Γέροντας Ζαχαρίας , Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας
Η ζωή στους κόλπους της Αγίας Εκκλησίας ομοιάζει με αδιάκοπο κύκλο
εορτών, δηλαδή πνευματικής αναμνήσεως γεγονότων αιωνίων. Ο εχθρός των
ψυχών μας, ο διάβολος, μας πολεμά εισηγούμενος ύπουλα και δίχως ανάπαυλα
τα δικά του ζοφερά νοήματα, που είναι φορείς θανάτου. Αλλά και η
Εκκλησία ενισχύει, εμπνέει, ζωοποιεί τα τέκνα της, διατρανώνοντας την
αποκάλυψη που έφερε ο Θεός στη γη.
Οι εορτές εν γένει
συνιστούν σημείο της αγαθόδωρης περιποιήσεως του Θεού προς τον άνθρωπο.
Κάθε φορά που εορτάζουμε τα κοσμοσωτήρια γεγονότα της θειας Οικονομίας,
προβάλλεται ενώπιόν μας ο τύπος της θεοειδούς ζωής, δηλαδή το ακατάληπτο
μεγαλείο της άφθαρτης και ταπεινής αγάπης του Θεού. Διεγείρεται κατ’
αυτόν τον τρόπο μέσα μας φιλοτιμία να αναπέμψουμε ύμνο ευγνωμοσύνης προς
τον Θεό για το σωτήριον που εργάσθηκε με την άφατη Οικονομία Του.
Συνάμα,
όμως, οι εορτές συνιστούν κρίση, διότι μας τοποθετούν ενώπιον του
φοβερού κριτηρίου της αγάπης του Θεού. Η θεια αγάπη είναι τόσο αγία,
άπειρη, άμωμη, ώστε υπό το φως της ο άνθρωπος αισχύνεται· κρίνεται και
κατακρίνεται, διότι αδυνατεί να ανταποκριθεί δεόντως.
Οι δεσποτικές εορτές, ως ορόσημα κατά τη διάρκεια του έτους,
μας βοηθούν να επανεύρουμε τον προσανατολισμό στη ζωή μας, να θυμηθούμε
την κλήση και τον προ των αιώνων προορισμό μας, να αποκτήσουμε «νουν
Χριστού»[1], να προσλάβουμε τη ζωή Του. Αναζωπυρώνουν τη ζώσα ελπίδα
μας, και κατ’ αυτόν τον τρόπο μας ενισχύουν στον αγώνα μας, διότι ο
άνθρωπος χωρίς σκοπό και ελπίδα, χωρίς
πίστη στην αιωνιότητα, αποδυναμώνεται, απονευρώνεται, αποσυντίθεται,
χάνει την ταυτότητά του, αδυνατεί να απορρίψει τα πρότυπα του κόσμου και
να αντιταχθεί στον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου.
Βρισκόμαστε
στις παραμονές της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων. Ο άγιος Ιγνάτιος ο
Θεοφόρος χαρακτηρίζει την αειπαρθενία της Θεοτόκου, τη Γέννηση του
Χριστού και τον θάνατό Του ως, «τρία μυστήρια κραυγής άτινα εν ησυχία
Θεού επράχθη»[2]. Η εορτή αυτή αποτελεί πράγματι κραυγή μαρτυρίας ότι, ο
Θεός «ούτως ηγάπησε τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή
έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν
αιώνιον»[3].
Ο ίδιος Άγιος αποκαλεί
τον Χριστό «Λόγον από σιγής [του Πατρός] προελθόντα»[4]. Ο Χριστός
είναι ο Λόγος του Πατρός, διότι έφερε στους γηγενείς την αποκάλυψη του
Θεού, τη γνώση της αγάπης Του, το υπόδειγμα της οδού που αποκαθιστά τον
αποστάτη άνθρωπο ως υιό στον πατρικό Οίκο. Για να μιλήσουμε, όμως, για
τα Χριστούγεννα, πρέπει να ανατρέξουμε στην αρχή της σχέσεως του Θεού με
τον άνθρωπο.
Ο Τριαδικός
Θεός είναι αυτάρκης και ανενδεής. Δημιούργησε τον κόσμο από
υπερβάλλουσα αγάπη. Έπλασε τον άνθρωπο και τον στεφάνωσε με μεγάλη δόξα
θέτοντας ως προορισμό γι’ αυτόν να γίνει όχι απλώς Άγγελος, αλλά υιός
Θεού κατά χάρη. Ο Πρωτόπλαστος στον Παράδεισο ζούσε στην Παρουσία του
Θεού. Η προσοχή του ήταν προσηλωμένη στο Πρόσωπό Του. Ο Θεός προβαλλόταν
ως Πρότυπο ενώπιον του Αδάμ, και αυτός τον μιμείτο. Ωστόσο, ανάμεσά
τους παρεισέφρησε ο εχθρός διάβολος.
Η
έσχατη αλαζονεία του Εωσφόρου, που θέλησε να στήσει τον θρόνο του πάνω
από τον θρόνο του Θεού, τον οδήγησε στην έσχατη και αμετάκλητη πτώση.
Έκτοτε, δεν έπαυσε να επιχειρεί φθονερά να παρασύρει και τον άνθρωπο
στην ίδια πτώση, ενσπείροντας μέσα του τη νοσηρή και άφρονα επιθυμία να
γίνει θεός χωρίς τον Θεό. Ήδη
μέσα στον Παράδεισο ο πονηρός όφις κατηγορώντας ψευδώς τον Θεό, έπληξε
τον νου του ανθρώπου. Προσέβαλε τη θέλησή του, την πλήγωσε, την
κατέστησε ανίσχυρη και ασθενική. Ο άνθρωπος δέχθηκε την πρόταση του
εχθρού και έπεσε. Εξήλθε από τη θεια Παρουσία, είδε τη γυμνότητά του,
αισχύνθηκε και θέλησε να κρυφθεί από τον Δημιουργό του.
Έκτοτε, ο ψυχικός άνθρωπος, υποδουλωμένος στον νόμο της αμαρτίας και του θανάτου, φοβάται τον Θεό και συνεχώς απομακρύνεται από Αυτόν. Ο Θεός, όμως, ουδέποτε έπαυσε να καταδιώκει το πλάσμα Του με το έλεός Του. Ήδη
από τις πρώτες στιγμές της πτώσεως του ανθρώπου, ο Θεός έδωσε το
Πρωτοευαγγέλιο, την παράδοξη επαγγελία ότι το σπέρμα της γυναικός θα
συνέτριβε την κεφαλή του όφεως[5]. Και ενώ ο άνθρωπος εγκατέλειψε τον
Θεό, ο Θεός δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπο απαρηγόρητο και αβοήθητο.
«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας εν τοις προφήταις, επ’
εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ»[6]. Έδωσε προφητικά ως
σημείο το καινό Όνομά Του, Εμμανουήλ, ο Θεός μεθ’ ημών[7].
«Ούτε
γαρ άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλ’ αυτός ο Κύριος έσωσεν ημάς»[8]. Με
τρόπο παράδοξο η Γραφή χρησιμοποιεί τους ίδιους όρους στην Παλαιά και
στην Καινή Διαθήκη για να περιγράψει τη δημιουργία του ανθρώπου και την
κένωση της θειας Σαρκώσεως. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και
καθ’ ομοίωσιν Αυτού»[9]. Επειδή όμως ο άνθρωπος απέτυχε να εργασθεί
το «καθ’ ομοίωσιν», ήλθε ο Χριστός και έγινε ομοίωμα ανθρώπου, «μορφήν
δούλου λαβών»[10].
Ο νους
και τα νοήματα του Θεού διαφέρουν από τον νου και τα νοήματα του
ανθρώπου. Γι’ αυτό η οδός Του εμφανίζεται παράδοξη, έτερη. Ο Ίδιος
αναγγέλλει με το στόμα του Προφήτη Του: «Ου γαρ εισιν αι βουλαί μου
ώσπερ αι βουλαί υμών, ουδέ ώσπερ αι οδοί υμών αι οδοί μου»[11].
Όπως παρατηρεί ο άγιος Ειρηναίος Λουγδούνου, ο Κύριος ήλθε στη γη «ουχ
ως Αυτός ηδύνατο, εν τη αφράστω Αυτού δόξη, … αλλ’ ως ημείς Αυτόν ιδείν
εδυνάμεθα. Και διά τούτο, ως νηπίοις, ο άρτος ο τέλειος του Πατρός γάλα
ημίν εαυτόν παρέσχεν, όπερ ήν η κατά άνθρωπον αυτού παρουσία, ίνα ως υπό
μαστού της σαρκός αυτού τραφέντες και διά της τοιαύτης γαλακτουργίας
εθισθέντες τρώγειν και πίνειν τον Λόγον του Θεού, τον της αθανασίας
άρτον, όπερ εστι το Πνεύμα του Πατρός, εν ημίν αυτοίς κατασχείν
δυνηθώμεν»[12].
Ο Χριστός δεν ήλθε να επιβληθεί στους γηγενείς με
την παντοδυναμία και τη λάμψη της Θεότητάς Του. Ήλθε λάθρα, με έσχατη
εξουθένωση, για να τους ελκύσει με τη θεια και υπερφυή αγάπη Του. Γι’ αυτό και ο Απόστολος με δέος αναφωνεί: «Μέγα εστι το της ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί…»[13].
Συνεχίζεται
1 σχόλιο:
Δυστυχώς το δημόσιο κήρυγμα της Εκκλησίας (δεν αναφέρομαι στον αγαπητό και σεβαστό Αρχιμανδρίτη του κύριου αρχικού άρθρου) είναι ελλιπές και αποσπασματικό (σε κάποιες περιπτώσεις είναι και ΛΑΘΟΣ, διότι ακολουθεί κάποιες απλές ανθρώπινες σκέψεις).
Για παράδειγμα:
Σύμφωνα με τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, εάν ΔΕΝ γινόταν η ΠΤΩΣΗ του Αδάμ και της Εύας, τα σαρκοφάγα ζώα θα έτρωγαν ΜΟΝΟ τα άλλα ΝΕΚΡΑ ζώα.
Δημοσίευση σχολίου