Του Φίλωνα Κτενίδη (Τραπεζούντα 1889 – Θεσσαλονίκη 1963)
Δεν
ήταν ούτε τριάντα χρονών η Δέσποινα όταν έχασε τον Σάββα, τον άντρα
της, και έμεινε χήρα με το τρίχρονο παιδάκι της, τον Νίκο. Ο μακαρίτης
ήταν καλός άνθρωπος και χρυσός νοικοκύρης. Με τις δύο λίρες – 216 γρόσια
– μισθό που έπαιρνε, ζούσε τη γυναίκα και το παιδάκι του, χωρίς να τους
στερήσει τίποτε. Οικονόμος ο ίδιος, καλή νοικοκυρούλα η γυναίκα του τα
βόλευαν μια χαρά, σε βαθμό που η γειτονιά τους έπαιρνε και για
πλούσιους.
Είχαν έξι χρόνια παντρεμένοι. Τη βραδιά που
θα γιόρταζαν την επέτειο των γάμων τους, έφεραν νεκρό τον Σάββα στο
σπίτι του. Τη στιγμή που πλήρωνε στον μανάβη τα φρούτα που αγόρασε,
γονάτισε ξαφνικά και ξεψύχησε πάνω στον δρόμο. Τρέξανε οι καλοί άνθρωποι
και έφεραν γιατρό. Μα ήταν περιττό. Είχε πάθει συγκοπή. Ο γιατρός δεν
είχε να κάμει τίποτε.
Την άλλη μέρα τον θάψανε στην Ελεούσα.
Με
τα διακόσια δεκαέξι γρόσια που έπαιρνε ο Σάββας δεν ήταν δυνατόν να
αφήσει τίποτα κατά μέρος. Έπειτα ήταν τόσο νέος και τόσο γερός που δεν
μπορούσε να σκεφτεί τον θάνατο. Κι όπως δεν υπήρχαν τότε οι διάφορες
κοινωνικές ασφαλίσεις, κι όλα τα μικρά αποκούμπια που βρίσκει κανείς
σήμερα, η φτωχή οικογένεια που χάνει τον δουλευτή προστάτη της, η χήρα
και το ορφανό έμειναν αναπάντεχα από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς κανένα
πόρο ζωής.
Όταν τελείωσαν όλες οι θλιβερές διατυπώσεις
της κηδείας και την νύχτα της ίδιας μέρας έφυγε από το χαροκαμένο σπίτι
και η τελευταία πονόψυχη γειτόνισσα, η Δέσποινα έμεινε μόνη, κοντά στο
παιδάκι της, που είχε αποκοιμηθεί νωρίτερα, για να σκεφτεί πάνω σε όλη
την τραγωδία που άρχιζε για κείνην και για το μικρό της.
Και
πράγματι ήταν τραγική η θέση της κακομοίρας. Δεν είχε κανέναν συγγενή,
ούτε δικό της, ούτε από την πλευρά του μακαρίτη στην Τραπεζούντα, όπου
ζούσαν. Ορφανοί κι οι δυο τους άφησαν κι ο ένας και η άλλη το χωριό
τους, κάπου εκεί στην περιφέρεια της Αργυρούπολης, όταν ήταν παιδιά. Με
τα χρόνια τους ξέχασαν κι οι λίγοι μακρινοί συγγενείς των όπως δεν τους
θυμούνταν και αυτοί. Η μοίρα το θέλησε να γνωριστούν μες στη μεγάλη
πολιτεία. Αγαπήθηκαν και πάρθηκαν.
Το αφεντικό του μακαρίτη, από ευσπλαχνία,
είχε αναλάβει όλα τα έξοδα της κηδείας, και η γυναίκα του, σαν
επέστρεψαν από το νεκροταφείο, ξεμονάχιασε την Δέσποινα και της έδωσε
τριακόσια γρόσια.
-Αυτά, της είπε, είναι από τους μισθούς του συχωρεμένου. Σου τα στέλνει ο άντρας μου.
Στην πραγματικότητα ήταν ελεημοσύνη, γιατί ο μισθός εκείνου του μήνα είχε ήδη πληρωθεί.
***
Η χήρα
δεν βγήκε από το σπίτι της, σύμφωνα με το συνήθειο του τόπου, ως την
ημέρα του μνημόσυνου. Σαράντα μέρες! Όλο αυτό το διάστημα την βασάνιζε η
σκέψη πώς να ζήσει το παιδάκι της, πώς να το μεγαλώσει και πώς να το
μορφώσει, όπως το ήθελε και το ονειρευόταν ο πατέρας του, μα και η ίδια.
Μπορούσε βέβαια να ξενοδουλέψει μα σε ποιόν να αφήσει το μωρό;
Ευτυχώς ήξερε «κέντημα», ήξερε και να
πλέκει, ακόμα και να ράβει. Είχε και τη ραπτομηχανή της. Πήρε την
απόφαση. Θα δούλευε στο σπίτι της, κοντά στο παιδί της.
Έτσι η χήρα Δέσποινα, δουλεύοντας
δεκαπέντε και είκοσι ώρες το μερόνυχτο, μεγάλωσε τον Νίκο της. Ήταν η
χαρά, η περηφάνια της και η παρηγοριά της.
Δεν έλειψαν και οι τύχες και οι ευκαιρίες.
Ήταν όμορφη και προκομμένη η Δέσποινα. Της έγιναν πολλές προξενιές τα
πρώτα χρόνια. Μάλιστα ένας χήρος, που γύρισε από την Ρωσία πολύ
πλούσιος, την ζήτησε πολύ επίμονα, μα η Δέσποινα δεν ήθελε να δώσει
πατριό στο παιδί της και δεν μπορούσε να δώσει και το μικρότερο κομμάτι
από την καρδιά και τη ζωή της σε άλλη ύπαρξη. Όλα τα είχε για το
μονάκριβό της.
Πέρασαν
δέκα χρόνια. Η εντατική και πολύωρη δουλειά, τα ατελείωτα ξενύχτια και η
έλλειψη της πιο στοιχειώδους ανάπαυσης, την γεράσανε πρόωρα τη
Δέσποινα. Πολλές φορές της έφευγε η βελόνα από το χέρι ή σταματούσε η
ραπτομηχανή, γιατί το χέρι δεν είχε τη δύναμη να γυρίζει τον μικρό
γυαλιστερό της τροχό. Τη βοηθούσε ο Νίκος σε αυτό, σαν βρισκόταν κοντά
της.
Ανησυχούσε η δύστυχη η μάνα. Έβλεπε πως δεν
έβγαζε πια δουλειά όπως πρώτα. Λιγόστευαν τα έσοδα, ενώ από την άλλη
μεριά περίσσευαν τα έξοδα, γιατί το παιδί μεγάλωνε κι εκείνη δεν ήθελε
να του στερήσει τίποτε. Και σαν να μην ήταν όλα αυτά αρκετά άρχισαν να
αδυνατίζουν τα μάτια της. Κάθε μήνα και χειρότερα.
Έβαλε γυαλιά. Μα δεν την βοηθούσαν κι αυτά
όσο έπρεπε στη λεπτή της δουλειά. Όταν ο Νίκος έγινε δεκάξι χρονών και
πήγαινε στην προτελευταία τάξη του Γυμνασίου, η κατάσταση έφτασε στο
απροχώρητο. Η Δέσποινα δεν μπορούσε να περάσει την κλωστή στην βελόνα
ούτε και με γυαλιά. Θέλησε να ξενοδουλέψει δούλα, πλύστρα, μα δεν την
άκουγαν τα πόδια της. Την σακάτεψαν οι ρευματισμοί. Γέρασε πρόωρα.
Όταν κάποια καλή της γειτόνισσα τη
συμβούλεψε να βγάλει τον Νίκο από το Γυμνάσιο – κι ας ήταν ο πρώτος σε
όλα τα μαθήματα – και να τον βάλει σε δουλειά για να τα βολέψουν, η
Δέσποινα – που δεν την άκουσε ποτέ κανείς να πει κακό λόγο κανενός – της
μίλησε απότομα και την έδιωξε σχεδόν από το σπίτι της. Ακούς εκεί, να
βγάλει τον Νίκο από το σκολειό!
***
Δεκατρία
χρόνια ύστερα από το θάνατο του άντρα της, άρχισε η Δέσποινα να
ξεπουλάει τα λίγα κοσμήματα που είχε. Δαχτυλίδια, βραχιόλια, σταυρό.
Ύστερα ένα δυο χαλιά. Τελευταία τη ραπτομηχανή, που αν και της ήταν
άχρηστη δεν μπορούσε να την αποχωριστεί. Δεν χωρίζεται κανείς έναν
σύντροφο είκοσι χρόνων τόσο εύκολα.
Κάποτε σώθηκαν και τα χρήματα από τη
ραπτομηχανή. Πουλήθηκε και το σαμοβάρι για να αγοραστεί το ύφασμα για τη
μαθητική στολή του Νίκου. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και το παιδί δεν
είχε «στολή» σαν κι εκείνη την ομοιόμορφη που είχαν οι συμμαθητές του,
κι όλα γενικά τα παιδιά του Γυμνασίου. Το ύφασμα αγοράστηκε μα έλειπαν
τα ραφτικά. Αυτό το ήξερε μόνον η Δέσποινα, μα δεν ήταν δυνατόν να
πικραίνει το παιδί της αφήνοντάς το δίχως νέο κοστούμι στις γιορτές.
Έπρεπε με κάθε τρόπο να βρεθούν τα χρήματα. Έπρεπε δηλαδή να πουληθεί
πάλι κάτι. Μα τι, που δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτε στο σπίτι.
Τίποτε; Και το χρυσό ρολόι του μακαρίτη, με τη χρυσή του καδένα; Α! Όλα
κι όλα! Το ρολόι δεν θα το πουλούσε ποτέ. Όταν το αγόρασε ο Σάββας της
είχε πει: «Αυτό θα το χαρίσω στο γιο μας όταν θα τον αρραβωνιάσουμε».
Πάντως είχαν μείνει λίγες μέρες για τα
Χριστούγεννα και το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή. Πήγε στον ράφτη. Ογδόντα
γρόσια ήταν τα ραφτικά. Θα τα πλήρωνε όταν θα έπαιρνε έτοιμο το
κουστούμι. Σε τρεις μέρες έμπαινε στο σπίτι ο Νίκος χαρούμενος και
περήφανος. Έτρεξε και αγκάλιασε τη μάνα του.
-Μητερούλα μου, έκανα πρόβα, είναι έξοχο!Παραμονή Χριστουγέννων!
Όλη η Τραπεζούντα σκεπασμένη με χιόνι, που δεν έπαψε να πέφτει πυκνό. Ο
Νίκος κοιμόντανε ακόμα – χόρταινε ύπνο τώρα που είχαν διακοπές – όταν η
Δέσποινα τυλιγμένη στο σάλι της, βγήκε από το σπίτι και τράβηξε κατά
την αγορά, περνώντας από τα στενοσόκακα του Αγίου Βασιλείου.
Βρήκε τον Μολλά Μουσταφά τον ωρολογά στο
εργαστήρι του. Ένα πραγματικό μεγάλο κιβώτιο κολλημένο στο ντουβάρι του
τζαμιού που ήταν εκεί στην άκρη της αγοράς. Στην πρόσοψή του, δίπλα στην
πόρτα είχε ένα παράθυρο, όπου ήταν ακουμπισμένος από μέσα ο πάγκος της
δουλειάς του. Ένα τενεκεδένιο μαγκάλι ζέσταινε όπως όπως το ιδιόρρυθμο εκείνο εργαστήρι. -Καλώς την κυρά Δέσποινα! Τι κάνει το παλικάρι σου;
Κάθισε η Δέσποινα κοντά στο μαγκάλι και ζεσταίνοντας τα παγωμένα χέρια της, λέει στον Τούρκο:
-Μολλά Μουσταφά, ο μακαρίτης ο άντρας μου,
μου ’λεγε πως σε αγαπούσε σαν πατέρα και συ τον αγαπούσες σαν παιδί σου.
Έτσι κι εγώ όπως έμεινα έρμη με το ορφανό μου χωρίς κανέναν συγγενή,
ήρθα σε σένα για μια χάρη, που δεν μπορώ να τη ζητήσω από κανέναν
χριστιανό, γιατί δεν θα ήθελα να μάθει κανείς το μυστικό μου.
-Σε ακούω, κυρά Δέσποινα, όπως θα άκουγα την κόρη μου, λέγε!
Η Δέσποινα έβγαλε από τις δίπλες του ζωναριού της το ρολόι με την χρυσή καδένα και το άπλωσε στον γέρο.
-Είναι το ρολόι του Σάββα, δεν θέλω να το
πουλήσω, μα έχω ανάγκη από χρήματα. Θέλω να στο αφήσω ενέχυρο για μια
λίρα, είπε, και του διηγήθηκε την ιστορία της «στολής» του Νίκου. Του
είπε στο τέλος πως ήταν πρόθυμη να του δώσει τον τόκο που θα όριζε
εκείνος.
Ο Μολλά Μουσταφάς την άκουσε τραβώντας το
χοντρό κομπολόι του. Σηκώθηκε έπειτα, σκάλισε μες στο συρτάρι του πάγκου
του και βγάζοντας δυο λίρες χρυσές τις άπλωσε στην Δέσποινα.
-Το ρολόι αξίζει πολύ περισσότερα. Πάρε δυο
λίρες, γιατί δεν θα χρειαστείς μόνο τα ραφτικά… Όσο για τον τόκο, να μη
γίνεται λόγος… Μόνη σου το είπες. Τον Σάββα τον αγαπούσα σαν παιδί μου…
Πήρε το ρολόι με την καδένα και το έκλεισε στο ίδιο συρτάρι από όπου
έβγαλε τις λίρες. Η Δέσποινα τον ευχαρίστησε κι ετοιμάστηκε να φύγει.
-Μια στιγμή, της λέει ο Μολλά Μουσταφάς. Θα σου ζητήσω κι εγώ μια χάρη.
-Σε ακούω, Μολλά Μουσταφά.
Ο Τούρκος σηκώθηκε και στάθηκε με την πλάτη μπρος στην πόρτα, με τρόπο που να μην μπορεί να την ανοίξει κανείς από έξω.
-Άκου, κόρη μου! Πρώτα θέλω να μου ορκιστείς στην ψυχή του Σάββα πως θα κρατήσεις το μυστικό, αυτό που θα σου πω. Μπορείς;
-Στην ψυχή του Σάββα; Ορκίζομαι, είπε κατηγορηματικά η Δέσποινα.
-Σε ευχαριστώ, παιδί μου. Άκουσε τώρα…
Απόψε τη νύχτα… Ίσως τα μεσάνυχτα θα στείλω στο σπίτι σου μια γυναίκα με
το κοριτσάκι της… Πρέπει να πάνε μ’ εσένα και τον Νίκο μαζί στην
εκκλησία… Είναι Χριστούγεννα και πρέπει να κοινωνήσουν…
-Δεν είναι από ’δώ;
-Μη με ρωτάς… Άφησέ με πρώτα να τελειώσω…
Μετά την μετάληψη θα τις πάρετε μαζί στο σπίτι σου. Θα φύγουν πάλι τη
νύχτα. … Όποιος σε ρωτήσει ποιες είναι θα πεις είναι γνωστές σας από το
χωριό, για από κάποια πολιτεία…
-Μα αφού ορκίστηκα, γιατί δεν μου λες ποιες είναι;
Ο Μολλά Μουσταφάς δεν απάντησε αμέσως.
Άνοιξε την πόρτα, έριξε μια ματιά έξω στον δρόμο. Ξανάκλεισε κι
ακούμπησε και πάλι με την πλάτη στην πόρτα και μίλησε.
-Κυρά Δέσποινα, η γυναίκα που θα ’ρθει
είναι κόρη μου και το κοριτσάκι της, η εγγονή μου! Για να καταλάβεις
πόσο είναι επικίνδυνο αυτό που θα γίνει, μάθε πως ο άντρας της, ο
γαμπρός μου, είναι ο γιουζ – μπασής2 , ο Σελήμ, τούρκος, μουσουλμάνος. Μένουν στα Πλάτανα. Τις έφερα εδώ για μια βδομάδα στο σπίτι μου, για τα Χριστούγεννα.
-Θεέ μου! Ξέφυγε σαν κραυγή τρόμου η επίκληση αυτή από το στόμα της Δέσποινας.
-Αν φοβάσαι να μη σου έρθουν, λέει με χαμηλή φωνή ο Μολλά Μουσταφάς.
-Όχι, όχι, να έρθουν, να έρθουν, φωνάζει η
Δέσποινα και τα μάτια της γεμίζουν δάκρια. Δακρύζει κι ο Μολλάς και
ξεκολλάει από την πόρτα, τραβά και κάθεται δίπλα στο μαγκάλι, χωρίς να
πει τίποτε άλλο. Σηκώνεται η Δέσποινα. Προτού ν’ ανοίξει την πόρτα
ρωτάει με σιγανή φωνή.
-Πώς είναι τ’ όνομά της;
–Η κόρη μου Μαρία, η κορούλα της Άννα. Εκείνες ας κοινωνήσουν. Εγώ θα κάνω Χριστούγεννα με το αντίδωρο που θα μου φέρουν…
***
Δύο ώρες από τα ξημερώματα τράβηξαν για την εκκλησία η Δέσποινα με την Μαρία και την οκτάχρονη Άννα. Ο Νίκος με την καινούρια του στολή τους συνόδευε. Ήταν ακόμη άδεια η εκκλησία. Η γυναίκες ανέβηκαν στον «γυναικωνίτη» και έπιασαν την πιο απόμερη σκοτεινή γωνιά. Με το τέλος της λειτουργίας κατέβηκαν, κοινωνήσανε και επέστρεψαν στο σπίτι κρύβοντας το πρόσωπο κάτω από τα σάλια τους, όπως έκανε όλος ο κόσμος το παγωμένο εκείνο πρωινό.
Πέρασαν δέκα χρόνια από
εκείνα τα Χριστούγεννα. Πέθανε σ’ αυτό το διάστημα ο Μολλά Μουσταφάς.
Πέθανε κι ο Σελήμ ο γαμπρός του. Σκοτώθηκε σε κάποια μάχη.
Είκοσι τρία χρόνια μετά τον θάνατο του
Σάββα η Δέσποινα έδωσε το χρυσό ρολόι με την καδένα του στον γιο της τον
Νίκο, την ημέρα που τον στεφάνωσε με την Άννα, την εγγονή του Μολλά
Μουσταφά.
Το
κείμενο είναι δημοσιευμένο στην «Ποντιακή Εστία», έτος Ε΄, Νοέμβριος –
Δεκέμβριος 1954, αρ. τεύχ. 11 – 12, σελ. 555 – 558, ενώ η επιλογή,
δακτυλογράφηση και επιμέλειά του έγιναν από τον Στάθη Ταξίδη. Δ Ποντιακή
Εστία 164
Χιλίαρχος
Ποντιακή Εστία , Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2015 Περίοδος B’- Χρόνος 38ος – Τεύχος 186 Οκτώβριος – Νοέµβριος – ∆εκέµβριος Περίοδος β’ – Χρόνος 35ος – Τεύχος 17
2 σχόλια:
...ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη!!!
συγκλονιστικό !
Δημοσίευση σχολίου