Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Άγιον Όρος 10 Φεβρουαρίου 1980

 Μπορεί να είναι εικόνα βουνοπλαγιά µε χιόνι και κείμενο 

«Ήταν 10 Φεβρουαρίου 1980. Τα χιόνια αργούν να λυώσουν, γι’ αυτό λίγοι κατηφορίζουν προς το οικειότερο Κελλί της αγιώνυμης πολιτείας, την “Παναγούδα”.
Το θεώρησα χρυσή ευκαιρία γιατί θα εύρισκα τον π. Παϊσιο μόνο του.
Έλαβα ευλογία από τον Σχολάρχη και κατηφόρισα προς την απέριττη καλύβη του γέροντα Παϊσίου για να τρυγήσω λίγη πνευματική αμβροσία.
Μόλις έφθασα στην αυλόπορτα τράβηξα το συρματόσχοινο και χτύπησε το καμπανάκι.
Ο Γέροντας βγήκε, μου κατέβασε το κλειδί και άνοιξα την πόρτα.
Με υποδέχθηκε και μου είπε να καθήσω.
– Τι γίνεται, Γέροντα; Πως είσθε; τον ρώτησα.
– Τι να κάνω… είμαι κουρασμένος, είμαι και άρρωστος… (είχε γρίππη). Δεν μ’ αφήνει ο κόσμος να πεθάνω…
– Όχι, Γέροντα, σας χρειαζόμαστε, του είπα.
– Φαίνεται έχω αμαρτίες ακόμα, είπε, γραμμάτια…
Δεν έχω και τίποτα να σε φιλέψω.
Κάτι λουκούμια που είχα τα φαγαν οι τελευταίοι επισκέπτες μου.
– Δεν θέλω τίποτα, Γέροντα, για συζήτηση ήρθα.
– Όχι, για στάσου, είπε. Θέλω να σε φιλέψω και χωρίς να χάση καιρό βγήκε έξω στο χιόνι.
Τον παρακολουθούσα με περιέργεια.
Από την ολάνοιχτη πόρτα τον έβλεπα σκυφτό στο χιόνι.
Είχε την πλάτη προς εμένα και σαν να έκανε κάτι.
Σε λίγο μπήκε μέσα κρατώντας ένα τενεκεδάκι και μέσα φαίνονταν κάτι ανισομεγέθη σκευάσματα με δαχτυλιές και σημάδια παλάμης.
Όλα ακανόνιστα, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα.
Όλα άσπρα και σαν να είχαν άχνη πασπαλισμένη από πάνω, όπως είναι το χιόνι.
– Πάρε, μου είπε. Πάρε να φας.
Έφαγα ένα.
Η γεύση ήταν σαν λουκούμι και στην κυριολεξία ήταν τελικά λουκούμι.
– Πάρε άλλο ένα, μου είπε, αλλά όχι άλλα να υπάρχουν.
– Ωραία τα λουκούμια, π. Παΐσιε, του είπα.
– Ποια λουκούμια; Χιόνι είναι, είπε γελώντας.
Κοίταξε, μου είπε, μην πης τίποτα σε κανέναν.
Με πόσα παιδιά μένεις στον θάλαμο;
Πάρτα να τα δώσης στα παιδιά, αλλά προσοχή δεν θα πεις τίποτα.
Έφυγα από το Καλύβι γιατί νύχτωνε και έκανα όπως μου είπε ο Γέροντας.
Τα λουκούμια αυτά που έκανε ο Γέροντας με το χιόνι έφαγαν και άλλα τρία παιδιά του θαλάμου μου.
Αλλά δεν είπα τίποτα για την προέλευσή τους, διότι δεν θα είχα ευλογία.
Τώρα που ο Γέροντας εκοιμήθη και ήρθη το “επιτίμιον” το εξιστορώ εις δόξαν Θεού».