ἐν Ἑνετίᾳ τῷ 1792. Τὸ εἶδος τῆς γλώσσης ἔχει ὡς ἑξῆς. “Εὑρίσκετο εἰς τὰ μέρη τῆς Περσίας ἕνας πλούσιος πραγματευτής… καί εἶχε τοῦτο τὸ προτέρημα νὰ καταλαμβάνῃ ταῖς γλώσσαις καὶ τὴν ὁμιλίαν τῶν ζώων. Μίαν ἡμέραν περιδιαβάζωντας…Ἦσαν δεμένα εἰς ἕνα παχνὶ ἕνας γάϊδαρος καὶ ἕνα βόϊδι κτλ. κτλ. “Ἄς διατρέξωμεν τὰς γραμμὰς αὐτάς”, λέγει ὁ κ. Βλάκη, “καὶ ἂς παρατηρήσωμεν κατὰ πόσον ἡ δημώδης αὕτη ἑλληνικὴ τῆς 18ης ἑκατονταετηρίδος διαφέρει ἀπὸ τὴν Ἀττικὴν τοῦ Ξενοφῶντος· διότι ἀναμφιβόλως εἶναι ἑλληνικὴ κατὰ πάντα, καὶ οὐχὶ νέα γλῶσσα, ἔχουσα τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν οἵαν ἡ Ἰταλικὴ πρὸς τὴν Λατινικὴν”… ὡς βλέπομεν, τὴν προσοχὴν τοῦ καθηγητοῦ ἐπισύρει κυρίως ἡ δημώδης γλῶσσα. Περὶ τῆς καθαρευούσης δὲν ἔρχεται εἰς τὰς αὐτὰς λεπτομερείας. Διηγεῖται πόθεν ἐπήγασε, καὶ ἀποδίδει  κυρίως τὴν ἀνάπτυξιν αὐτῆς εἰς τὴν φιλοτιμίαν τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ὅπερ, ἀποκτῆσαν τὴν ἐλευθερίαν, ἠθέλησε νὰ καθαρίσῃ καὶ νὰ ἀνυψώσῃ τὴν γλῶσσαν του. Ὁ κ. Βλάκη φαίνεται φίλος τῆς καθαρευούσης, λέγει δὲ ὅτι ὁ μόνος τρόπος ὑπάρξεως διὰ τε τὴν δημώδη καὶ τὴν καθαρεύουσα ἐν Ἑλλάδι, εἶναι τὸ σύστημα τῶν ἀγγλικῶν βουλῶν τῶν Λόρδων καὶ τῶν Κοινοτήτων, ἤτοι, συνεργασία δι᾽ἀμοιβαίων παραχωρήσεων. Τόσον ὀλίγον, κατ᾽αὐτὸν ἡ καθαρεύουσα διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν, ὥστε “ὁ λόγιος ὅστις εἶναι οἰκεῖος μὲ τὰ ἄριστα κλασσικὰ ἑλληνικὰ δύναται νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸν Πολύβιον καὶ Διόδωρον εἰς τὸν Τρικούπην (ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἱστορικοῦ), Παπαρρηγόπουλον, καὶ ἄλλους τῆς αὐτῆς σχολῆς ἀφ᾽ ὅ,τι δύναται” ὁ ἀναγνώστης τοῦ Βύρωνος νὰ συνηθίσῃ τὸ ὕφος τοῦ ἀρχαίου Ἄγγλου ποιητοῦ Τσῶσερ. Καὶ ὀλίγον κατόπιν προσθέτει ὅτι “ὁ ἀδέκαστος φιλόλογος…δέν θὰ δυσκολευθῇ νὰ ἀναγνωρίσῃ ἐν τῇ μεταγενεστέρᾳ ἑλληνικῇ, ὄχι βάρβαρον παραφθοράν… τείνουσαν εἰς νέαν γλῶσσαν, ἀλλὰ ἁπλῶς μίαν διαλεκτικὴν τροπολογίαν οἵα ἡ ἀρχαία Δωρικὴ καὶ Αἰολική”. Αἱ ἀπώλειαι καὶ ἐλλείψεις τῆς νέας ἀντισταθμίζονται διὰ χαρίτων τινῶν ἰδιαζουσῶν εἰς αὐτήν.[8]

Ἐκ τοῦ ἀνωτέρω ἄρθρου τοῦ Κ. Καβάφη φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ Ἀλεξανδρινὸς ποιητὴς ἐπρέσβευε χωρὶς ἐπιφυλάξεις τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος μέχρι τῶν ἡμερῶν του. Ὀφείλουμε ὅμως νὰ κάνουμε μία μικρὴ ἀλλ᾽ οὐσιώδη παρατήρηση στὴν ἄποψη τοῦ Καβάφη ὅτι «ἀναμφιβόλως εἶναι ἑλληνικὴ κατὰ πάντα, καὶ οὐχὶ νέα γλῶσσα, ἔχουσα τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν οἵαν ἡ Ἰταλικὴ πρὸς τὴν Λατινικήν». Τὰ νεώτερα Ἰταλικὰ πολὺ μικρότερη συγγένεια ἔχουν πρὸς τὰ Λατινικὰ ἀπὸ τὴν συγγένεια πού ἔχουν τὰ νέα ἑλληνικὰ πρὸς τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ὑποστηρίζει καὶ ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὸν ἐπιφανὴ Γάλλο ἑλληνιστὴ Γουστάβο Cohen γράφει: «”Τὰ λατινικὰ καὶ τὰ ἰταλικά”, ἔγραφε τελευταῖα ὁ ἐπιφανὴς Γάλλος οὑμανιστὴς Γουστάβος Cohen, “εἶναι δυὸ γλῶσσες ξεχωριστές, ἐνῶ τὰ “νεοελληνικὰ” ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἑλληνικά. Τά ζωντανὰ ἑλληνικὰ διαφέρουν λιγότερο ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ τοῦ Πλάτωνος, ἀπ᾽ ὅσο διαφέρει ὁ Πλάτων ἀπὸ τὸν Πίνδαρο, τὴν Κόριννα, ἢ τὴ Σαπφώ”»[9].Ἄς ἔλθουμε τώρα στὸν Γ. Σεφέρη.

Β. Γιῶργος Σεφέρης

Και τούμπαλιν | in.gr 

Ὁ Σεφέρης ἔχει ἐπισημάνει  τὸ φαινόμενο τῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ τὴ διαίσθηση τοῦ δημιουργοῦ: «ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὁ ἄνθρωπος, ἡ θάλασσα {…} Γιὰ κοιτᾶξτε πόσο θαυμάσιο πρᾶγμα εἶναι νὰ λογαριάζει κανεὶς πώς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ πού μίλησε ὁ Ὅμηρος ὥς τὰ σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλῶσσα. Κι αὐτὸ δὲν σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τὴν Κλυταιμνήστρα πού μιλᾶ στὸν Ἀγαμέμνονα, εἴτε στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἴτε στοὺς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τὸν Διγενὴ Ἀκρίτα, εἴτε τὸ Κρητικὸ θέατρο καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τὸ δημοτικὸ τραγούδι!»[10]

Θεωρεῖ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα παρουσιάζει ἀδιάσπαστη συνέχεια στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Στὴν ὁμιλία του στὴ Στοκχόλμη ἐπὶ τῇ   βραβεύσει του  μὲ τὸ βραβεῖο Νόμπελ λέγει: «Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, πού δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ του, τὴ θάλασσα καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πρᾶγμα πού τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τίς ἀλλοιώσεις πού δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα».(11)

Μάλιστα γιὰ νὰ καταδείξει πόσο κοντὰ εἶναι ἡ σημερινὴ νεοελληνικὴ μὲ τὴν ἑλληνιστικὴ κοινὴ ἀναφέρεται σὲ μία ἐπιστολὴ ἑνὸς ναύτη τοῦ 2ου αἰῶνα πρὸς τὸν πατέρα του. Ἄς δοῦμε τί γράφει ὁ Γ. Σεφέρης: «Εἶχα πολὺ πικρὲς σκέψεις ὅταν κάποτε διάβασα τὸ γράμμα ἑνὸς ναύτη στὸν πατέρα του. Τελειώνει ἔτσι: “Ἐρωτῶ σὲ οὖν, κύριέ μου πατήρ, γράψον μοὶ ἐπιστόλιον πρῶτον μὲν περὶ τῆς σωτηρίας σου, δεύτερον περὶ τῆς τῶν ἀδελφῶν μου, τρίτον, ἵνα σοῦ προσκυνήσω τὴν χέραν ὅτι μὲ ἐπαίδευσας καλῶς καὶ ἐκ τούτου ἐλπίζω ταχὺ προκόψαι τῶν θεῶν θελόντων. Ἄσπασαι Καπίτωνα πολλὰ καὶ τοὺς ἀδελφούς μου καὶ Σερηνίλλαν καὶ τοὺς φίλους μου. Ἔπεμψὰ σοι εἰκόνιν μου διὰ Εὐκτήμονος. Ἔστι δέ μοῦ ὄνομα   Ἀντώνιος Μάξιμος. Ἐρρῶσθαὶ σε εὔχομαι.”Εἶναι ἡ “κοινὴ” τοῦ 2ου αἰώνα, δηλαδὴ πρὶν χίλια  ὀχτακόσια τόσα χρόνια. Καὶ σὲ πιάνει λύπη μεγάλη ὅταν συλλογιστεῖς πώς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τόσο κοντὰ στὴ σημερινή˙ πώς θὰ μποροῦσε, ἀπὸ τότε, νὰ καλλιεργηθεῖ, νὰ πλουτιστεῖ καὶ νὰ ζήσει ὄχι τὴ φτωχὴ καὶ παραπεταμένη ζωὴ πού ξέρουμε, ἀλλὰ ὅπως μιὰ λαμπρὴ κιβωτὸς πού θὰ ἔσωζε ἕναν κόσμο συγκινήσεις καὶ αἰσθήσεις τῆς φυλῆς, βουλιαγμένες καὶ χαμένες γιὰ πάντα μέσα στὸ ἀπύθμενο βάθος τοῦ καιροῦ»[12].

Ὁ ποιητὴς γράφει πώς «ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, γιὰ καλὸ ἢ γιὰ κακό, εἶναι ἀπὸ τίς πιὸ συντηρητικὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου»[13]. Ἐπίσης θεωρεῖ πώς ὁ ἑλληνισμὸς στὶς διάφορες φάσεις του, ἀρχαία, μεσαιωνικὴ καὶ νεώτερη, εἶναι ἕνα σύνολο: «Ἀκόμα, σύμφωνα μὲ τὴ γενικὴ ἀντίληψη τῶν ξένων, καὶ πολλῶν δικῶν μας ἴσως, ἡ κλασικὴ Ἐλλάδα, ἡ βυζαντινὴ Ἐλλάδα, ἡ σύγχρονη Ἐλλάδα, εἶναι χῶρες ἀσύνδετες καὶ σὰν ἀνεξάρτητες˙ καὶ ὁ καθένας περιορίζεται στὴν εἰδικότητά του. Πρέπει νὰ προχωρήσουμε πολύ, πρέπει νὰ φτάσουμε σχεδὸν ὥς τίς παραμονὲς τοῦ τελευταίου πολέμου, γιὰ νὰ δοῦμε νὰ φανερώνεται, πολὺ θαμπὰ ἡ συνείδηση ὅτι ἡ Ἐλλάδα εἶναι ἕνα σύνολο»[14]. Τὴν ἴδια ἄποψη εἴδαμε ἀνωτέρω ὅτι ἐκφράζει καὶ ὁ φιλόσοφος Κ. Γεωργούλης, δηλαδὴ ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἕνα σφιχτοδεμένο σύνολο καὶ ὅτι ἡ κατανόησή του ἀπαιτεῖ μιὰ ἑνιαία θεώρηση.

Ὁ Γ. Σεφέρης μετέφερε στὴ νεοελληνικὴ τὴν Ἀποκάλυψη τῆς Ἀγίας Γραφῆς. Στὴ  μεταγραφικὴ προσπάθειά του διεπίστωσε ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι πολὺ κοντὰ στὴ σημερινὴ γλῶσσα. Στὸ προλόγισμά του γράφει: «Καταπιάστηκα μὲ δύσκολο κείμενο˙ ὡστόσο, τίς δυσκολίες τίς ἐξαγόραζε ἡ χαρὰ καθὼς παρατηροῦσα πόσο κοντὰ μπορεῖ νὰ εἶναι, ὕστερα ἀπὸ δυὸ χιλιάδες χρόνια, μὲ τὰ σημερινὰ ἑλληνικὰ μας αὐτὸς ὁ θεόσταλτος λόγος»[15].

Ἐπίσης, ἐνῶ θεωρεῖ σημαντικὴ τὴ μεταφραστικὴ δουλειά, θεωρεῖ ὡσαύτως ἀναντικατάστατο τὸ πρωτότυπο στὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας: «Ἀφήνεται κανεὶς σὲ πικρὲς σκέψεις ἂν ἀναλογιστεῖ πώς ἂν ἔλειπε ἡ παρόρμηση γιὰ τὴ μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα, ὅπως λείπει καὶ τώρα, καὶ δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἐκεῖνο τὸ ἔργο, θὰ εἶχε χάσει ἡ γλῶσσα μας ἕνα κείμενο βασικὰ ἀποφασιστικὸ γιὰ τὴν τροπὴ πού πῆρε ἐξαρχῆς ὁ Χριστιανισμός, ἡ μοῖρα τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ὁλόκληρη. Ἔχω ἀκούσει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ μετάφραση τῶν Γραφῶν μπορεῖ νὰ προκαλέσει δυσχέρειες δογματικές. Ἀλλά ποτὲ δὲν ὑποστήριξα, οὔτε τὸ διανοήθηκα ποτέ, ὅτι εἶναι δυνατὸ ἡ μετάφραση ν᾽ ἀντικαταστήσει τὸ πρωτότυπο, εἴτε ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ δόγμα, εἴτε ὅταν πρόκειται γιὰ τὴ λατρεία. Αὐτὰ τὰ θέματα ἀνήκουν ἀποκλειστικὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ  δὲν πέφτει κανένας λόγος σ᾽ ἐμᾶς τοὺς λαϊκούς. Ὅμως ἡ φροντίδα γιὰ τὴ γλῶσσα μας εἶναι πρᾶγμα πού ἐνδιαφέρει τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς, σ᾽ ὅποια γωνιὰ τῆς γῆς κι ἂν βρίσκεται. Ἄλλωστε δημοσιεύω, πλάι στὴ μεταγραφή μου, καὶ τὸ πρωτότυπο, τονίζοντας, ὄσο μπορῶ, πώς αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἔγκυρο γιὰ τὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία»[16]. Ἀκόμη θεωρεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τὴν ἐξοικείωση μὲ τὰ παλαιότερα ἑλληνικά: «Τώρα, τὴ στιγμὴ πού τυπώνεται τούτη ἡ μεταγραφή, νομίζω πώς ἔχω χρέος νὰ προσθέσω ὅτι πῆρα τὴν ἀπόφαση γιατί πιστεύω πώς ἡ ἐργασία μου προσφέρει κάτι στὴν κοινωνία ὅπου μ᾽ ἔταξε ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἴσως ἄνθρωποι πού δὲν τὴ χρειάζουνται. Κυρίως ἐκεῖνοι πού εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ καταγίνουν καὶ νὰ μάθουν τέλεια τὰ παλαιότερα ἑλληνικά μας, ὥστε νὰ μὴν τοὺς διαφεύγει καμιὰ ἀπόχρωση ἀπὸ τὰ νοήματά τους»[17].

Τέλος ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται στὸν κίνδυνο φθορᾶς, ἀκόμη καὶ εὐτελισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας: «ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε μιὰ γλῶσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη, πού ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τὰ θεριὰ γιὰ νὰ τὴ φᾶνε˙ ἔφαγαν ὅσο μπόρεσαν, ἀλλὰ ἀπομένει μαγιά. Ἔτσι θὰ ᾽λεγα, παραφράζοντας τὸν Μακρυγιάννη.  Δὲν ξέρω πόσο θὰ βαστάξει ἀκόμη αὐτό. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι ἡ μαγιὰ λιγοστεύει καὶ δὲ μένει πιὰ καιρὸς γιὰ νὰ μένουμε ἀμέριμνοι. Δέν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα πού δείχνουν πώς ἂν συνεχίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο, ἂν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικὰ στὴ δύναμη τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σὲ μιὰ γλῶσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη καὶ ἀσπόνδυλη. Αὐτὰ θὰ εἶχα νὰ πῶ στοὺς σημερινοὺς ὠτακουστές, ἂν πραγματικὰ ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὴν τέχνη τοῦ λόγου»[18].

Γ. Ὀδυσσέας Ἐλύτης

ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ-Γνώση και Δράση 

Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔχει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς τὴν σημερινὴ μορφὴ της. Μάλιστα ἡ ἀναπόφευκτη, λόγῳ τῆς μεγάλης χρονικῆς ἐκτάσεως της, πολυμορφία της δὲν εἶναι μειονέκτημα, ὅπως νομίζουμε, ἀλλὰ πλεονέκτημά της: «ἡ γλῶσσα μας εἶναι μία καὶ ἑνιαία ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἴσαμε σήμερα. Κι ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ἡ μόνη μέσα στὶς ὑπόλοιπες εὐρωπαϊκὲς πού ἔχει τόσο μεγάλη ἐνδοχώρα, εἶναι ἡ μόνη πού μπορεῖ νὰ παρουσιάζει πολλὲς κλίμακες, πολλὰ “κλαβιέ”, ὅπως θὰ λέγαμε. Εἶναι  μία ἰδιοτυπία πού ἐμεῖς τὴ βαφτίσαμε “πολυγλωσσία” καὶ τὴν κάναμε πρόβλημα. Κάκιστη ὑπηρεσία προσφέρουμε ὅταν παρουσιάζουμε αὐτὴ τὴν εἰκόνα στοὺς ξένους, πού δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς ἀντιληφθοῦν σ’  αὐτό, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα».[19]

Ὁ  Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔλεγε στὸ λόγο πού ἐκφώνησε στὴν Στοκχόλμη τὸ 1979, τὴν ἡμέρα πού τοῦ ἀπενεμήθη τὸ βραβεῖο Νόμπελ: «Μοῦ δόθηκε, ἀγαπητοὶ φίλοι, νὰ γράψω σὲ μιὰ γλῶσσα πού μιλιέται μόνον ἀπὸ μερικὰ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Παρ᾿ὅλα αὐτά, μιὰ γλῶσσα πού μιλιέται ἐπὶ τέσσερις χιλιάδες χρόνια χωρὶς διακοπὴ καὶ μὲ ἐλάχιστες διαφορές…ἡ χώρα μου εἶναι μικρὴ σὲ ἔκταση χώρου καὶ ἀπέραντη σὲ ἔκταση χρόνου».[20]

Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ποίησης τοῦ Ἐλύτη ὅτι ἐμπεριέχει στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἀρχαία, τὴ μεσαιωνική, τὴν καθαρεύουσα, τὴν δημοτικὴ καὶ τὴ σύγχρονη γλῶσσα: «Νομίζω ὅτι ἡ ποίηση πρέπει νὰ ᾽ναι μυστηριώδης, συνάμα, ὅμως, διαφανής, μὲ καθαρότητα καὶ μὲ ἕνα οἱονεὶ γεωμετρικὸ ὑπόβαθρο. Εἶναι πολὺ δύσκολο τὸ νὰ ἐπιτύχεις σὲ ἕνα ποίημα νὰ εἶναι διάφανο καὶ ὀργανωμένο καὶ ταυτοχρόνως πλῆρες μυστηρίου, ὅπως τὸ μυστήριον τοῦ φωτός. Ἐγὼ δὲν τὸ πέτυχα ὅλες τίς φορὲς κι ἔχω ποιήματα πού μένουν δέκα χρόνια στὸ συρτάρι, γιατί μοῦ λείπει μιὰ λέξη. Κι ὅπως εἶναι γνωστό, ἐγὼ παίζω σὲ πολλὰ κλαβιὲ τῆς γλώσσας: στὴν ἀρχαία, στὴ μεσαιωνική, στὴ σύγχρονη, στὴν ἰδιωματική, στὴν καθαρεύουσα, στὴ δημοτική. Γι’ αὐτὸ καὶ πίστευα πώς τὰ περισσότερα ἔργα μου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταφραστοῦν».[21]

Ὁ Ἐλύτης θεωρεῖ πώς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ μόνη Εὐρωπαϊκὴ γλῶσσα πού παράγει ὑψηλὴ ποίηση ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου μέχρι τὴ σύγχρονη ἐποχή, γεγονὸς πού δημιουργεῖ πρόσθετες ὑποχρεώσεις στὸν ἑλληνόφωνο ποιητή: «…στὴν Ἑλλάδα, πρέπει νὰ πῶ ὅτι ἐμεῖς ὅλοι, πού γράφουμε ἑλληνικά, ἔχουμε καὶ πρόσθετες ὑποχρεώσεις πού μᾶς τίς ἐπιβάλλουν ἡ γλῶσσα μας καὶ ἡ παράδοσή μας. Εἴμαστε ἡ μόνη χώρα σὲ ὁλόκληρο τὸν δυτικὸ κόσμο πού δὲν ἔπαψε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου ἴσαμε σήμερα, παρ’ ὅλες τίς περιπέτειες τῆς φυλῆς, νὰ παράγει ποίηση, καὶ μάλιστα ὑψηλὴ ποίηση, σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Κάτι τὸ μοναδικὸ πού γεννάει δέος σὲ ὅποιον πιάνει τὴν πένα καὶ ἔχει συνείδηση τῆς ἱστορικῆς του ἀποστολῆς».[22] Ἀκόμη: «ἡ ποίηση στὸν τόπο μας ἔχει πολὺ βαθιὲς ρίζες. Παράγουμε ποίηση ἐδῶ καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια ἀδιάσπαστα καὶ στὴν ἴδια γλῶσσα, μοναδικὸ παράδειγμα μέσα σ’ὁλόκληρο τὸν δυτικὸ πολιτισμό».[23] Ἄς παραβάλουμε καὶ τὴν ἀντίστοιχη γνώμη τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη: «…τὸ μόνο προϊὸν πού – ἀκριβῶς χάρη στὴ μοναδικὴ δυναμικὴ μιᾶς πολυστρώματης καὶ παμπάλαιας γλώσσας – ἔχει παραχθεῖ ὥς τώρα σὲ ὑψηλὴ ποιότητα: ποίηση»[24].

Κατὰ τὸν Ἐλύτη ὁ Ἕλληνας, ὁ σ’ ὅλα ἄτυχος, σὲ τοῦτο εἶναι τυχερός: διαθέτει μία γλῶσσα αἰώνων μὲ ἀδιάσπαστη συνοχή: «Κάθε ποιητὴς πραγματώνεται μέσα ἀπὸ τὴ γλῶσσα του˙ κι ἀκόμη πιὸ βαθιά: μέσα ἀπὸ τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο στρῶμα τῆς γλώσσας του. Στὸ κεφάλαιο αὐτό, εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Ἕλληνας – ὁ σὲ ὅλα του ἄτυχος – βγαίνει τυχερός. Καμιά γλῶσσα  δὲν διαθέτει μιὰ τέτοιαν ἀπέραντη προοπτικὴ πρὸς τὰ πίσω καί – τὸ κυριότερο – μὲ ἀδιάσπαστη συνέχεια. Δὲν τὸ λέω μὲ ὑπερηφάνεια, τὸ λέω μὲ δέος, ἀφοῦ οἱ εὐθύνες τοῦ ποιητῆ, σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, πολλαπλασιάζονται».[25] Καὶ ὅπως λέει:  «Ὤ ναί, δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ ᾽χεις τοὺς αἰῶνες μὲ τὸ μέρος σου».[26]

Εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς μοναδικότητας καὶ τοῦ ἀναντικατάστατου τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴν ποίηση τοῦ Ἐλύτη τὰ παρακάτω λόγια του: «Αὐτὸ πού ὁ κόσμος θεωροῦσε σὰν μειονέκτημα ἦταν γιὰ μένα πλεονέκτημα, νὰ χρησιμοποιῶ ὡς ὄργανό μου τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει μικρὸ βεληνεκές, ἐπειδὴ σήμερα μιλιέται μόνον ἀπὸ ἐννέα ἑκατομμύρια Ἕλληνες εἶναι γιὰ γέλια. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα κρατάει ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ἴσαμε σήμερα. Νομίζουνε ὅτι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀρχαία γλῶσσα κι ἄλλο ἡ σημερινή. Καθόλου. Ὅταν λέω οὐρανὸς καὶ θάλασσα καὶ ἔρωτας, εἶναι τὰ ἴδια πού ἔλεγε καὶ ὁ Ὅμηρος καὶ ἡ Σαπφώ. Ἔλεγα μιὰ φορὰ τοῦ Σεφέρη: Ἄν δὲν ἤμουν Ἕλληνας, πιθανῶς δὲν θὰ ᾽μουνα ποιητής”. Θυμᾶμαι τὴν ἀπάντησή του: “Μπράβο. Καὶ μόνο αὐτὸ πού μοῦ ᾽πές, μὲ παρηγορεῖς”. Ἔτσι εἶναι».[27] Καὶ αὐτὴ ἡ μοναδικότητα καὶ τὸ ἀναντικατάστατο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴν ποιητικὴ συνείδηση καὶ παραγωγὴ τοῦ Ἐλύτη, ὀφείλεται, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, στὴ τρισχιλιετὴ ἑνότητα καὶ συνέχειά της. Γεγονὸς πού τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα, ὅπως λέει ὁ ἴδιος καὶ σημειώσαμε παραπάνω, νὰ χρησιμοποιεῖ  γλωσσικὴ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἀρχαία, τὴν μεσαιωνική, τὴν λόγια καὶ τὴ σύγχρονη φάση τῆς ἑνιαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Βέβαια αὐτὴ ἡ ἰδιοτυπία τῆς γραφῆς τοῦ Ἐλύτη καθιστᾶ τὴν ποίησή του μὴ μεταφράσιμη, ὅπως λέει ὁ ἴδιος: «Ἐγώ, ἀπὸ μιὰ ἄποψη, ἀπορῶ πῶς μοῦ ἔδωσαν οἱ Σουηδοὶ  τὸ Νόμπελ, γιατί τὰ βιβλία μου μεταφράζονται πολὺ δύσκολα, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι ποιητές, πού ἐπειδὴ τὸ ὕφος τους εἶναι πιὸ κοντὰ στὴν πρόζα, μεταφράζονται πιὸ εὔκολα. Ἐγὼ χάνω τρομερά, δηλαδὴ ἕνα 10-20% σώζεται καὶ στὶς καλὲς μεταφράσεις πού ἐγὼ ὅταν τίς βλέπω, ἂν ξέρω τὴ γλῶσσα, μὲ πιάνει ἀπελπισία»[28]. Ἐπίσης γράφει γιὰ τὴ μετάφραση τῆς ποιήσεώς του: «Ὅσο πιὸ πολὺ εἰσχωρήσεις στὰ μυστικὰ τῆς γλώσσας σου καὶ κάνεις μετουσίωση στὸ κείμενο πού γράφεις, τόσο πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ μεταφραστεῖ. Ἐγώ, μέχρι τινός, ἤμουν ἀπαισιόδοξος. Ἔλεγα ὅτι ἡ ποίηση δὲν μεταφράζεται, ὅτι ἀποστολή μου εἶναι νὰ γράψω καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα “γαῖα πυρὶ μιχθήτω”. Σιγά, σιγά, ὅμως, ἔχω καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι γίνεται, ἀλλὰ εἶναι λίγο λαχεῖο. Δηλαδή, πρέπει νὰ βρεθεῖ μεταφραστὴς πού νὰ εἶναι ποιητὴς καὶ νὰ ξέρει τὴ γλῶσσα σου. Καὶ τώρα βλέπω ὅτι, ὅπου ἀστοχεῖ ἡ μετάφραση (διότι κι αὐτὰ τὰ ποιήματά μου, πού βγῆκαν τελικὰ στὰ γαλλικά, δὲν ἦταν αὐτὸ πού ἔπρεπε), εἶναι διότι δὲν κατάλαβε ὁ μεταφραστὴς τὸ βαθύτερο πνεῦμα. Διότι, ἂν τὸ καταλάβαινε, θὰ μποροῦσε νὰ κάνει κάτι καλύτερο, νὰ πλησιάσει τὸ ποίημα σὲ ἕνα 70%, ἐνῶ οἱ συνήθεις μεταφράσεις δὲν φτάνουν τὸ 50%. Ἐγὼ τόλμησα καὶ μόνος μου, πολλὲς φορές. Μετέφρασα ἐκφράσεις καὶ στίχους ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ βρίσκω ὅτι γίνονται πολὺ ὡραῖοι».[29] Καὶ προσθέτει τελικά: «Ἄν εἶναι εὐσυνείδητες (οἱ μεταφράσεις), παρ’ὅλα αὐτὰ ὠφελοῦν. Δίνουν μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ τί θέλησε νὰ κάνει ὁ ποιητής»[30].  Βέβαια διατηρεῖ τίς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα τῆς μεταφράσεως τῆς ποίησης: «Τελικά, νομίζω ὅτι σὲ μετάφραση, μόνον ἕνα 20% τοῦ ἔργου φτάνει στὸν ξένο ἀναγνώστη».[31]

Γιὰ τὴ στενὴ συνάφεια γλώσσας καὶ ποίησης ὁ Ἐλύτης λέει: «ἡ Ποίηση, βέβαια, μπορεῖ νὰ εἶναι οἰκουμενικὴ στὴν ἀποστολή της. Ὅμως, ἡ γέννησή της καὶ ἡ λειτουργία της γίνεται μέσα ἀπὸ τὴν γλῶσσα. Καὶ ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι μία μηχανὴ πού τὴν βάζεις μπροστὰ γιὰ νὰ ἐκφράσεις, ἁπλὰ καὶ μόνο, τὰ διανοήματά σου. Εἶναι ἕνα ὄργανο εὐαίσθητο, πού ἂν τὸ χειρισθεῖς ἐπιδέξια, μπορεῖ νὰ δονηθεῖ ἀπὸ τίς μυστικὲς δυνάμεις αἰώνων. Ἀκόμη πιὸ πέρα, εἶναι φορέας ἤθους πού, ἂν δὲν τοῦ ὑπακούσεις, θὰ τιμωρηθεῖς. Τόσο πολὺ πιστεύω ὅτι, ὡς ἕνα σημεῖο, ἡ φύση τῆς γλώσσας προσδιορίζει ἀκόμη καὶ τὰ διανοήματά μας»[32]. Μὲ τὴν ποιητικὴ καὶ γλωσσικὴ εὐαισθησία πού τὸν διακρίνει, ὁ Ἐλύτης φτάνει στὸ ἴδιο συμπέρασμα μὲ τὴ σύγχρονη Γλωσσολογία ἀπὸ ἄλλο δρόμο: ἡ γλῶσσα δὲν ἔχει μόνο χρηστική, ἀλλὰ καὶ πολιτισμικὴ ἀξία. Δὲν εἶναι, δηλαδή, μόνο ἕνας κώδικας ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ καὶ φορέας πολιτισμοῦ τῆς κοινότητας πού τὴν χρησιμοποιεῖ.[33]

Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν γλωσσικῶν ἀπόψεων τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη  ὅτι ἀντετάχθη στὴν κατάργηση τῶν ἀρχαίων στὸ ἑλληνικὸ Γυμνάσιο πού θεσμοποιήθηκε ἐπὶ κυβερνήσεως Κ. Καραμανλῆ-Γ.Ράλλη τὸ 1976: «Ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει, παρὰ μόνο μία γλῶσσα, ἡ ἑνιαία γλῶσσα, ἡ ἑλληνική, ὅπως ἐξελίχθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαία, πού ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ μεγάλο καμάρι μας καὶ τὸ μεγάλο στήριγμα…Οἱ ρίζες μας βρίσκονται ἐκεῖ στὰ ἀρχαῖα. Γι’αὐτὸ καὶ λυπᾶμαι πού καταργήθηκαν ἀπὸ τὸ γυμνάσιο καὶ ἂς μὲ ποῦνε καθυστερημένο… Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι μόνο ὅποιος γνωρίζει τὰ ἀρχαῖα μπορεῖ νὰ γράψῃ σωστὰ καὶ τὴν νεοελληνικὴ δημοτική. Αὐτὰ πού βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε σήμερα γύρω μας, μὲ συγχωρεῖτε, εἶναι κορακίστικα».[34]

Πρέπει νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἀγωνία τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας: «Τί θὰ γίνει ἡ Ἑλλάδα! Σὰν φορέας ἑνὸς εἰδικοῦ πολιτισμοῦ καὶ μιᾶς ἔνδοξης γλώσσας. Ἔκλεισα τὰ ἑξήντα μου χρόνια κι ἀπὸ τότε πού θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, μόνο καταστροφὲς ἔχουνε δεῖ τὰ μάτια μου. Καὶ θαυμαστὲς ἀντιδράσεις, πού ὅλες τους πῆγαν χαμένες ἀπὸ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Δὲν ξέρω… Θά ᾽θελα νὰ κοιμηθῶ μιὰ μέρα καὶ νὰ ξυπνήσω σ’ ἕναν αἰώνα ὅπου καὶ τὰ πουλιὰ ἀκόμη νὰ κελαηδοῦν ἑλληνικὰ καὶ νικητήρια»[35].

Τέλος θὰ σημειώσουμε δύο χαρακτηριστικὲς ἀπόψεις τοῦ Ὀ. Ἐλύτη γιὰ τὴν ποίηση: Πρῶτον: «Ὅσο πιὸ προηγμένος εἶναι ὁ τεχνολογικὸς πολιτισμὸς σὲ μιὰ χώρα, τόσο τὸ ποιητικὸ πνεῦμα ὑποχωρεῖ»[36] καὶ δεύτερον: «Δὲν λυπᾶμαι τοὺς ποιητὲς πού ἔμειναν χωρὶς κοινό, λυπᾶμαι τὸ κοινὸ πού ἔμεινε χωρὶς ποιητές»[37].

Ἀπὸ ὅσα ἀναφέραμε γιὰ τοὺς τρεῖς κορυφαίους ποιητὲς μας ἐξάγεται ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα ὅτι δέχονταν ἀνεπιφύλακτα τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὴν ἀδιάσπαστη συνέχειά της καὶ τὴν ὑψηλὴ πολιτισμικὴ ἀξία της. Θὰ κλείσουμε μὲ τὴ συναφῆ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπόφανση τοῦ Μ. Τριανταφυλλίδη. Ὁ Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ὅπως γράφει ὁ καθηγητὴς Χρῖστος Τσολάκης, ἀπορρίπτει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ νεοελληνικὴ γλῶσσα εἶναι θυγατέρα ἢ ἐγγονὴ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς· ἡ νεοελληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία γλῶσσα μεταπλασμένη στὴ σημερινὴ μορφὴ της[38]. «Ἡ γλῶσσα πού μιλεῖ σήμερα ὁ ἑλληνικὸς λαὸς δὲν ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια… Εἶναι αὐτή, στὴ γραμματική της ὑφή, ἡ ἀρχαία γλῶσσα, πού μιλημένη ἀδιάκοπα ἀπὸ χείλη Ἑλλήνων γιὰ τρεῖς καὶ τέσσερις χιλιάδες χρόνια ἄλλαξε ἀπὸ χείλη σὲ χείλη καὶ ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, γιὰ νὰ καταλήξῃ στὴ σημερινή της μορφή».[39]

Δημοσιεύθηκε στὸ Νέος Ἑρμῆς ὁ Λόγιος, τεῦχος 21, Β´ ἑξάμηνο 2020

[1] Πλάτωνος Συμπόσιον, Προλεγόμενα Κωνσταντίνου Γεωργούλη, κριτικὸν ὑπόμνημα, μετάφρασις, σχόλια καὶ ἀνάλυσις Βασιλείου Δεδούση, ἐκδοτικὸς οἶκος Ἰωαν. Ν. Ζαχαροπούλου, Ἀθῆναι 1959, σελ. 10

[2] Francisco R. Adrados, ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μετάφραση Alicia Villar Lecumberri, ἐπιμέλεια Γ. Ἀναστασίου ¬ Χ. Χαραλαμπάκης, ἐκδ. Δ.Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα 2008, σελ. 28

[3]Henri Tonnet, ἱστορία τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας, μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Πάνος Λιαλιάτσης, ἐπιμέλεια Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Δεύτερη ἔκδοση, ἐκδ. Δ.Ν.Παπαδήμας, Ἀθήνα 2009, σελ. 38

[4] Robert Browning, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα. Μεσαιωνικὴ καὶ νέα, μετάφραση Μαρία Ν. Κονομῆ, τέταρτη ἔκδοση, ἐκδ. Παπαδήμας, Ἀθήνα 2004, σελ. 9

[5]Φίλιππα Ἀργυριάδη, ἡ γραπτή μας γλῶσσα καὶ οἱ δολιοφθορεῖς της, τρίτη ἔκδοση, Ἀθήνα 1990, σελ. 24

[6]Hans Eideneier, Ὄψεις τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μετάφραση Εὐαγγελία Θωμαδάκη, ἐπιμέλεια Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, ἐκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, Ἀθήνα 2006, σσ. 16-17

[7] Hans Eideneier, ὅ. π., σελ. 27

[8] Κ.Π. Καβάφη, Τὰ Πεζὰ (1882;-1931), ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 2003, σσ. 53-54-56

[9] Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, τρίτος τόμος, ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 2002, σσ. 336-337

[10] Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, πρῶτος τόμος, ἔκδ. Ἵκαρος, Η΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2003, σ. 177

[11]Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, δεύτερος τόμος, ἔκδ. Ἵκαρος, Η΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2003, σ. 159

 

[12] Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, πρῶτος τόμος, ἔκδ. Ἵκαρος, Η΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2003, σσ. 184-185

[13] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σ. 298

[14] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σ. 326

[15] Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, δεύτερος τόμος, ἔκδ. Ἵκαρος, Η΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2003, σ. 291

[16] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σ.291

[17] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σ.288

[18] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σσ. 173-174

[19] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Σὺν τοῖς ἄλλοις, Ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2011, σελ. 102

 Αντίφωνο

[20] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἐν λευκῷ, ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 1992, σελ. 327

[21] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Σὺν τοῖς ἄλλοις, Ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2011, σελ. 299

[22] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 81

[23] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 83

[24] Παναγιώτης Κονδύλης, Οἱ αἰτίες τῆς παρακμῆς τῆς σύγχρονης ἑλλάδας, δ΄ ἔκδοση, ἐκδ. Θεμέλιο, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 68

[25] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 263

[26] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἀνοιχτὰ χαρτιά, ἕβδομη ἔκδοση, ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 2009, σελ. 45

[27] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Σὺν τοῖς ἄλλοις, Ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2011, σέλ.211

[28] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 205

[29] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 287

[30] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 101

[31] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 186

[32] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 72

[33] Βλ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, ἡ γλῶσσα ὡς ἀξία, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1999

[34] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 73

[35] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 108-109

[36] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 83

[37] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 77

[38] Χρίστου Τσολάκη,  Τὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική, τρίτος τόμος, ἐκδ. Νησῖδες, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 75

[39]Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν σπουδῶν, Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνικὴ Γραμματικὴ (τῆς Δημοτικῆς), ἀνατύπωση τῆς ἔκδοσης ΟΕΣΒ (1941), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 1

3 σχόλια:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

...πάντως, οἱ παλιότεροι

σιγομουρμουρίζοντας, ἐν εἴδει βαθέως ἱσοκρατήματος, κατά τὴν Λειτουργία
-ξέροντας τὰ περισσότερα ἀπ´ἔξω-

μιὰ χαρά τὰ καταλάβαιναν

κι ἄς μὴν ....ὀμιλούσαν τὴν Ἀττικὴν διάλεκτον
στὰ καθημερινὰ τους συναπαντήματα...

Ανώνυμος είπε...

Ηλίθια τις είπε : οι παλιότεροι ...... δηλαδή πόσο παλιότεροι .....ο Μαθουσάλας ; θα μας τρελλάνει αυτή η γυναίκα ......

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

...προφανώς είμαι κάπως παλιότερος από εσένα Ελενίτσα
και μεγαλώνοντας στήν επαρχία , έχω αναμνήσεις
από ανθρώπους που είχαν παραμείνει σταθεροί

στήν λαϊκή ευσέβεια...