Ανατρέχοντας στο «λήμμα» Μοναστηράκι του «λεξικού»της αστικής καθημερινότητας διαβάζουμε: «Ιερός Ναός Παναγίας Παντάνασσας, Πλατεία, Σταθμός Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου (ΜΕΤΡΟ), αθηναϊκό τοπωνύμιο». Είναι αλήθεια ότι στο εν λόγω κομβικό σημείο συμβάλλουν ταυτόχρονα πολλές ενδιαφέρουσες πραγματικότητες σε επίπεδο ιστορικό, καλλιτεχνικό, αρχιτεκτονικό. Ίσως αυτή η υψηλή πυκνότητα και ποικιλία συμβολισμών, να έχουν καταστήσει το Μοναστηράκι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τουριστικά τοπόσημα της χώρας. Ταξιδευτές από όλον τον κόσμο ονειρεύονται να περάσουν κάποτε από εδώ, αν δεν το έχουν ήδη πράξει…
Κάθε επισκέπτης-παρατηρητής της Πλατείας Μοναστηρακίου, βρίσκεται μπροστά σε ένα θέαμα το οποίο αποτελεί συγκερασμό πολλών υλικών που λες κι αναβλύζουν από διαφορετικές πηγές. Στο βάθος ο Ιερός Βράχος κι ο Παρθενώνας εστεμμένος με τον συχνά παντελώς ανέφελο ουρανό, μας θυμίζει τον χρυσό αιώνα του Περικλή. Εγγύτερα, το Τζαμί του «Κάτω Σιντριβανιού» αποτελεί μνημείο από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Κάπου ανάμεσα, σε όρους ιστορικού χρόνου, υψώνεται ο Ιερός Ναός της Παναγίας Παντάνασσας που κατασκευάστηκε κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Το ιδιάζον αυτό πολιτισμικό σκηνικό συμπληρώνεται από το διαχρονικό παζάρι «γιουσουρούμ»με τα παλαιοβιβλιοπωλεία και τις αντίκες της «εξωτικής» Πλατείας Αβησσυνίας. Λατερναδόροι, σαλεπιτζήδες αλλά και ο γραφικός σταθμός του Hλεκτρικού Σιδηροδρόμου, συνθέτουν τις αποχρώσεις ενός δυσεύρετου στην εποχή μας “couleurlocale”.Διάφοροι χώροι τέχνης, μοντέρνα μπαράκια, ταβέρνες, εστιατόρια με γεύσεις κι αρώματα από όλο τον πλανήτη, πλαισιώνουν το μωσαϊκό των βιωμάτων σε ένα «Μοναστηράκι» στο οποίο ο αστερισμός της διασκέδασης και της κουλτούρας δεν δύει ποτέ…
Δυστυχώς, από την ιστορία και την παράδοση δεν μας είναι κάτι γνωστό για την ανέγερση του ναού της Παντάνασσας και για τα πρώτα χρόνια ίδρυσης –σύστασης της Μονής. Το μόνο ιστορικό στοιχείο παραμένει ένα πατριαρχικό σιγίλιο του 1678 εκ του οποίου προκύπτει ότι κατά την περίοδο της Φραγκολατινοκρατίας (1204-1456) το Μοναστηράκι λεγόταν Μέγα Μοναστήριον της Παναγίας Παντανάσσης και αποτελούσε Γυναικεία Μονή. Συνάμα πληροφορούμαστε από το συγκεκριμένοτεκμήριο ότι ο «πάλαι ποτέ ηκμάσας» Νικόλαος Μπονεφατζής «ο «Αγαθοποιός», ως ο τότε ιδιοκτήτης του Μεγάλου Μοναστηριού αποφάσισε και το «προσήλωσε» στην Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου της Καισαριανής.Υπογραμμίζεται πως το συγκεκριμένο γεγονός μετατροπής «εις Μετόχιον», δεν σήμαινε παρακμή για την Παντάνασσα «αλλά μέσον διασώσεως και σωτηρίας από την αρπαγήν των εν Αθήναις τότε εγκατασταθέντων Λατίνων κληρικών». Στη συνέχεια, μεσούσης της Τουρκοκρατίας, τον 18ο αιώνα χάνεται η μοναστική ιδιότητα και καθίσταται ενοριακός ναός, διατηρώντας όμως τον περιβάλλοντα χώρο και τα συναφή κτίσματα (κελιά κτλ). Μετά την απελευθέρωση και με τη μεταφορά της Πρωτεύουσας στην Αθήνα (1834), επέρχεται προοδευτικά μαρασμός και συρρίκνωση στηνπαλιά Μονή, ενώ ο λαός χαϊδευτικά πλέον αποκαλεί με τρυφερότητα «Μοναστηράκι», το εναπομείναν Καθολικό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Μακροσκοπικά, η «διαμόρφωσις είναι απλουστάτη» ειδικά όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση, η οποία συγκροτείται από ένα επίμηκες ορθογώνιο που φέρει στην ανατολική πλευράμια μόνο κόγχη «έσωθεν ημικυκλικήν και έξωθεν τρίπλευρον».Το τέμπλο χωρίζει την εκκλησία κατά μήκος σε δύο μέρη (Άγιο Βήμα και κυρίως ναό), ενώ κατά πλάτος δύο σειρές κιόνων οριοθετούν το βόρειο, νότιο και μεσαίο κλίτος. Στην πρόσοψη ανοίγονται τρεις ορθογώνιες θύρες που αντιστοιχούν στα ισάριθμα κλίτη αυτού του δρομικού – τρίκλιτου Ιερού Ναού, ο οποίος έχει εξωτερικές διαστάσεις 11,00m Χ 17,00m και εσωτερικές 9,50m Χ 15,80m.
Ο Ενισλείδης (1966) περιγράφει με γλαφυρότητα την αίσθηση βαθιάςκατάνυξηςπου βιώνει ο ανώνυμος προσκυνητής εισερχόμενος στο ημέτερο ταπεινόνΜοναστηράκι: «Το όλον δε ύψος του ναού είναι μέτριον και μάλλον ταπεινόν, δείγμα και τούτο της παλαιότητός του. Τοιουτοτρόπως μέσα εις την όληνέκφρασιν του ναού, με το χαμηλόν του ύψος, με τον ολίγον, τον αμυδρόν του φωτισμόν της ημέρας, ενισχυόμενον από το ιλαρόν φως των κανδυλίων, των πολυελαίων και των κηρίων, αντικατοπτρίζεται η Βυζαντινή Ορθοδοξία μυστικοπαθής και κατανυκτική. Και έτσι αυτά τα πράγματα πλέον ομιλούν περί της παλαιότητος της μονής Παντανάσσης και περί της αρχαιότητος του καθολικού της».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στο δύσκολο ερώτημα «πότε χτίστηκε η εκκλησία;» η απάντηση δίνεταιμέσα από την επιστήμη της ναοδομίας και της αρχιτεκτονικής και όχι με σύνθεση μόνοιστορικών πηγών. Έτσι, σύμφωνα με τον Ορλάνδο, ανήκει στις καμαροσφαιροσκέπαστες βασιλικές των Αθηνών, αποτελώντας ίσως την πιο χαρακτηριστική και παλαιότερη εκκλησία αυτής της κατηγορίας. Με βάση αυτή την προσέγγιση η ανέγερση του Ναού τοποθετείται πριν τοέτος 1000, με πιθανότερο τον9οαιώνα. Τονίζεται και εδώ ότι ο συγκεκριμένος τύπος εκκλησίας είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει αρχιτεκτονικά τους παλαιοχριστιανικούς ναούς των πρώτων μ.Χ. αιώνων με τα βυζαντινά αριστουργήματα που ακολούθησαν(Καπνικαρέα, Άγιοι Ασώματοι κτλ).
Κλείνοντας κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι η τιμή και η λατρεία προς τη Θεοτόκο ήταν πάντα ιδιαίτερη και εντονότατη στο Κλεινόν Άστυ της πάλαι ποτέ Παλλάδος Αθηνάς. Δεν είναι τυχαίο ότι «πλείσται ήσαν αι εκκλησίαι μέσα εις τας Αθήνας, τιμώμεναι με το πάντιμον όνομα της Παναγίας». Μάλιστα, περί το 1200, ο Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης αναφέρει σε ομιλία του: «Ω Δέσποινα Παρθένε και Μήτερ Θεού, Πολιούχε και Σώτειρα των Αθηνών».Ο μέγας ατθιδογράφος Δημήτρης Καμπούρογλου προχωράει λίγο ακόμα λέγοντας ότι «Η πόλις των Αθηνών διετέλει υπό την απόλυτον κυριαρχίαν της Θεοτόκου καθ΄ άπαντας τους αιώνας».
Έτσι ακόμα και σήμερα, στις εποχές της ορθολογικής αμφισβήτησης και της τεχνολογικήςυπερπροόδου, εντός της καρδιάς του μέσου σύγχρονου Αθηναίου φωλιάζει (ίσως ανομολόγητα κάποιες φορές…) η γλυκιά μορφή της Παναγιάς. Πάντα παρούσα και πρόθυμη να μετριάσει τις στεναχώριές μας και να «ψηλώσει» τις μικροχαρές μας! Τα ονόματά της «Αθηνιώτισσας» Μητέρας του Θεανθρώπου πολλά: Ευαγγελίστρια, Ελεούσα, Χρυσοκαστριώτισσα, Γοργοεπήκοος, Δύναμις, Παντάνασσα…
ΠΗΓΗ: «Δώδεκα Εκκλησάκια των Αθηνών», Ι.Μ.Μιχαλακόπουλος (Λογότυπο, 2021)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου