Σχετικὰ μὲ τὴ συγκαταβατικὴ ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ὅσα προσφέρθηκαν, ἐξαιτίας της σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμπιστεύτηκαν ἀληθινὰ, καὶ σχετικὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ ὁ Θεός, ἂν καὶ μποροῦσε νὰ ἐλευθερώσει μὲ ποικίλους ἄλλους τρόπους τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ στὸν διάβολο, προτίμησε νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὴ τὴ συγκαταβατικὴ τακτική.
Μποροῦσε, ὁπωσδήποτε, ὁ προαιώνιος καὶ ἀπεριόριστος καὶ παντοκράτορας Λόγος καὶ παντοδύναμος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ περιβληθεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ ἀπαλλάξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ὑποτέλεια στὸν θάνατο καὶ τὴν ὑποδούλωση στὸν διάβολο, γιατὶ ὅλα ὑπακούουν στὶς ἐντολές του καὶ τὸ κάθετι ἐξαρτιέται ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ἐξουσία του. Ὅλα ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὰ ἐνεργεῖ καί, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰώβ, τίποτε δὲ βρίσκεται ἔξώ ἀπὸ τὶς δυνατότητές του. Ἄλλωστε, ἀπέναντι στὴν ἀπόλυτη ὑπεροχὴ τοῦ δημιουργοῦ, ἡ δύναμη ἀντίστασης τῶν δημιουργημάτων χρεοκοπεῖ, κανένα δὲν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα.
Ὅμως, αὐτὴ ἡ τακτικὴ σωτηρίας, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ πιὸ προσαρμοσμένη στὴ δική μας φύση, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας κι ἀκόμα ἦταν ἡ πιὸ ἀντάξια τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ἐφάρμοζε μία καὶ χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς δικαιοσύνης, χωρὶς τὸ ὁποῖο καμιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν πραγματοποιεῖται. «Δίκαιος γὰρ ὁ Θεός, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησε, καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ», ὅπως λέει κι ὁ ψαλμωδὸς Προφήτης.
Ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸ πρῶτος καί, κατὰ συνέπεια, δίκαια ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· τότε κατέφυγε, μὲ τὴ θέλησή του, στὸν ἀρχηγὸ τῆς κακίας, ποὺ τὸν εἶχε παρασύρει μὲ τὶς δόλιες ἀντίθεες συμβουλές του. Δίκαια, πάλι, κατὰ συνέπεια, παραδόθηκε σ᾿ αὐτόν• ἔτσι εἰσχώρησε στὸν κόσμο ὁ θάνατος, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ φθόνου τοῦ πονηροῦ καὶ μὲ τὴν ἄδεια, τὴ δίκαιη, τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ θάνατος, ἐξαιτίας τῆς ὑπερβάλλουσας κακότητας τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας διπλασιάστηκε. Κοντὰ σὲ κεῖνον, ποὺ προσκολλήθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ὁ ἄλλος, ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ διάβολος βίαια τὸν προξενεῖ.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ὑποταγὴ στὸ διάβολο καὶ ἡ παράδοση στὸ θάνατο ἐπῆλθε ὡς δίκαιη συνέπεια, ἔπρεπε καὶ ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπινου γένους στὴν ἐλευθερία καὶ τὴ ζωὴ νὰ συντελεστεῖ ἀπὸ τὸν Θὲὸ πάλι ὡς δίκαιη συνέπεια. Καὶ δὲν ἦταν μόνο ἡ παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στὸν φθονερὸ ἐχθρό του, ποὺ πρόκυψε ὡς συνέπεια τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἦτὰν καὶ τὸ γεγονὸς, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τὸῦ Θεοῦ καὶ ἐπεδίωξε ἄδικα νὰ ἐξουσιάζει καὶ νὰ μὴν ὑπακούει πουθενὰ καὶ νὰ καταπιέζει, βρισκόμενος σὲ διάσταση μὲ τὴ δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τὴ δύναμή του ἐνάντια στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Θεός, λοιπόν, θεώρησε, ὅτι προεῖχε νὰ νικηθεῖ πρῶτα ὁ διάβολος μὲ τὴ δικαιοσύνη, μὲ τὴν ὁποία ἔχει ἀνοιχτὴ διαμάχη, καὶ κατόπιν νὰ νικηθεῖ μὲ τὴ θεϊκὴ ὑπεροχή, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ μέλλουσα κρίση. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ σειρά, νὰ προηγεῖται ἡ δικαιοσύνη ἀπὸ τὴ δύναμη, αὐτὸ ἁρμόζει ἀληθινὰ στὴ θεϊκὴ ἀγαθὴ διακυβέρνηση τοῦ κόσμου, ὄχι στὴν καταπιεστικὴ ἐπιβολή: νὰ ἀκολουθεῖ ἡ δύναμη, ἀφοῦ πρῶτα ἐπιβληθεῖ ἡ δικαιοσύνη.
Καί, ὅπως ὁ διάβολος, ὁ παμπάλαιος φονιὰς τοῦ ἀνθρώπου, ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος, ἔτσι κι ὁ ζωοδότης μπῆκε στὴ μάχη μὲ τὸ μέρος μας, ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα κι ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος, χωρὶς νὰ τοῦ ἔχει παρασχεθεῖ τὸ δικαίωμα, ἔβαλε σκοπό του νὰ καταστρέψει τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἔτσὶ κι ὁ πλάστης, ἔχοντας ἀντίθετα κάθε δικαίωμα, ἀποφάσισε νὰ σώσει τὸ δημιούργημά του. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος πέτυχε μὲ τὴν ἀδικία καὶ τὴ δολιότητα νὰ καταγάγει νίκη καὶ νὰ γκρεμίσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ θεοδώρητο ἀξίωμά του, ἔτσι κι ὁ ἐλευθερωτὴς, μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφὸ σχέδιο, ἐπέφερε τὴν πανωλεθρία τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας καὶ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου.
Λοιπόν, ὁ Θέὸς ἀπέφευγε νὰ χρησιμοποιήσει, πρᾶγμα ποὺ μποροῦσε, τὴ δύναμη, ὥσπου νὰ προχωρήσει στὴν ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης, πρᾶγμα ποὺ ἦταν ἀναγκαῖο. Ἔτσι ἄλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα ἡ δύναμη τῆς δικαιοσύνης, ἀφοῦ προτιμήθηκε ὡς τακτικὴ ἀπὸ τὸν παντοδύναμο, ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν νικήσει. Ἀπ᾿ αὐτὸ μάλιστα θά ῾πρεπε καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ παραδειγματιστοῦν, ὥστὲ νὰ ζοῦν μὲ δικαιοσύνη τὴν ἐπίγεια ζωή τους, ὥστε στὴν αἰώνια ζωὴ τῆς ἀθανασίας ν᾿ ἀναλάβουν τὴ δύναμη καὶ νὰ μὴ τὴ χάσουν ποτέ.
Κι ἀκόμα ἔπρεπε ὁ διάβολος, ποὺ τότε νίκησε τὸν ἄνθρωπο, νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὴ νικημένη ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ κατατροπωθεῖ, αὐτὸς ποὺ μὲ τόση πανουργία παγίδευσε τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ τὸ σκὸπὸ χρειαζόταν ἀπαραίτητα νὰ ὑπάρξει ἕνας ἄνθρωπος ἀναμάρτητος. Ὅμως κάτι τέτοιο ἦταν ἀδύνατο. «Ὁὐδεὶς γάρ, λέει ἡ Γραφή, ἀναμάρτητος, οὐδ᾿ ἂν μία ἡμέρα ἡ ζωὴ αὐτοῦ» καὶ «τὶς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν;»
Μονάχα ὁ Θεός, κανένας ἄλλός, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀναμάρτητος. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ γεννημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ εὐθὺς ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξῆς του καὶ πάντοτε ἑνωμένος μ᾿ Αὐτὸν (δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει ἢ νὰ ἐννοηθεῖ ποτὲ Θεὸς στερημένος λόγου) καὶ οὐδέποτε διαχωρισμένος ἀπ᾿ Αὐτόν, ὁ ἕνας ὑπαρκτὸς Θεὸς (τὸ ἀντιφέγγισμα τοῦ ἥλιου δὲν εἶναι ἄλλον φῶς διαφορετικὸ ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ οἱ ἡλιακὲς ἀκτῖνες δὲν εἶναι ἄλλοι ἥλιοι), ὁ μόνος ἀναμάρτητος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καθίσταται γιὸς ἀνθρώπου, χωρὶς βέβαια νὰ ἀλλάζει τίποτε ὡς πρὸς τὴ θεότητά του, μένοντας, ὅμώς, ἀκηλίδωτος ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινή του ἰδιότητα.
«Ὅς, ὅπως προφήτευσε ὁ Ἡσαΐας, ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, ὁὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό ἀλλὰ καὶ κεῖνος, ποὺ δὲ «συνελήφθη ἐν ἀνομίαις» καὶ δὲν «ἐκυήθη ἐν ἁμαρτίαις», καθὼς διαπιστώνει, μιλῶντας γιὰ τὸν εαὐτό του ἢ μᾶλλον γιὰ ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁ Δαβὶδ στοὺς Ψαλμούς. Γιατὶ ἡ ἐπανάσταση τῆς σάρκας ἔχει ὡς αὐτόματη συνέπεια τὴν καταδίκη, ποὺ εἶναι καὶ λέγεται φθορά.
Αὐτὴ ἡ ἐπανάσταση, ἂν καὶ δὲ γίνεται μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἂν καὶ φανερὰ βρίσκεται σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς νόμους τῆς νόησης καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς, ὅτι τιθασεύεται ἀπὸ τοὺς ἐνάρετους καὶ προσανατολίζεται μόνο πρὸς τὸν τομέα δημιουργίας παιδιῶν, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴ φθορὰ καὶ δὲν εἶναι παρὰ ἔφεση γιὰ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν αὐτοῦ, ποὺ δὲ συνειδητοποίησε τὴν τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκε ἡ φύση μας ἀπὸ τὸ Θεό ἀλλὰ ἐξομοιώθηκε μὲ τὰ κτήνη.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲ γεννήθηκε ἁπλῶς Θεὸς ἀνάμεσα στόὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Παρθένο ἐπίλεκτη καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ βρώμικους σαρκικοὺς λογισμούς. Σύμφωνα μὲ τοὺς προφῆτες, γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο, στὴ μήτρα τῆς ὁποίας ἐπέφερε τὴ σύλληψη ὄχι κάποια σαρκικὴ ὄρεξη ἀλλ᾿ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ συνέβηκε ἦταν ἡ ὑποδοχὴ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ οὐράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, ὄχι ὑπόκυψη καὶ δοκιμὴ στὴ γεμάτη πάθος σαρκικὴ ἐπιθυμία.
Μακριὰ ἀπὸ κάθε τέτοια ἐμπειρία, ἡ σύλληψη ἔγινε μέσα στὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. «Ἰδοὺ γὰρ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου», ἀπάντησε ἡ ἄσπιλη Παρθένος στὸν ἄγγελο, ποὺ τῆς ἔφερε τὸ μήνυμα τῆς χαρᾶς, συνέλαβε καὶ γέννησε. Προκειμένου ἔτσι, ὁ νικητὴς τοῦ διαβόλου, ὄντας ἄνθρωπος – θεάνθρωπος, νὰ κατάγεται βέβαια ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, νὰ μὴ μετέχει ὅμως στὴν κληρονομούμενη ἁμαρτία. Αὐτὸς μόνος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ συλληφθεῖ χωρὶς νὰ συντρέχει τὸ γεγονὸς τῆς παρακοῆς. Μόνος αὐτὸς νὰ μπεῖ στὴ μήτρα τῆς μητέρας του, χωρὶς νὰ μεσολαβήσει ἡ ἐμπαθὴς ἡδονὴ τῆς σάρκας καὶ οἱ βρώμικες ἐπιθυμίες, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ μιασμένη ἀπὸ τὴν παρακοὴ ἀνθρώπινη φύση.
Προκειμένου ἔτσι, ὁ Χριστὸς νὰ ὑπάρξει τέλεια ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε μόλυνση ποὺ μεταδίδεται στοὺς ἀπογόνους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἀνάγκη κάθαρσης ὁ ἴδιος καὶ νὰ δέχεται τὰ πάντα μὲ σοφία γιὰ χάρη μας. Καὶ ἔτσὶ νὰ γίνει ὁ ὁλοκληρωτικὰ νέος Ἄνθρωπος καὶ νὰ παραμείνει νέος πραγματικὰ κι ἀταλάντευτα, χωρὶς καθόλου νὰ παλιώνει πάλι, καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει, προσφερόμενος ὁ ἴδιος ὡς θεμέλιο καὶ ὡς ὄργανο, τὸν παλαιὸ Ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν διατηρήσει πάντα νέο, μιὰ καὶ μπορεῖ νὰ διώξει μακριὰ κάθε στοιχεῖο παλιὸ καὶ φθαρμένο.
Γιατὶ καὶ κεῖνος, ὁ πρῶτος Ἄνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχὴν πεντακάθαρος καὶ ἦταν νέος, ὡσότου μὲ τὴ θέλησή του ἀκολούθησε τὸν διάβολο καὶ ἐκτράπηκε στὶς σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ ξέπεσε μὲς τὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παλιωθεῖ καὶ νὰ κατρακυλήσει στὴν παραφθορὰ τῆς φυσικῆς του κατάστασης.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης τοῦ κόσμου δὲν ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο, παράδοξα, μόνο μὲ κάποια ἐξωτερικὴ ἐνέργειά του, ἀλλὰ τὸν προσλαμβάνει καὶ τὸν ἀγκαλιάζει. Καὶ δὲν ἀνορθώνει μόνο καὶ ξαναστεριώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀλλὰ καὶ τὴν περιβάλλεται μὲ τρόπο ἀπερίγραπτο καὶ ἑνώνεται καὶ ταυτίζεται μαζί της καὶ γεννιέται συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἀπὸ γυναῖκα βέβαια, ὥστε νὰ πάρει πίσω τὴ φύση του πόὺ ὁ ἴδιος ἔπλασε κι ὁ πονηρὸς μὲ τὴ συμβουλή του τοῦ ἔκλεψε, παρθένο ὅμως, γιὰ νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο νέο, γιατὶ ἂν γεννιόταν μὲ σπέρμα ἀνδρός, θὰ ἔφερνε τὴν κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ δὲ θὰ ἦταν καινούργιος ἄνθρωπος, δὲ θὰ ἦταν ὁ ἀρχηγὸς καὶ χορηγὸς τῆς ζωῆς ἐκείνης, ποὺ ποτὲ δὲν παλιώνει. Δὲ θὰ κατάφερνε, ἂν ἀνῆκε στὴν παλιὰ ξεπεσμένη κατάσταση, νὰ προσλάβει ὁλόκληρη τὴ διαφανῆ θεότητα καὶ νὰ καταστήσει τὴ σάρκα ἀνεξάντλητη πηγὴ ἁγιασμοῦ τόσο, ὥστε νὰ ξεπλύνει καὶ νὰ καθαρίσει πλέρια τὸν μολυσμὸ τῶν προπατόρων καὶ νὰ ἐπαρκέσει γιὰ τὸν ἐξαγιασμὸ καὶ ὅλων τῶν ἐπιγόνων. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, νικημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ μᾶς, θέλησε νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, μὲ τὸ νὰ γεννηθεῖ τέλειος ἄνθρωπος ὅπως καὶ μεῖς, μένοντας ὅμως συγχρόνως ἀναλλοίωτα Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου