Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

Γέροντας Ηρωδίων της Καψάλας, ο Ρουμάνος_ Θέλεις να πω στον Θεό να πάρει τα σύννεφα, να μας ζεστάνει ο ήλιος; Θέλεις να κάνω έτσι με το χέρι μου και να γεμίσει ο τόπος λουλούδια;

π.Σεραφείμ Δημόπουλος

Εδώ και πολύ καιρό είχα ακούσει δια τον πατέρα Ήρωδίωνα. Τον θαυματουργό, τον διά Χριστόν σαλό της αγιορείτικης ερήμου της Καψάλας.

Από σκόρπιες πηγές περισυνέλεξα ολίγα πτωχά στοιχεία της ζωής του τα όποια προσφέρω εις τους ευσεβείς χριστιανούς διά να γνωρίζουν οτι και εις τους έσχατους αυτούς καιρούς, ο Θεός δεν μας εγκατέλειπε, αλλά μας έδωκεν ισχυρά στηρίγματα εις την γη και διαπύρους πρεσβευτάς εις τους ουρανούς.

Γεννήθηκε τo 1904 εις την Ρουμανία εις την επαρχία Ορντάσεστ. Ό πατέρας του, λεγόταν Πέτρος Μαντούφ, η μητέρα του Ελένη, Ήταν πτωχοί αλλά τίμιοι άνθρωποι. Ο Πέτρος δούλευε στα χωράφια, έβοσκε τα λιγοστά του πρόβατα, έτρωγε δηλαδή το ψωμί του εν ίδρώτι του προσώπου του. Ο Θεός του χάρισε ένα γυιό, τόν Ιωάννη. Ηταν ένα αθώο και φιλότιμο παλληκάρι. Ψηλός, γεροδεμένος, με γαλανά φωτεινά μάτια. Βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα και καλλιεργούσαν μαζί τα χωράφια. Ο Ιωάννης είχε μια έντονη θρησκευτική φύσι. Ήταν φιλέρημος χαρακτήρας. Του άρεσε να άκούη ιστορίες για μεγάλους ερημίτες, που άσκήτευαν στα σπήλαια και σε μικρές καλύβες που έφτιαχναν από κορμούς δένδρων στα Καρπάθια όρη και η καρδιά του καιγόταν να τους μιμηθή. Του έλεγαν οι γεροντότεροι ότι εις την Ελλάδα υπάρχει ένα όρος, ωσάν ένας νομός εις τον όποιο υπάρχουν μόνο μοναστήρια, σκήτες και φτωχικές καλύβες πού έδω και χίλια χρόνια περίπου ζούν μόνο ασκητάδες. Ο πρώτος ερημίτης του αγίου Όρους, λεγόταν Πέτρος. Ήταν στρατηγός και φίλος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκα.Ο ερημίτης Πέτρος ζούσε ασκητικά σε μια σπηλιά και πολύ βασάνιζε το σώμα του. Πολύ τον ταλαιπωρούσαν οι δαίμονες.

Η Μητέρα του Θεού, του παρουσιάστηκε σ’ ένα όραμα γεμάτο φως και του είπε. Έχε υπομονή στις παγίδες και τα βέλη του εχθρού εκλεκτέ μου. Το όρος αυτό είναι δικό μου. Το έζήτησα από τον Υιό μου, και αυτός μου το έδωσε. Εδώ θα έρχονται να κατοικούν όσοι θέλουν να αφιερωθούν εις τον Θεό. Όσο ζουν θα έχουν την προστασία μου. Θα τους τρέφω και θα τους συντηρώ. Δεν θα τους λείψη τίποτε. Και όταν φύγουν από τον κόσμο αυτό, θα τους δωρήσω την βασιλεία του Θεού. Θα το κάμω γνωστό και ένδοξο σ’ όλον τον κόσμο. Βασιλιάδες και άρχοντες θα έρχονται εδώ να προσκυνούν. Γυναίκα δεν θα πατήση το πόδι της έδώ. Μόνον εγώ θα βασιλεύω, κανένας βασιλιάς ή άρχοντας θα βασίλευσει έδώ.

Η καρδιά του Ιωάννη σκίρτησε. Άραγε πώς εγώ θα τα καταφέρω να πάω στο Άγιον Όρος; Με τί μέσον; Με τί τρόπο; Δεν θα με αναζητήσουν οι γονείς μου; Δεν θα με εύρουν; Όμως ο Ιωάννης το αποφάσισε. Φεύγει λοιπόν από το σπίτι του, έρχεται στη Μαύρη Θάλασσα, ευρίσκει ένα πλοίο, και με την βοήθεια του Θεού, έρχεται εις το Άγιον Όρος. Όμως θέλει να ιδή, να μελετήση, να κατανόηση την ζωή εδώ. Έτσι γίνεται εργάτης στη Μονή Καρακάλου. Δουλεύει στους λαχανόκηπους, στις εληές. Σε κάθε εργασία. Πάντα πρόθυμος, πάντα γελαστός, πάντα χαρούμενος. Αυτή ή χαρά είναι το χαρακτηριστικό του και τον συνοδεύει σ’ όλη του τη ζωή. Έπειτα αποφασίζει να συναριθμηθή σε μια μοναχική συνοδεία, Πρώτα άσκητεύει στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου. Τι τον είλκυσε εδώ; Το αυστηρό τυπικό, οί ζηλωτές άσκητάδες και τα λείψανα των Αγίων. Εδώ σώζεται, πολύτιμος θησαυρός, το δεξιό χέρι του Ιωάννου του Προδρόμου. Το χέρι με το όποιο εβάπτισε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Όμως ο Ιωάννης θέλει να γνωρίση καί να ζήση και σε άλλες μοναχικές παλαίστρες. Έτσι αφήνει το αγιασμένο αυτό μοναστήρι, κι έρχεται στο μοναστήρι του Φιλόθεου.

Εδώ μένει αρκετό καιρό. Γυμνάζεται στους πνευματικούς πολέμους. Δέχεται τα βέλη του εχθρού και απαντάει ωσάν γενναίος στρατιώτης. Η καρδιά του γίνεται ένα πεδίο βολής. Ένα αναπεπταμένο πεδίο μάχης. Από τη μια μεριά οί δαίμονες. Τον πολεμούν με όλη τους την δύναμι, με όλο τους το μίσος. Και από την άλλη ό ηρωικός αγωνιστής. Δεν πολεμάει τον εχθρό με ορατά όπλα. Ο πόλεμος δεν είναι ορατός. Είναι αόρατος. Τον πολεμάει με πνευματικά όπλα. Νηστεία, υπομονή, σιωπή, ταπείνωσι, αγρυπνία, μελέτη του λόγου του Θεού. Αλλά ιδιαίτερα τον πολεμάει με την προσευχή. Διά τον μοναχό ή προσευχή είναι το πρώτο του θέμα. Έάν έπιτύχη είς την προσευχή επέτυχεν είς τους στόχους τους. Έάν από τύχη είς την προσευχή, έχει κάμει μεγάλα ρήγματα ό εχθρός είς το κάστρο της ψυχής του, και πρέπει να βιασθή για να κερδίση το χαμένο έδαφος. Εδώ είς το Άγιον Όρος οι μοναχοί προσεύχονται με μια άπλή προσευχή, πού έγινε αληθινή επιστήμη. Προσεύχονται με την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς».Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ρώτησε τον άγγελο. «Πώς πρέπει εμείς οι μοναχοί να προσευχώμεθα;». Και ο άγγελος του απάντησε: «Εάν ό μοναχός είναι γραμματοφόρος, να διαβάζη το ψαλτήριον. Εάν είναι αγράμματος, να λέγη την απλή προσευχή, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ήμας». Όμως πολλοί γραμματοφόροι προτιμούν να προσεύχωνται με την απλή αυτή προσευχή, παρά με το Ψαλτήριον.

Ο μοναχός όλο τον χρόνο της ζωής του, λέγει αυτή την ευχή. Αυτή η προσευχή ομοιάζει με την ήσυχη απαλή βροχή. Η ήσυχη βροχή ποτίζει σιγά σιγά την γη και η γη καρποφορεί. Η καταρρακτώδης βροχή δεν βοηθάει την γη να καρποφορήση. Παρασύρει το χώμα, την λίπανσι, τους σπόρους.

Άλλο παράδειγμα. Όταν το ζεστό νερό κυκλοφορεί είς τα σώματα του καλοριφέρ πάντοτε, όλο το δωμάτιο θερμαίνεται. Εάν το ζεστό νερό σταματήση να κυκλοφορή είς το καλοριφέρ, όλο το δωμάτιο ψύχεται. Όταν εις την καρδία κυκλοφορεί πάντοτε το γλυκύτατο όνομα του Ιησού Χριστού, η καρδία θερμαίνεται με θεία θέρμη, και διά της καρδίας, κάθε κύτταρο, κάθε μέλος του σώματος θερμαίνεται, εξαγνίζεται από κάθε ρυπαρό λογισμό, από λογισμούς μίσους, μνησικακίας, εκδικήσεως, φθόνου, ζηλοφθονίας, υπερηφάνειας, οιήσεως, αλαζονείας, φιλοδοξίας, φιλοπρωτείας, κοιλιοδουλείας, πολυφαγίας, καλοφαγίας, φιλυπνίας, ραθυμίας, ακηδίας, οκνηρίας, περιέργειας, πολυπραγμοσύνης, θλίψεως, μελαγχολίας, ταραχής, νευρικότητος, ανυπομονησίας και κάθε πάθους μικρού ή μεγάλου. Όμως εσκέφθη ο ασκητής μας ότι εδώ είς το μοναστήρι με τους τόσους θορύβους, δεν μπορεί η ψυχή να καλλιεργήση την καρδιακή προσευχή, διά τούτο δε ανεχώρησε άπό το μοναστήρι και ήλθεν εις την έρημον της Καψάλας, είς την οποία πολλοί μοναχοί και πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ήσυχαστικόν βίον, με απόλυτη σιωπή, απομόνωση, νηστεία, είχον δε και πρόσφορους περιστάσεις διά την νοερά ή καρδιακή προσευχή. Με πολύ προσοχή κατεσκόπευσε τα καλύβια, τις σκήτες, τις μικρές συνοδείες και η ψυχή του αναπαύτηκε σε ένα κελλί πολύ απομονωμένο, του Αγίου Δημητρίου, απέχει σαράντα λεπτά από το δρόμο. Ήταν δε παντελώς έρημο, ακατοίκητο, μισοερειπωμένο. Τα παράθυρα κατεστραμμένα, οι πόρτες επίσης, οι λαμαρίνες επίσης. Όταν φυσούσε άνεμος, σφύριζε μέσα στο κελλί, όταν χιόνιζε, το κελλί ήταν πάντα χιονισμένο μέσα. Ό π. Παΐσιος γνωρίζοντας την κατάσταση του κελλιού του, του έστειλε τρεις υποτακτικούς του, να του τό διορθώσουν.

Εκεί έζησε σαράντα ολόκληρα χρόνια. Μόνος. Μονώτατος. Έρημος. Απλησίαστος ερημίτης. Δεν περιποιόταν καθόλου τον εαυτό του. Ποτέ του δεν πλύθηκε, Ποτέ του δεν φρόντισε να εύρη ένα καλό ρούχο. Δεν έπαιρνε καμιά μέριμνα διά τροφή. Πατέρες από τα γειτονικά κελλιά, Έλληνες και Ρουμάνοι, του άφηναν ευλογίες, και με αυτές συνετηρείτο.

Σαράντα χρόνια μελέτης του Θεού.

Σαράντα χρόνια καρδιακής προσευχής.

Σαράντα χρόνια πάλευε με τα στοιχεία της φύσεως και με τους δαίμονας.

Από έγκλειστος και ήσυχαστής έγινεν κατά Θεόν σαλός. Κατά Θεόν τρελλός. Παλαβός, θεοπάλαβος. Έλεγε του κόσμου τις τρέλλες, ασυναρτησίες, έκαμε τρελλές χειρονομίες. Δεν ήταν ευγενής. Στους περίεργους πολύ απότομος. Όταν τους έδιωχνε και δεν φεύγανε, τους περιποιόταν με βρισίδι.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατάλαβαν τί θησαυρός ήταν. Τί θησαυρό έκρυβε. Τί διορατικά και προφητικά χαρίσματα έκρυβε και πολλοί τον έπεσκέπτοντο και αυτός έκαμε συγκατάβασι και τους δεχόταν.

Αναφέρει ένας. Αγοράσαμε μακαρόνια, μπισκότα, αχλάδια, ροδάκινα, ντομάτες και πήγαμε να τον δούμε.

Μας δέχτηκε. «Ω, ευχαριστώ καλοί πατέρες. Ευχαριστώ πολύ». Του δώσαμε τα δώρα μας. Κόβει τα μπισκότα μικρά μικρά κομματάκια καί τα πετάει εις τον αέρα. «Να φάνε τα πουλάκια». Έπειτα, κομματιάζει τα μακαρόνια και τα πετάει σ’ όλες τις κατευθύνσεις.Έπειτα, παίρνει τα αχλάδια, τα ροδάκινα, τις ντομάτες και τις πετούσε στους τοίχους του κελλιού του. «Τα χρειαστήκαμε», έλεγαν.

Μέσα, δε το κελλί του, μή χειρότερα. Στους τοίχους χυμένοι καφέδες, πορτοκαλάδες. Στο δάπεδο σε ύφος τριάντα εκατοστών, πεταμένα κουτιά κονσέρβας όλων των ειδών, φυάλες από πορτοκαλάδες, πόματα, και σκουπίδια πολλών ειδών.

Και οι σύντροφοι του να ζουν ειρηνικά και να κυκλοφορούν ελεύθερα, άφοβα. Σαύρες, σαμιαμίθια, κατσαρίδες, μύγες, ποντίκια. Όλων των ειδών και όλων των μεγεθών.

Και ο καλός μας Ηρωδίων να κινήται και να ζη μ’αυτά ο μονασμένος και συμφιλιωμένος.

Είχε το διορατικό χάρισμα. «Εσύ, είσαι από την Κέρκυρα», λέγει σε έναν.

«Εσύ να πας στη Συκιά», λέγει σε άλλον. Σε ποια συκιά, διερωτώταν. Συκιά λέγανε το χωριό του.

Σαν τον Αδάμ, προτού αμαρτήσει είχε εξουσία είς τα στοιχεία της φύσεως, τα διέτασε και αυτά πειθαρχούσαν. Τον επεσκέφθη κάποτε ένας ευσεβής και συνομίλησαν πολύ ώρα στο κελλί. Όταν τελείωσε η συζήτηση και βγήκαν έξω, να τον κατευοδώση, τον βλέπει μελαγχολικό. Αιτία, ο συννεφιασμένος ουρανός. Το παρατηρεί αυτό ο πατέρας μας και του λέγει. «Σε βλέπω μελαγχολικό. Θέλεις να σκορπίσω τα σύννεφα;». Υψώνει τα μάτια του εις τους ουρανούς και δίδει διαταγή εις τα σύννεφα: «σκορπισθείτε». Τα σύννεφα σκορπίσθηκαν και φάνηκε ζεστός ό ήλιος. Ρωτάει πάλι. «Θέλεις να πω στη γη να φυτρώσουν λουλούδια;». «Όχι, όχι», λέγει τρομοκρατημένος.

Ένα απόγευμα, είχε βγει στον υποτυπώδη του κήπο δια να φύτευση κουκιά. Όμως ψιλόβρεχε. Υψώνει τα βλέμματα εις τον ουρανό και λέγει: «Σταμάτα». Και η βροχή σταμάτησε. Όταν φύτεψε τα κουκιά, υψώνει τα μάτια εις τον ουρανό και λέγε: «Τώρα βρέξε». Και άρχισε να βρέχη.

Δεν τον είδαν ποτέ να μεταλάβη. Το συμβαίνει;

Ή άγγελος εξ ουρανού τού μετέδιδε την αγία κοινωνία, όπως συνέβαινε εις τους ερημίτες που κατοικούσαν εις τα βάθη της Αιγυπτιακής ερήμου, ή είχε δεχθεί την θεία Χάρι τόσο έντονα ώστε να μην έχη ανάγκη από την Χάρι που παρέχουν τα Μυστήρια.

Εις την σωματική διάπλασι ήταν εύσωμος, ευθυτενής, με ολίγα γένεια, τήδε κακείσε φυτρωμένα.

Είχε απαλά, φυσιολογικά και συμπαθητικά χαρακτηριστικά. Πάντοτε χαμογελαστός. Οι οφθαλμοί του ήσαν γαλανοί, μεγάλοι, λαμπεροί. Ολόκληρος έλαμπε. Πολλές φορές το πρόσωπο του φωτιζόταν από το θειο φως, και τότε δεν μπορούσες να τον ιδής κατά πρόσωπον.

Όταν παραγέρασε, τον πήρε ο πατήρ Μελέτιος, Ρουμανός κατά την φυλή, τον γηροκόμησε. Όταν δε εκοιμήθηκε ενΚυρίω την 12η Δεκεμβρίου 1990 τον έθαψε.

Ο πατήρ Μελέτιος τον έκαμε μεγαλόσχημο και του έδωκε το όνομα Ηρωδίων.

Ο άγιος Ηρωδίων, ήταν μαθητής του Παύλου. Πιστός μαθητής. Εχειροτονήθη πρεσβύτερος και επίσκοπος και διορίσθη επίσκοπος Νέων Πατρών. Ήταν ζηλωτής, δια τούτο και οι ειδωλολάτρες με τους Ιουδαίους αφού τον κατατυράνησαν, του απέκοψαν την κεφαλή.

Η ανακομιδή του λειψάνου του γέροντα Ηρωδίωνα έγινε επτά χρόνια αργότερα, η δε αγία του κάρα φυλάσσεται εις το κελλίον του πατρός Μελετίου.

Ο πατήρ Μελέτιος είναι σήμερον υπερογδοηκοντούτης, μιμητής του γέροντα Ηρωδίονα. Μιμείται και την σαλότητά του.

Ο Θεός δια πρεσβειών του Οσίου πατρός ημών Ηρωδίωνος, είθε να ελεήση και την αμαρτωλή μας ψυχή και να μας αξιώση της επουρανίου του βασιλείας και των επουρανίων του αγαθών. ΑΜΗΝ.

Ένα νέο στοιχείο από τη ζωή του.

Τον επεσκέφθη ένας θεοσεβής και του έδωσε δύο εικονίδια. «Πάρτα για τα παιδιά σου». «Μα δεν έχω δύο παιδιά, ένα έχω», «Πάρτα, πάρτα»…. Μετά ένα έτος, απέκτησε και δεύτερο παιδί

 

 

Γέρων Ηρωδίων της Καψάλας ο διά Χριστόν σαλός

Ένας αδελφός είχε πολλούς πειρασμούς. Όταν τον επισκέφθηκε του είπε. «Θέλει μεγάλη υπομονή. Πολύ υπομονή, κι εσύ μπορείς, «…Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Παπά Τυχων μεγάλη υπομονή πειρασμούς. Όσοι θέλουν Χριστό πρέπει υπομονή. Άγιοι μεγάλη υπομονή. Προσευχή αγάπη.»

Μετά από λίγο καιρό, είχα κάποιους πειρασμούς και προσπαθούσα να βρω το δίκαιό μου. Όταν πήγα στον γέροντα Ηρωδιωνα, μόλις με είδε άρχισε να λέει: « Είχα πέντε εκατομμύρια ντράχμας, έρχεται Ιησούς έκλεψε τας ντράχμας. Βρε, Ιησούς κλέφτης, μου πήρες τας ντράχμας». Γυρίζει τότε με κοιτάζει και μου λέει. «Βρε ο Ιησούς σου μάζεψε, σου μάζεψε, και εσύ με το χέρι σου τα σκόρπισες όλα. Ο Ιησούς δεν αγαπάει τα δικαστήρια». Από τότε κατάλαβα ότι ποτέ δεν πρέπει να ζητάμε το δίκαιό μας.
Ιλαρίωνος Νεοσκητιώτου μοναχού, Γέρων Ηρωδίων Καψαλιώτης ο διά Χριστόν σαλός, Άγιον Όρος 2008.

***

ΣΙΝΑ_Σινά_Mount Sinai_Синай (гора)_41301 

Όταν κρύωνε, έλεγε σε έναν φίλο του: « Κάνε προσευχή να ανέβουν τα γράδα (δηλαδή η θερμοκρασία) ή γύρνα το κουμπί στο Μάη» και γελούσε.

Ρώτησαν τον γέρω Ηρωδίωνα τον δια Χριστόν σαλό της Καψάλας, τον Ρουμάνο τι κάνει όταν κρυώνει, και απάντησε: «Πάω στο Σινά και ζεσταίνομαι».

Όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν ανάβει σόμπα τον χειμώνα, έλεγε: « Για να μην κάψω την Καψάλα».

***

Ένα απόγευμα, είχε βγει στον υποτυπώδη του κήπο δια να φυτεύση κουκιά. Όμως ψιλόβρεχε. Υψώνει τα βλέμματα εις τον ουρανό και λέγει: «Σταμάτα». Και η βροχή σταμάτησε. Όταν φύτεψε τα κουκιά, υψώνει τα μάτια εις τον ουρανό και λέγε: «Τώρα βρέξε». Και άρχισε να βρέχη.

Ολόκληρος έλαμπε. Πολλές φορές το πρόσωπο του φωτιζόταν από το θείο φως, και τότε δεν μπορούσες να τον ιδής κατά πρόσωπον.

Έζησε στην έρημον της Καψάλας, σε ένα κελλί πολύ απομονωμένο, μισοερειπωμένο του Αγίου Δημητρίου, σαράντα ολόκληρα χρόνια. Μόνος. Μονώτατος. Έρημος. Απλησίαστος ερημίτης. Δεν περιποιόταν καθόλου τον εαυτό του.Δεν έπαιρνε καμιά μέριμνα διά τροφή… Από έγκλειστος και ησυχαστής έγινεν κατά Θεόν σαλός. Κατά Θεόν τρελλός. Παλαβός, θεοπάλαβος. Έλεγε του κόσμου τις τρέλλες, ασυναρτησίες, έκαμε τρελλές χειρονομίες. Δεν ήταν ευγενής. Στους περίεργους πολύ απότομος. Όταν τους έδιωχνε και δεν φεύγανε, τους περιποιόταν με βρισίδι.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατάλαβαν τί θησαυρός ήταν. Τί θησαυρό έκρυβε. Τί διορατικά και προφητικά χαρίσματα έκρυβε και πολλοί τον επεσκέπτοντο και αυτός έκαμε συγκατάβασι και τους δεχόταν.

Όταν παραγέρασε, τον πήρε ο πατήρ Μελέτιος, Ρουμάνος κατά την φυλή, τον γηροκόμησε. Και όταν εκοιμήθηκε εν Κυρίω, την 12η Δεκεμβρίου 1990, τον έθαψε. Η ανακομιδή του λειψάνου του γέροντα Ηρωδίωνα έγινε επτά χρόνια αργότερα, η δε αγία του κάρα φυλάσσεται εις το κελλίον του πατρός Μελετίου.

Ο Θεός δια πρεσβειών του Οσίου πατρός ημών Ηρωδίωνος, είθε να ελεήση και την αμαρτωλή μας ψυχή και να μας αξιώση της επουρανίου του βασιλείας και των επουρανίων του αγαθών. ΑΜΗΝ.

***

Ο γέρων Ηρωδίων της Καψάλας
Αθανασίου Ρακοβαλή

Ηρωδίων Ρουμάνος Καψάλας-Elder Herodion Fool-for-Christ Kapsala_старец Иродион юродивый Капсала-Părintele Irodion români Kapsaliotul–8548894306425.p 

Μια φορά καθώς πηγαίναμε μαζί με τον ασκητή πού με φιλοξενούσε για ψώνια στις Καρυές είδα από μακριά ένα γεροντάκι να λιάζεται έξω από ένα ερείπιο.
– Γέροντα, ποιος είναι αυτός; ρώτησα με έκπληξη.
– Ο γέρο-Ηρωδίων… από τους παλιούς Ρουμάνους… δεν είναι και πολύ στα καλά του.
– Πάμε να τον δούμε γέροντα, μήπως έχει καμιά ανάγκη, είπα με έμφαση.
– Μπα, δεν μπορείς να τον πλησιάσεις. Μόλις καταλάβει άνθρωπο κρύβεται… Δεν θέλει. Λένε ότι είναι σαλεμένος… τα έχει χαμένα.
Αυτοί γνωρίζουν καλλίτερα από μένα την περιοχή, τους ανθρώπους… σκέφτηκα…

Ο φίλος μου ανακάλυψε τον γέρο-Ηρωδίωνα..
– Ρε συ… μας δουλεύει όλους ο γέρος, μου λέει μια μέρα, πού πήγα να τον δω.
– Ποιόν λες;
– Ο γέρο-Ηρωδίων… μας δουλεύει όλους… κάνει τον τρελό αλλά δεν είναι… έχει πνευματική κατάρτιση.
– Γιατί το λες;…
Άρχισε να μου εξηγεί με λεπτομέρειες όλα τα περιστατικά και τις πνευματικές συμβουλές που του έδωσε… Εντυπωσιάσθηκα.
– Να πάμε μαζί μια μέρα, παρακάλεσα.
– Πάμε, είπε…

Εκείνη την εποχή είχα τρεις λογισμούς πού με ταλαιπωρούσαν…
Ενώ παρακολουθούσα την συνομιλία τους με έκπληξη διαπίστωσα ότι ο γέρο-Ηρωδίων απάντησε και στους τρεις λογισμούς μου, χωρίς εγώ να ρωτήσω τίποτα και χωρίς ο φίλος μου να καταλάβει τίποτα..

Μετά άπ’ αυτή την συνάντηση ήμουν χαρούμενος και προβληματισμένος. Τί κρύβει το Άγιον Όρος! Τί θησαυρούς κρύβει! Τί πνευματικούς θησαυρούς βγάζει!…

Αυτά τα γεροντάκια είναι οι αληθινοί θησαυροί του Αγίου Όρους. Ναι, ναι, ναι… χίλιες φορές ναι!
Κάποιοι μοναχοί ήταν δύσπιστοι. Ο Περικλής στον «Επιτάφιο» του λέει, ότι η αιτία που δεν πιστεύουν οι άνθρωποι στα κατορθώματα των άλλων είναι ο φθόνος. Δηλαδή δεν μπορούμε να παραδεχθούμε την ανωτερότητα των άλλων εξ’ αιτίας του φθόνου μας. Θέλουμε όλους να τους κατεβάζουμε στα μέτρα μας. Γι’ αυτούς ο γέρο-Ηρωδίων δεν μπορούσε να ήταν ένα πνευματικό ανάστημα, δεν τους ταίριαζε… ήταν μόνο ένα σαλεμένο γεροντάκι. Εγώ όμως δεν συμφωνούσα μαζί τους. Εξ άλλου είχα ιδία πείρα, είχα ακούσει με τα αυτιά μου. Αυτοί όχι.

Για να είμαι σίγουρος πήγα στον γέροντα, τον π. ΠαΐσιοΜόλις του είπα για τον γέρο-Ηρωδίωνα άστραψαν τα μάτια του από την χαρά του. Ευχαριστήθηκε, αγαλλίασε η ψυχή του.
– Είναι μεγάλος ασκητήςμου είπε. Έστειλα τον π. Αρσένιο να του φτιάξει την σκεπή πού έπεσε και δεν δέχτηκε. Κάθεται εκεί σε μια γωνιά του δωματίου πού έχει από πάνω ένα κομμάτι σκεπής και προσεύχεται όλη την νύχτα. Κάνει μεγάλη άσκηση.

– Γέροντα, έμαθε και ο «Πρώτος» και θα πάει να τον επισκεφθεί, να δει αν αυτά πού λένε γι’ αυτόν είναι αληθινά ή είναι όντως σαλός.
Γέλασε ο γέροντας.
– Μην στεναχωριέσαι, μου λέει,… θα τον βολέψει και αυτόν μια χαρά.
Πράγματι, ο «Πρώτος» πήρε τον φίλο μου και πήγε να βγάλει άκρη, να λύσει το μυστήριο…
Τον τρέλανε ο γέρο-Ηρωδίων, μου λέει ο φίλος μου… τον έκανε βαπόρι, έφυγε αγανακτισμένος και… σίγουρος για την τρέλα του. Τζάμπα η ταλαιπωρία του στα μονοπάτια της Καψάλας.

Στους μικρούς και τους αδύνατους, στα μωρά του κόσμου ανοιγόταν ο γέρο-Ηρωδίων, όχι σ’ αυτούς που δεν είχαν ανάγκη, αλλά μόνο μία περιέργεια. Γι’ αυτούς ήταν στρείδι κλειστό, αδιαπέραστος. Εμείς μικρά παιδιά ήμασταν τότε, ταλαιπωρημένοι, χτυπημένοι πνευματικά, αδύνατοι… γι’ αυτό μας αγκάλιαζε και μας έδινε από τον πνευματικό πλούτο του.

Πήγε μια άλλη φορά ο φίλος μου έναν νέο μοναχό πού ήθελε να φύγει από το μοναστήρι του. Είχε πολλούς λογισμούς, έντονους να φύγει. Ήταν χειμώνας. Δέκα πόντους χιόνι σκέπαζε την γη και βαρειά μολυβένια σύννεφα τον ουρανό.
Αφού τον άκουσε για κάμποση ώρα του λέει.
– Οι λογισμοί είναι σαν τα σύννεφα πού μας κρύβουν τον ήλιο, δηλαδή την χάρη του Θεού. Άμα θέλεις να ζεσταθείς πνευματικά πρέπει να διώχνεις τους λογισμούς, αλλιώς θα παγώνεις.
– Πώς να διώχνω τους λογισμούς γέροντα;
Για τον Θεό δεν είναι τίποτα να σου πάρει τους λογισμούς, όμως πρέπει εσύ να αγωνιστής να τους διώξεις.

Δεν μιλούσε ο νέος μοναχός, έδειχνε μια δυσπιστία.
– Θέλεις να σου πάρω τους λογισμούς; ρώτησε ο γέρο-Ηρωδίων.
Θέλεις να πω στον Θεό να πάρει τα σύννεφα, να μας ζεστάνει ο ήλιος; ξαναρώτησε.

Πάλι δεν απάντησε, δύσπιστος.
Σήκωσε το χέρι του ο γέρο-Ηρωδίων στον ουρανό και έδιωχνε τα σύννεφα.
– Φύγετε σύννεφα, φύγετε… είπε και αμέσως άνοιξε μια τρύπα στον ουρανό και τους έλουσε το φως του ήλιου.

Τα χάσαμε και οι δύο.
– Θέλεις να κάνω έτσι με το χέρι μου και να γεμίσει ο τόπος λουλούδια; απευθύνθηκε ξανά στον νέο.
– Όχι γέροντα, όχι, φώναξε συγκινημένος και ταραγμένος. Σηκώθηκε, τον ευχαρίστησε, πήρε την ευχή του και έφυγε πνευματικά στερεωμένος για το μοναστήρι του. Είχε αλλάξει η εσωτερική του κατάσταση.

Τον αγάπησα τον γέρο-Ηρωδίωνα. Όποτε βρισκόμουν στον Άγιον Όρος ρωτούσα γι’ αυτόν και ήθελα να τον συναντήσω. Και αυτός με δεχόταν. Τον συνάντησα ακόμα λίγες φορές.

…Η ψυχή μου ήταν ανοιχτή στα μάτια του. Ήταν σαν τους αρχαίους ασκητές, σαν αυτά που διάβαζα στο «Γεροντικό»…

Πήγα μία έκτακτη επίσκεψη για κάποιο λόγο. Όταν έφτασα στο κελί μου είπαν ότι σε μία ώρα θα γίνει η κηδεία του γέρο-Ηρωδίωνα. Ξαφνιάστηκα. Φυσικά πήγα αμέσως.
Μαζευτήκαμε όσοι τον αγαπούσαμε. Εγώ από την Θεσσαλονίκη, ο άλλος από την Αθήνα ο άλλος από την άλλη άκρη του Αγίου Όρους. Όλοι το μάθαμε «τυχαία» και βρεθήκαμε εκεί ,τέτοια «σύμπτωση». Μας «μάζεψε» ο Γέροντας.
Αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν ανάσταση, Πάσχα. Είχε κάτι το χαρμόσυνο, το λαμπρό. Νοιώθαμε πολύ όμορφα. Θαύμασα.

Αυτά είπα την άλλη μέρα στον γέροντα Παΐσιο. Τα δέχτηκε όλα. Τα «σφράγισε» με τον λόγο του.

– Ο γέρο-Ηρωδίων μπήκε με άριστα στον Παράδεισο, είπε.

Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε μετά από χρόνια στην ανακομιδή των λειψάνων του. Πάλι βρεθήκαμε εκεί, «τυχαία», χωρίς να μας ειδοποιήσει κανείς. Όλοι αυτοί πού τον ευλαβούμασταν και τον αγαπούσαμε. Το έμαθα λίγο πριν γίνει η ανακομιδή. Η ίδια λαμπρή χαρούμενη ατμόσφαιρα της Χάριτος. Τα οστά του είχαν πάρει ένα κίτρινο χρώμα. Την ευχή του να έχουμε όλοι μας.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αθανασίου Ρακοβαλή, Η έρημος της Καψάλας, 2013,Ο γέρων Ηρωδίων ,σελ. 31 κ.ε.

Ηρωδίων Ρουμάνος Καψάλας-Elder Herodion Fool-for-Christ Kapsala_старец Иродион юродивый Капсала-Părintele Irodion români Kapsaliotul–8548894HRCDIVN 

Ο μυστηριώδης έγκλειστος Ηρωδίων

Όταν κάποιος τον επισκεπτόταν, άνοιγε την πόρτα, έβγαζε λίγο το κεφάλι και άρχιζε να μιλάει… Φεύγοντας διερωτώντο μερικοί τι να είναι αυτό το ανεξιχνίαστο μυστήριο που λέγεται γερω-Ηρωδίων; Προφήτης, τρελός, πλανεμένος ή κάτι άλλο;

Όταν ήταν νέος μοναχός πήρε φωτιά ένα Κελί της Προβάτας και τον κατηγόρησαν άδικα ότι αυτός την προκάλεσε. Κάποιοι λαϊκοί εργάτες μάλιστα τον χτύπησαν πολύ.
Μετά από αυτό, όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν ανάβει σόμπα το χειμώνα, έλεγε:
“Για να μην κάψω την Καψάλα”. Ίσως και να έβαλε τέτοιο κανόνα στον εαυτό του.
Να μην ανάψει δηλαδή ποτέ φωτιά.

Τον ρώτησαν κάποτε τι κάνει όταν κρυώνει, και απάντησε: “Πάω στο Σινά και ζεσταίνομαι (ίσως εννοούσε με το λογισμό του). Ο μοναχός που αγωνίζεται πραγματικά μοιάζει σαν να έχει Μάη μέσα του. Ποτέ δεν κρυώνει”. Ο γερω-Παΐσιος έλεγε: “Για να κάθεται στο Κελί του με τόση στέρηση, σημαίνει ότι έχει παρηγοριά απ’ το Θεό”.

Ένας μοναχός πήγε να τον ρωτήσει για τη διχογνωμία. Είχε δύο λογισμούς και δεν ήξερε ποιόν να ακολουθήσει. Πριν τον ρωτήσει, του είπε ο γερω-Ηρωδίων: “Να μη σε διαιρεί η γνώμη, εσύ να τη διαιρείς”.

Άλλη φορά ο ίδιος μοναχός, κάποια Σαρακοστή, είχε κατάπτωση και πήγε να ρωτήσει το Γέροντα, αν μπορεί να καταλύσει λίγο λαδάκι. Πριν τον ρωτήσει απάντησε:
“Άμα δεν μπορείς, να τρως λίγο λάδι”.

Και άλλοτε σε μοναχό που είχε λογισμό να υποταχθεί στο γερω-Νικήτα, ο γερω-Ηρωδίων του είπε μόνος του: “Γερω-Νικήτα. Πρέπει να ξέρει για να σε οδηγήσει. Αλλιώς κάθησε στο Κελί σου καλύτερα”.

Ο γερω-Ηρωδίων έλεγε μια καλή συμβουλή, όπως π.χ.: Όταν κάθεται ο μοναχός στο Κελί του και δεν ασχολείται με τους άλλους, αλλά προσεύχεται, τότε έρχεται η αγάπη του Θεού μέσα του”. Ύστερα έλεγε ασυνάρτητα πράγματα και έκανε σαλότητες.

Κάποτε, όταν τον είχε πάρει ο γερω-Μελέτιος ο Ρουμάνος στον Άγιο Γεώργιο, να τον γηροκομήσει, τον επισκέφθηκε κάποιος μοναχός με ένα νέο. Μόλις τους είδε από μακριά – ήταν στην πόρτα με τις γάτες – φώναξε εξαγριωμένος να σταματήσει ο νέος, να μην πλησιάσει, διότι έχει μηχανή.
Πράγματι κρατούσε στο χέρι του μία τσάντα, όπου είχε φωτογραφική μηχανή. Πώς το είδε ο γερω-Ηρωδίων, ο Θεός το γνωρίζει. Τον επισκέπτοντο και επίσημοι άνθρωποι, όπως και ο πρώτος του Αγίου Όρους, ιερομόναχος Παΐσιος Χιλανδαρινός.
Επί μισή ώρα περίμεναν, αλλά δεν αποσπάσθηκε από την προσευχή του.

Όταν εκοιμήθη, την Σαρακοστή των Χριστουγέννων στις 12-12-1990, ο γερω-Μελέτιος είπε ότι ευωδίασε το κελί του.
Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του και ας τον ζεστάνει στον Παράδεισο τώρα, μια που πολύ υπέφερε από το κρύο σ’ αυτή τη μάταιη ζωή.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Αποσπάσματα Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση

Καψάλα_Kapsala Mount Athos_Капсала Афон__00 (1) 

***

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης 

Οι δια Χριστόν Σαλοί, δεν έχουν μέσα τους κενό, αλλά ξεχείλισμα από το πολύ γέμισμα της αγάπης του Θεού. Είναι μεγάλοι Άγιοι. Λένε μεν “μπανταλομάρες” (=κουταμάρες, βλακείες), αλλά στην πραγματικότητα λένε σωστές συμβουλές με πολύ βάθος. Έχουν πολύ μεγάλη ταπείνωση· δεν λογαριάζουν καθόλου τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και ο Θεός τούς αξιώνει να γνωρίσουν τα θεία μυστήρια και να αποκτήσουν πολλά χαρίσματα. Οι ταπεινοί και αφανείς ήρωες του Χριστού, είναι οι εξυπνότεροι του κόσμου· διότι κατορθώνουν να φυλάσσουν τον πνευματικό τους θησαυρό στο θησαυροφυλάκιο του Θεού. Γι’ αυτό μεγάλη χαρά να νιώθουμε, όταν ζούμε στην αφάνεια, γιατί τότε θα δούμε πρόσωπο Θεού στην άλλη ζωή και θα νιώθουμε και απ’ αυτήν την ζωή την παρουσία Του δίπλα μας. 

Εμείς έχουμε την άλλη σαλάδα· την σαλάδα του κόσμου. Γίναμε “εγκέφαλοι”· γι’ αυτό και παλαβώσαμε. Μπήκε πολλή κοσμική λογική και αυτή η πολλή λογική κατέστρεψε τα πάντα. Και το κακό είναι που δεν το καταλαβαίνουμε.

Μακάριοι, όσοι κατόρθωσαν να ζουν στην αφάνεια και απέκτησαν μεγάλες αρετές και δεν απέκτησαν ούτε και μικρό όνομα.

Μακάριοι, όσοι κατόρθωσαν να κάνουν τον παλαβό και, με αυτόν τον τρόπο, προφύλαξαν τον πνευματικό τους πλούτο.

Μακάριοι, και τρις μακάριοι, είναι εκείνοι οι πολύ γνωστικοί που κάνουν τον τρελλό για την αγάπη του Χριστού και κοροϊδεύουν όλη την ματαιότητα του κόσμου, που η δια Χριστόν αυτή τους τρέλλα και σαλότητα αξίζει περισσότερο απ’ όλη την γνώση και την σοφία των σοφών όλου του κόσμου τούτου.

***

Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ 

Ξένη ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή_St. Xenia of Petersburg_ Святая Ксения Петербургская_%d0%ba 

Η αληθινή ζωή εν τω Θεώ και με τον Θεό δίδεται στα “παιδιά ” (Ματθ. 18,3 ‘ 11,25) ή στους “διά Χριστόν μωρούς “, όπως στον μέγα Παύλο (Α’ Κορ.4,8-10 ‘ 1,20)…. ο οποίος κατά τη μωρία της τόλμης του λέει: ” ημείς μωρό διά Χριστόν… ημείς ασθενείς… ημείς άτιμοι… ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι “

Η άσκησή μας, αθέατη στους άλλους, παραμένει με όλη της τη δύναμη μπροστά στα μάτια του Θεού. 

Διαφυλάξτε την κληρονομιά αυτή, την αγάπη μας προς τον Χριστό, γιατί δεν υπάρχει τίποτε μεγαλύτερο σε ολόκληρο το κοσμικό είναι. Δεν υπάρχει τίποτε αγιότερο, σοφότερο, τίποτε πιο υπέροχο για μελέτη από τον Χριστό… Να σας φυλάξει ο Κύριος, αγαπητοί μου. 

Να αναζωπυρώνεται μέσα σας το πυρ αυτό της αγάπης προς τον Χριστό!

…Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι παλαιότεροι Πατέρες μας στέκονταν υψηλότερα από εμάς, όχι μόνο στο επίπεδο της προσευχής αλλά και γενικά στην κατάσταση του πνεύματος… να θυμάστε ότι οφείλουμε να οικοδομήσουμε τη σωτηρία μας υπό άλλες συνθήκες… Ο διανοητικός άνθρωπος θεωρεί πολύ σπουδαίο πράγμα (θησαυρό πολύτιμο) την πληροφόρηση για γεγονότα, για επιστημονικά επιτεύγματα και τα λοιπά, και διαθέτει για τον σκοπό αυτό πολύ χρόνο, ταυτόχρονα όμως, το ενδιαφέρον του για την καλλιέργεια της καρδιάς του είναι σχεδόν μηδαμινό. Ο Κύριος λέει ότι στις έσχατες ημέρες θα φτωχαίνει η αγάπη, ενώ αντιθέτως, θα αυξάνονται οι θλίψεις και τα παθήματα. Και πράγματι δεν βλέπουμε να πλουτίζει ο κόσμος σε αγάπη, ούτε να ευτυχούν οι άνθρωποι. Συνεπώς, όταν προσέρχεσθε στη μοναχική ζωή με μεγάλη υπομονή και ταπείνωση, να μην ξεχνάτε ότι εισέρχεσθε στα παθήματα του Ίδιου του Χριστού Θεού μας στον κήπο της Γεθσημανη. Και εκείνοι που δεν ζουν την κατάσταση της προσευχής αυτής, που δεν θρηνούν με βαρύ πένθος στην προσευχή για όλο τον κόσμο, μας θεωρούν παράφρονες. Γι’ αυτούς η προσευχή αυτή είναι παραφροσύνη. 

Ασφαλώς, ο κόσμος που μας περιβάλλει σημείωσε κολοσσιαία πρόοδο από τεχνικής απόψεως. Από χριστιανικής όμως απόψεως δεν έκανε καμιά πρόοδο στην καλλιέργεια της καρδιάς… (Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας, τομ. Γ’, σελ 190, 310)

Ξένη ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή_St. Xenia of Petersburg_ Святая Ксения Петербургская_R3mBgErjvzI


1 σχόλιο:

Erxou είπε...

Τέτοιες αναρτήσεις δίνουν νόημα σε εμάς τους επισκέπτες ώστε να ξανάρθουμε. Ευχαριστώ!